Καλή η δημοκρατία, αλλά μην το παρακάνουμε κιόλας. Κάπου εκεί οδήγησαν τα πράγματα την αξιωματική αντιπολίτευση, τελευταία. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, εκείνον που κρατάει ακόμα τα κλειδιά του γραφείου και τον έλεγχο του brand, οι λαϊκές εντολές, η συμμετοχικότητα, η αμεσοδημοκρατία και οι λοιπές έννοιες της δογματικής ζαργκόν είναι ιερές όταν κραδαίνονται έναντι άλλων ως εμβλήματα του ηθικού πλεονεκτήματος. Οταν ζητούν πρακτική εφαρμογή από τους ηθικά πλεονεκτούντες, γίνονται προβλήματα. «Διορθώσαμε το λάθος», δήλωσε η Ολγα Γεροβασίλη μετά την επεισοδιακή αποχώρηση του Στέφανου Κασσελάκη από το κόμμα, λες και ο Κασσελάκης φύτρωσε σε αυτό· λες και δεν εισήλθε στην πολιτική συστημένος από τους ανθρώπους του κόμματος, λες και δεν ψηφίστηκε πρόεδρος από τη βάση του. Είναι απατηλή η ανακούφιση του ΣΥΡΙΖΑ: η χαρά για τον κασσελακισμό που ξεφορτώθηκε έχει καλύψει εντελώς την επίγνωση του αυταρχισμού που φανέρωσε.
Αντισημιτισμός, ξανά
Οσο καλά κι αν κρυφτούν, οι ριζωμένες ιδιότητες κάποια στιγμή ξεσπούν κι αποκαλύπτονται. Το κυνηγητό και οι βιαιοπραγίες κατά των Ισραηλινών οπαδών της Μακάμπι στο Αμστερνταμ δεν αντανακλούν τίποτα άλλο πέρα από καθαρό, στερεότυπο αντισημιτισμό. Οσοι προσπαθούν να τον μεταμφιέσουν με διάφορα τεχνάσματα, ματαιοπονούν. Είναι σχεδόν απολαυστική η προσπάθεια των αντισημιτών να δώσουν πολιτικά χαρακτηριστικά στον ρατσισμό τους –το ξύλο ήταν αντίδραση στην πολιτική του Ισραήλ, λένε–, ενώ υπό άλλες συνθήκες πρώτοι απ’ όλους αυτοί θα διακήρυσσαν πόσο σημαντικό είναι να διαχωρίζουμε τον άνθρωπο από τα έθνη, τα κράτη και τις θρησκείες, και να μεριμνούμε για την ασφάλειά του.
Ντροπές, τέλος
Καλό θα ήταν να βγάλουν από μέσα τους τις ντροπές και οι εγχώριοι Τραμπιστές, πάντως. Μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ παρατηρείται ευρέως στην ελληνική δημόσια σφαίρα το φαινόμενο των άδηλων οπαδών: δεν λένε ευθέως ότι τον στηρίζουν, αλλά αρκούνται στο να αποδοκιμάζουν ό,τι αποδοκιμάζει κι εκείνος, σε βαθμό που κάποιος καχύποπτος θα υπέθετε ότι το μόνο που τους χωρίζει από τον νέο πρόεδρο είναι η αισθητική· αν είχε λίγο κομψότερους τρόπους δηλαδή, ίσως και να παραδέχονταν ευθαρσώς την πολιτική τους ταύτιση με έναν μισογύνη ρατσιστή, καταδικασμένο για κακούργημα.
Θάρρος και άγνοια
Στην Αφροδίτη Λατινοπούλου επομένως, οφείλουμε κάποια εύσημα. Η χορογραφία που εκτέλεσε σε μία από τις βαριόμοιρες τηλεοπτικές εκπομπές που την προσκαλούν (τι ανεξήγητη αγάπη που έχουν κάποιοι δημοσιογράφοι στους ακροδεξιούς καλεσμένους!) ήταν, εκτός από αξιολύπητη, ξεκάθαρα δηλωτική των απόψεων και των προθέσεών της. Μόνο που το θάρρος που επιδεικνύει η ευρωβουλευτής δεν είναι ακριβώς θάρρος της γνώμης της, αλλά της γνώμης των άλλων. Η Λατινοπούλου έχει το λεξιλόγιο, το ύφος και το ήθος της Ακροδεξιάς, αλλά τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζει τι ακριβώς προτείνει. Τη ρωτούν πού θα πάνε οι μετανάστες, την εκδίωξη των οποίων ζητάει, και σηκώνει τα χέρια. Δεν ξέρει. Δεν ξέρει καν τις γκέι συνδηλώσεις του τραγουδιού που με πάθος χορεύει.
Το κάτι που μένει
Ο θάνατος του Γιάννη Μπουτάρη είναι διπλά στενόχωρος: φέρνει νοσταλγικά στο προσκήνιο τα επιτεύγματα του ανθρώπου που φεύγει και, μέσω αυτών, την ανεπάρκεια των ανθρώπων που μένουν. Η ψυχραιμία, το ανοιχτό πνεύμα, ο ευρωπαϊκός αέρας του Μπουτάρη θα προκαλούσαν σήμερα λιγότερη μελαγχολία, αν είχαν βρει σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο περισσότερους μιμητές. Προκύπτει όμως και κάτι θετικό από τον θάνατό του: πόσο σύνηθες είναι άραγε να πεθαίνει κανείς και όλοι όσοι τον ήξεραν να έχουν μόνο καλά λόγια να πουν; Αυτό είναι ένα είδος νίκης· ένα παράδειγμα που, ακόμα κι αν δεν δείχνει πώς πρέπει να ζούμε, δείχνει πώς πρέπει να πεθαίνουμε.
