Εχεις δραπετεύσει ποτέ από κάπου; Αυτό που ρίχνεις δυο ρούχα κι ένα λάπτοπ σε μία τσάντα και μετά αποχωρείς. Αυτό που φροντίζεις να κόψεις δεσμούς, γιατί δεν ξέρεις την αντίδραση του ατόμου που παράτησες. Θα είναι βίαιο; Θα κοιτάξει να σου καταστρέψει τη ζωή; Θα σε σπαμάρει με επιθετικά μηνύματα; Θα σε συκοφαντεί στο Διαδίκτυο;
Η μεγάλη έξοδος
Ακούω αυτή τη μουσική που μου πρότεινε το γιουτιούμπ με βάση τις προτιμήσεις μου και διαβάζω: «Θα μπορούσα να πω ότι ο πόνος και η ελευθερία είναι οι δυο στιγμές της ίδιας διαδικασίας, τα δύο μέρη του ίδιου μουσικού έργου» και σκέφτομαι πως η ελευθερία είχε για μένα πάντα κόστος, ήταν μια πράξη σαν μικρή προσωπική επανάσταση (δηλαδή, μεγάλη επανάσταση), ήταν πάντα χαοτική, γεμάτη βιασύνη και «θύματα».
Σκέφτομαι πως μου έδινε παρηγοριά η φράση πως η ελευθερία θέλει τόλμη. Ποτέ δεν είναι αναίμακτο. Ο,τι σε κρατάει μακριά από τη ζωή που θα ήθελες να κάνεις είναι πάντα ισχυρό, αλλιώς δεν θα ήταν εκεί που είναι, στη μέση του δρόμου, εμπόδιο-ογκόλιθος. Η ελευθερία έχει μέσα ξερίζωμα, γέννα, πόνους. Διαβάζω: «Η κούραση ήταν πάντα το κεντρικό σημείο της αδικίας στη ζωή της μητέρας μου. Κούραση επειδή ήταν περιορισμένη μέσα στο σπίτι, κούραση επειδή την ταπείνωναν, κούραση επειδή έπρεπε να φύγει, κούραση επειδή έπρεπε να παλεύει, κούραση επειδή έπρεπε πάντα να ξαναρχίζει». Η νέα αρχή αξίζει τον κόπο. Το θέμα είναι πού θα βρεις το κουράγιο. Κι ίσως εδώ κολλάει η αρετή: δεν αρκεί να είσαι τολμηρή/τολμηρός, πρέπει να ξέρεις και να κουβαλάς το φορτίο της ζωής σου, τις αδικίες, τα πλήγματα, την εξάντληση μ’ ενάρετο τρόπο, με το κεφάλι ψηλά, με στυλ που δείχνει χαρακτήρα.
Η Μονίκ δραπετεύει
Μη σκέφτεσαι, λέει ο Εντουάρ Λουί, στο Η Μονίκ Δραπετεύει (μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη, Εκδόσεις Αντίποδες, απ’ όπου και τα ανωτέρω παραθέματα). Κάντα πρώτα, σκέψου μετά. Και μου έρχονται στον νου όλες οι φορές που δραπέτευσα από κάπου. Ποτέ δεν ζητάς πραγματικά συμβουλές. Δεν το ζυγίζεις. Δεν υπολογίζεις πολλά, μπορεί να πάρεις στο τηλέφωνο ένα-δυο άτομα που εμπιστεύεσαι, π.χ. τ’ αδέρφια σου. Κι ύστερα απλώς αποχωρείς. Και προσπαθείς να μην σκοτωθείς ή να μην πληγωθείς υπερβολικά πολύ. Κι αυτό είναι όλο. Γλίτωσες.
Η ελευθερία έχει τίμημα, λέει ο Λουί. Στο βιβλίο του αυτό αφηγείται την απόδραση της μητέρας του –μίας καθαρίστριας– από άλλη μία κακοποιητική σχέση. Ο άνδρας με τον οποίο «μένει, δεν ζει, μένει» την αποκαλεί χοντρή και βρώμα, πίνει και τη βασανίζει πετώντας της σπόντες για τη σεξουαλικότητα του παιδιού της. Η Μονίκ τον αφήνει. Η ελευθερία της κοστίζει κάτι παραπάνω από τετρακόσια ευρώ τον μήνα για το ενοίκιο ενός μικρού σπιτιού πάνω από έναν φούρνο στον γαλλικό Βορρά. Ακόμη χρειάζεται: ηλεκτρικές συσκευές, χρήματα για το σούπερ μάρκετ και τροφή για το σκυλί της. Επιπλέον: κάποιες εκατοντάδες ευρώ για τους πρώτους μήνες και λεφτά για το ηλεκτρικό ρεύμα. «Αγχος και χρήματα. Τα έβλεπα πάντα να συνδέονται στη ζωή της μητέρας μου».
«[…]πόσοι άνθρωποι, πόσες γυναίκες, θα άλλαζαν τη ζωή τους αν έπαιρναν μια επιταγή;». Χωρίς λεφτά στην τσέπη δεν μπορείς να παρατήσεις κανέναν, να κάνεις νέα αρχή, να χειραφετηθείς. Γι’ αυτό απ’ όλες τις ανισότητες σε βάρος των γυναικών πιο προκλητική βρίσκω αυτήν των αμοιβών στις δουλειές. Αλλά και το εσωτερικευμένο φρένο που κάνει τις γυναίκες υποχωρητικές και ενοχικές σε ό,τι αφορά τα λεφτά, τον χώρο, την εξουσία, την ελευθεροστομία, τους ηγετικούς ρόλους, τα εργασιακά προνόμια.
Ντελίβερι από λιβανέζικο εστιατόριο
Η Μονίκ παρατάει τον τύπο που της κάνει τη ζωή μαρτύριο. Για πρώτη φορά ξυπνάει σ’ ένα σπίτι όπου μπορεί η ίδια να διαχειρίζεται τα λίγα λεφτά που έχει: «Μου φαίνεται πολύ παράξενο να ψωνίζω μόνο για μένα, πέρασα όλη μου τη ζωή να ψωνίζω για μια ολόκληρη οικογένεια ή για άντρες που έτρωγαν πολύ». Ο γιος της, ο συγγραφέας μας, της προτείνει να της παραγγείλει φαγητό από το κινητό του και να της το στείλει – ο ίδιος βρίσκεται στην Αθήνα για μία δουλειά στο θέατρο.
Η Μονίκ δεν έχει δοκιμάσει λιβανέζικο, ινδικό, τουρκικά εδέσματα. Η κοινωνική άνοδος του παιδιού της, της δίνει πρόσβαση σε αρώματα και γεύσεις που δεν είχε γευτεί ποτέ. Ενα μενού δύο-τριών φτωχικών πιάτων ήταν το μενού της ζωής της, αλλά δεν παραπονιόταν. Ανέθρεψε πολλά παιδιά κι έναν άνδρα ανίκανο να διαχειριστεί τα προσωπικά του οικονομικά («όταν μου φώναζε έξω από την πόρτα του μπάνιου: σταμάτα να κάνεις μπάνιο τόση ώρα! κι εγώ ένιωθα κατηγορούμενος και δεν καταλάβαινα πως ήταν επειδή είχε άγχος για τα λεφτά και απαντούσα Μα δεν μπορούμε ούτε μπάνιο να κάνουμε σ’ αυτήν την κωλοοικογένεια, και τη μισούσα»).
Ελευθερία=min. x ευρώ/μήνα
Η απόδρασή της περιλαμβάνει τη φυσική της απομάκρυνση (ο άνθρωπος μπορεί να είναι βίαιος), τη συναισθηματική εργασία που κάνουμε όλες μας όταν πληγώνεται ο εγωισμός κάποιου άνδρα (χειρισμός, ψεύτικη ευγένεια, καλοσύνη, ακόμη και φροντίδα των συναισθημάτων του) και τελικά την εύρεση χρημάτων. Αυτά τελικά είναι και το πιο σημαντικό. Η Μονίκ βρίσκει ένα λιτό σπιτικό, 400κάτι ευρώ νοίκι. Αγοράζει ένα φουρνάκι – δεν θέλει ποτέ να ξαναμαγειρέψει για έναν λόχο παιδιών. Δεν έχει και πολλά έπιπλα η φωλιά της, αλλά έχει μέσα ελευθερία.
ΥΓ.: Για να μη φανεί πως μεροληπτώ, βία ασκούν και οι γυναίκες μέσα στα σπίτια. Επ’ αυτού διαβάστε το Σπίτι Των Ονείρων της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, αν θέλετε.
Από τα χαμηλά προς τα ψηλά
Οταν η Μονίκ γεύεται το λιβανέζικο, όταν κάνει βόλτα στους δρόμους του Παρισιού, όταν υψώνει το ποτήρι να πιει λίγη σαμπάνια ή όταν κάθεται σε γελοιωδώς υπερπολυτελή ξενοδοχεία με τον γιο της, αυτόν τον σαμποτέρ της εθελοδουλίας, όταν επιβιβάζεται στο αεροπλάνο, το ευχαριστιέται. Βαθιά, απλά, με όλο της το σώμα – τίποτα απ’ αυτά δεν είναι δεδομένο για μία χειραφετημένη γυναίκα, όλα είναι κερδισμένα. Αυτή και ο γιος της, πρώην φτωχοί, άνθρωποι που ξεκίνησαν από το τίποτα, χαίρονται αλλιώς το καλό φαγητό, την οικιακή γαλήνη. Υπό αυτήν τη έννοια η ιστορία της Μονίκ είναι μία ιστορία απελευθέρωσης. Εχει κάτι από παλιά ελληνική ταινία μαζί με τον ανατρεπτικά χειραφετητικό λόγο του Λουί.
Το παιδί του Ρώσου ολιγάρχη
Το χειρότερο είναι να ζεις σ’ έναν κόσμο χωρίς μεσαία τάξη. Σε μία χώρα με ακραίες ανισότητες όπου δεν υπάρχει κουλτούρα λειτουργίας θεσμών ή μείξης των τάξεων. Αυτό συμβαίνει στην ταινία Anora που πήρε τον Χρυσό Φοίνικα 2024 στις Κάννες και προβλήθηκε πρόσφατα στα σινεμά. Το παιδί ενός Ρώσου ολιγάρχη παντρεύεται, υπό την επήρεια αλκοόλ, ναρκωτικών και μίσους για τη μητέρα του, μία πανέμορφη σεξεργάτρια, την Ανόρα. Η ιστορία συμβαίνει στην Αμερική και είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αφενός γιατί η κοπέλα έχει μία αμερικάνικη αυθάδεια, πιστεύει ότι όλοι μπορούν να κάνουν παρέα με όλους, αρκεί να περνάνε καλά.
Αφετέρου, επειδή συμβαίνει το εξής συγκλονιστικό στη διάρκεια της ταινίας: νιώθεις λύπηση για το παιδί του ολιγάρχη. Οχι ζήλια, λύπηση. Είναι σαν να μην έχουν βαρύτητα τα διαμερίσματα, τα ταξίδια, οι εμπειρίες για το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. Ολα τρυπώνουν στον ναρκωμένο (κυριολεκτικά, ο τύπος καταναλώνει κάμποσα ναρκωτικά σε κάθε σκηνή της ταινίας) εγκέφαλό του, που είναι πορώδης, σκορπισμένος σε χίλιες μεριές. Η ζωή αυτού του κακομοίρη, που δεν έχει ξυπνήσει ποτέ νωρίς το πρωί, δεν έχει κέντρο, ούτε σκοπό. Οταν δεν βρίσκει στρωμένο το κρεβάτι στο υπερπολυτελές διαμέρισμα, αναφωνεί «γιατί δεν το ’στρωσαν, τόσο δύσκολο ήταν;». Αυτό το «έστρωσαν» έχει μέσα όλη την ξιπασιά.
Σε αντίθεση με την ιστορία της Μονίκ όπου το χρήμα χειραφετεί, στην περίπτωση του μικρού ολιγάρχη η υπερφίαλη ζωή για την οποία δεν έχει προσπαθήσει, είναι άλλη μία εκδήλωση ενός κοινωνικού φαινομένου που προκαλεί σύγχυση και ανατροπή αξιών/πίστης στο σύστημα: η ζωή του είναι εφικτή λόγω ακραίας κοινωνικής ανισότητας. Στον κόσμο του υπάρχουν μόνο φτωχοί (σεξεργάτριες, υπηρέτες, καθαρίστριες, μπράβοι) και ζάπλουτοι (άλλα χαμένα κορμιά, μεταξύ ναρκωτικών και αποχαλίνωσης). Κόλαση. Η Ανόρα αφήνει τη δύσκολη πίστα των ερωτικών χορών βλέποντας μία οικονομική διέξοδο στον γάμο, αλλά και επειδή είναι τσιμπημένη με το χαμένο κορμί. Οσο προχωράει η ταινία, όμως, διερωτάται κανείς πότε ήταν πιο ελεύθερη η Ανόρα.
Πράγματα Που Με Κάνουν Να Πιστεύω Στην Ανθρωπότητα Αυτήν Την Εβδομάδα
Οσοι κάνουν νέα αρχή. Αυτοί που ρισκάρουν, παίρνουν έναν σάκο με τα στοιχειώδη και φτιάχνουν τη ζωή τους ξανά και ξανά. Οι ιστορίες χειραφέτησης, ειδικά όταν σε αυτές πρωταγωνιστούν μαμάδες.
