Δεν ήξερα πολλά πράγματα για τον Joan Miro (1893-1983), ώσπου βρέθηκα ένα ηλιόλουστο μεσημέρι να περπατάω στη Βαρκελώνη και να κοιτάζω μπαλκόνια με μπουγάδες, ποδήλατα και μικρές φοινικιές. Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα είχα ανάγκη ένα προσκύνημα κι έτσι ανέβηκα προς το μουσείο που στεγάζει το έργο του. Είχε σκαλιά. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός. Σταματήσαμε να μιλάμε, επειδή λαχανιάζαμε. Τα παπούτσια που είχα αγοράσει πέρσι τον χειμώνα για τον χειμώνα με εγκατέλειψαν κάπου κοντά σ’ ένα παρκάκι με θέα τη θάλασσα.
Είχε ήλιο. Γύρω μου τρέχανε σκυλιά ντυμένα με σκυλοπουλόβερ και ετοιμαζόμουν να δεχθώ άλλη μια επίθεση από χρώματα εκ μέρους της πόλης. Είχα ενημερωθεί από διαφημίσεις στο μετρό πως στο μουσείο Μιρό δεν θα πετύχαινα μόνο έργα του ίδιου, αλλά και ένα δάνειο: πίνακες του Ματίς. Το παπούτσι μου μπορούσε ν’ ανοίξει πέρα πέρα. Σκασίλα μου. Ακόμη και ξυπόλυτη θα πήγαινα να δω το θαύμα.
Το Μουσείο Μιρό Στη Βαρκελώνη
Το ίδιο το μουσείο είναι μία πρώτη αισθητική δικαίωση (δείτε το εδώ). Εργο του Jose Lluís Sert, φίλου του Μιρό και αρχιτέκτονα της πρωτοπορίας στην Ισπανία, έχει κάτι μεσογειακό και απλό. Δεν ξέρω και πολλά από αρχιτεκτονική, αλλά αισθανόμουν πως σίγουρα οι μάστορες του μουσείου είχαν κάνει τα πράγματα σωστά. Είχε θεϊκό φως στα σημεία εισόδου, αναμονής και ανάπαυσης. Είχε αίσθηση κρύπτης στις αίθουσες που πλημμύριζαν από τα χρώματα των καμβάδων.
Οποτε βγαίναμε από τις γυάλινες πόρτες στη χαμηλή ταράτσα, για να πάρουμε ανάσα από την έκθεση, βρίσκαμε την πόλη, χαώδη, απλωμένη. Και μαζί μερικά ακόμη γλυπτά του Μιρό με έντονα χρώματα και παράξενα σχήματα. Από ένα γηπεδάκι ακούγονταν κάτοικοι που έπαιζαν μπάλα. Στον κήπο του μουσείου είχε μία ελιά. Στον χώρο πρασίνου πίσω απ’ τις αίθουσες κάποιοι κάνανε πικνίκ με σκουφιά και γάντια. Πλέοντας στο φως το μουσείο έμοιαζε με κήτος που ’χει καταπιεί χρώματα.
Το κενό
Γίνεται να σταθεί κανείς μπροστά στο έργο Ποίημα ΙΙΙ (δείτε το έργο εδώ) και να θαυμάσει όσα έχει ζωγραφίσει ο ζωγράφος, αλλά και όσα παρέλειψε. Το παιχνίδι του με τις σιωπές και την ησυχία. Διαβάζω σ’ ένα από τα συνοδευτικά κείμενα της έκθεσης: «Ο Μιρό είχε εμμονή με το κενό». Κάποιοι πίνακες πλημμυρίζουν χρώμα, μαύρο, κόκκινο, μπλε. Σ’ άλλους χάσκει το κενό ανάμεσα σε γραμμές και φιγούρες. Μπορεί να μην σου λέει και τίποτα. Εμένα έτυχε και μου είπε.
Ηταν όμορφο. Το σώμα μου γαλήνευε στα κενά μεταξύ των χοντρών μαύρων γραμμών, κουρασμένο από την ατέλειωτη πεζοπορία στην πόλη και τις εντυπώσεις (κτίρια αμέτρητων στυλ, διακοσμητικές εξτραβαγκάντσες σε καφέ και μπαρ, γιρλάντες σε κάθε επιφάνεια, κοινωνικώς αποδεκτή αναπαραγωγή ήχων σάλσα ή χριστουγεννιάτικων τραγουδιών σε κοινόχρηστους χώρους). Μου έκανε επίθεση η απλότητα κι εγώ την άφηνα να μπει.
Οσο μεγαλώνω καταλαβαίνω ότι μπροστά σ’ έναν Ματίς ή έναν Μιρό μόνο ένα παιδί δικαιούται να πει «αυτό θα μπορούσε να το ζωγραφίσει και παιδί». Οι υπόλοιποι ξέρουμε και γι’ αυτό δεν έχουμε κάνει γυναίκες ψαλιδισμένες σαν χελιδόνια από χαρτί ή άλλα θαύματα.
Πώς να μιλήσεις για έναν ζωγράφο
Δεν μπορώ να σας πω και πολλά για τον μεγάλο ζωγράφο Μιρό. Γεννήθηκε στη Βαρκελώνη, πέθανε στην Πάλμα, έζησε στο Παρίσι, επηρεάστηκε απ’ όλα αυτά τα μέρη, συν την καταλανική επαρχία και την Ιαπωνία. Στη φωτογραφία της βιογραφίας του στην Ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ζουάν Μιρό έχει βγει με σχεδόν στρατιωτικό κούρεμα. Ολ’ αυτά δεν λένε κάτι – ή ίσως λένε.
Βυθισμένη στους μπλε καμβάδες, στα σωματικά μέλη και στις επιθετικές μαύρες γραμμές ένιωθα να φουσκώνει μέσα μου κάτι που δεν μπαίνει σε λέξεις χωρίς να ξεφούσκωσει. Δείτε διαλεγμένα έργα εδώ. Απ’ τη βιογραφία του, που διάβασα στο μουσείο, κρατάω το εξής: για τον Μιρό το διάβασμα ήταν δύναμη αποκάλυψης. Ηδη πριν μεταβεί στο Παρίσι, είχε αναπτύξει ενδιαφέρον για τα κλασικά έργα.
Πώς ένιωθε, άραγε, ο Μιρό διαβάζοντας τους Αδελφούς Καραμαζώφ; Απ’ τα διαβάσματά του λέει κι απ’ τις συνθήκες της ζωής, ο Μιρό αποφάσισε να γίνει ζωγράφος ποιητής. Ο Ισπανικός Εμφύλιος, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κ.λπ. τον έκαναν να θέλει να διερευνήσει το ανθρώπινο συναίσθημα. Πάρα την πληροφόρηση, ο ζωγράφος παρέμεινε για εμένα μυστήριο. Ο τρόπος που ένιωσα όμως μπροστά στους πίνακες είναι μια αίσθηση που ελπίζω να μην μ’ αφήσει. Και ίσως όταν αγχώνομαι από δω και πέρα να σκέφτομαι εντελώς αυθαίρετα τον Μιρό στο εργαστήριό του να ζωγραφίζει και να διαβάζει ποιήματα.
Αποτυχημένος ζωγράφος και αποτυχημένος ποιητής
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για αξιόλογους πίνακες, αφού αναπτύσσονται εκτός του πεδίου της γλώσσας. Οι αποτυχημένοι καλλιτέχνες, όμως, μαζί με τους αποτυχημένους ακαδημαϊκούς τροφοδοτούν σταθερά την τέχνη του μυθιστορήματος. Ή ίσως πέφτουν διαρκώς τέτοιες ιστορίες στα δικά μου χέρια. Οπως και να ’χει.
Φανταστείτε έναν δημόσιο υπάλληλο που μια μέρα γυρίζει σπίτι και ανακοινώνει στη γυναίκα του και το παιδί τους πως τα παρατάει όλα. Κατάλαβε τι θα δώσει νόημα στη ζωή του: η ενασχόληση με τη ζωγραφική! Και φανταστείτε έναν τύπο που ετοιμάζεται για ποιητής, αλλά γίνεται δάσκαλος σ’ ένα ερημικό νησί της Ιρλανδίας, μονωμένος πίσω από πέπλα βροχής και πρωινού ουίσκι. Ή μία κοπέλα που χορεύει, τραγουδάει και μελετά ώσπου ερωτεύεται και χάνει τη ζωηράδα και την ελευθερία της.
Παραδομένοι στον ρομαντισμό των φέρι που αργούν να δέσουν λόγω κακοκαιρίας και στην θαλπωρή των παμπ που μυρίζουν ψαρίλα, μαύρη μπίρα και θερμαντική κρέμα, οι χαρακτήρες του Νάιαλ Ουίλλιαμς στα Τέσσερα Ερωτικά Γράμματα είναι αξιολάτρευτοι. Ιρλανδοί επαρχιώτες που τα βολεύουν, γονείς που απογοητεύουν το παιδί τους, παιδιά που ψάχνουν σαν σκύλοι ψίχουλα τρυφερότητας πίσω από μπλοκαρισμένους συναισθηματικά γονείς, κορίτσια που γδέρνονται από την ενοχή.
Και γύρω απ’ όλα μια παρηγορητική υπόσχεση: η ζωή δαγκώνει, αλλά αντέχεται. Λάτρεψα τον τρόπο που ο συγγραφέας γράφει την κρεμμυδίλα, τη βροχή, το ψάξιμο του νοήματος, την τσακισμένη φιλοδοξία και το σημείο που παίρνεις τη λάθος απόφαση και γίνεσαι ζευγάρι με τον λάθος άνθρωπο. Υπήρχε και μία υπόσχεση συγχώρεσης εκεί μέσα – ή τουλάχιστον εγώ έτσι το διάβασα.
Πράγματα που με κάνουν να πιστεύω στην ανθρωπότητα αυτή την εβδομάδα
Οι άνθρωποι που υπομένουν τη συναισθηματική εργασία, την κούραση και την ευθύνη τού να στέκεσαι μπροστά σε πολύτιμους πίνακες μ’ ένα εντεκάχρονο, για να βρεθούν στο μουσείο με το παιδί τους. Η σκέψη πως το κάνουν επειδή πιστεύουν σε κάτι που τους ξεπερνά.
