Η λογική ήταν να μπω σε κάποια σχολή και μετά να κάνω ό,τι θέλω. Κι όπως πολλά κορίτσια με έφεση στην αντιλογία διάλεξα τη Νομική. Οταν έφτασα στην Αθήνα δεν ήξερα πού είναι η Σόλωνος. Ρώτησα σε μία καφετέρια που τα επόμενα χρόνια θα άλλαζε όνομα κάθε τρεις και λίγο προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με την οικονομική κρίση. Μού δείξανε. Ο υπάλληλος με κοίταξε σαν βδέλυγμα. Με ύφος εκατό καρδιναλίων με πληροφόρησε ότι η Νομική ήταν απέναντι από την καφετέρια-φούρνο-πρατήριο έτοιμων γευμάτων και ότι εκείνη την ώρα ήταν κλειστή. Είχα τόση ανυπομονησία ν’ αρχίσω που δεν είχα προσέξει ότι το πρώτο μάθημα ξεκινούσε στις έντεκα.
Παρόλο που είχα καλούς βαθμούς στα πιο βαρετά μαθήματα, δικονομίες, ποινικά κλπ., τα πιο συναρπαστικά πράγματα που έμαθα ήταν σε κάτι στριφνά μαθήματα επιλογής γι ανώμαλους όπου πηγαίναμε σαράντα άτομα-που σταδιακά αραίωναν. Τα μόνα μαθήματα που έχω πραγματικά συγκρατήσει είναι αυτά, οι εκπομπές του Τρίτου που άκουγα για παρέα στο διάβασμα και οι άπειρες συζητήσεις περί πολιτικής. Τα μαθήματα που θυμάμαι είναι αυτά που πολλοί συμφοιτητές μου κοροϊδεύανε γιατί μπορεί να μάς βάζανε κάποια ταινία ή εργασία. Εκείνα που ο Καθηγητής/η Καθηγήτρια ξέφευγε από το τετριμμένο και ξέκλεβε λεπτά από την ήδη παραφορτωμένη μέρα των εικοσάχρονων που σέρνονταν μεταξύ φορολογικού δικαίου και μαθητείας, για να μάς πει για τον Σωκράτη ή το θέατρο ή για να χαλάσει τη σούπα της υπερμίζερης ακαδημαικής ομερτά προτείνοντας όχι το βιβλίο κάποιου μέτριου συναδέλφου, αλλά το σαφώς ανώτερο σύγγραμμα που θα βρισκόταν εκτός επίσημης λίστας και προαποφασισμένης ύλης.
Φυσικά, όπως όλοι οι σοβαροί φοιτητές πέρασα ατέλειωτες ώρες βλέποντας ταινίες στο Αστυ και το Αστορ, στην Ιριδα και την Ελλη, διαβάζοντας εφημερίδες και παντελώς άσχετα προς τις σπουδές μου βιβλία από το αναγνωστήριο αρχικά, ελλείψει χρημάτων, και από την Πολιτεία αργότερα. Μάλιστα μού άρεσαν τα σημάδια των προηγούμενων αναγνωστών στα βανδαλισμένα εξωσχολικά βιβλία των δημόσιων βιβλιοθηκών, ένιωθα πως στις σημειώσεις τους και στις αυθαίρετες υπογραμμίσεις τους πάνω στη δημόσια περιουσία μπορούσα να δω κάτι που μοιάζει με συντροφιά.
Ισχυρίζομαι το εξής: οι σπουδές δεν έχουν να κάνουν πραγματικά με το πρόγραμμα σπουδών. Είναι μία ολόκληρη διανοητική περιπλάνηση σε πόλεις και λέξεις που περιλαμβάνουν τον Ντοστογιέφσκι και τον Αστικό Κώδικα (νομοθεσία με, κατ’ εξαίρεση, ωραία ελληνικά), τις ταινίες του Ταρκόφσκι και την ιστολογία, τη μελέτη υλικών και αλγορίθμων και την μελέτη της πόλης με τα πόδια, βράδυ, κουτρουβαλώντας κάπου μεταξύ Πολυτεχνείου και Εξαρχείων.
Πότε έχει κανείς χρόνο να μελετήσει διεξοδικά φιλοσοφία; Οχι πως θα καταλάβεις και πολλά πράγματα στα είκοσί σου, εκτός κι αν έχεις αληθινή κλήση (εγώ δεν είχα), αλλά θα μπουν κάποιες βάσεις για μελλοντικά αναγνώσματα. Και δεν σας μιλάει καμία εστέτ εδώ. Καταλαβαίνω πως είναι πιο σημαντικό να πάρει κανείς μία τεχνική εκπαίδευση και να βγάζει μισθό. Σύμφωνοι. Αλλά μετά από μερικούς μισθούς (που καθόλου δεν υποτιμώ την αξία τους) τα υπαρξιακά παραμένουν, οι αγωνίες με τις οποίες αναμετράται η θρησκεία και η ηθική, η λογοτεχνία και τα εικαστικά είναι εκεί έξω.
Μία καλή συζήτηση στο αμφιθέατρο, μισός καλός καθηγητής φτάνουν και περισσεύουν για να μάθεις γράμματα, αρκεί να θες να ψάξεις το «κάτι παραπάνω» που ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό σύστημα-και μερικοί κομπλεξικοί «διανοούμενοι»- προσπαθούν να σε πείσουν πως δεν προορίζεται για σένα που ανεβοκατεβαίνεις τη Σόλωνος και την Πατησίων. Κι όμως, ο χρόνος των σπουδών είναι η πραγματική ευκαιρία που έχουν αδιαμόρφωτες προσωπικότητες με άχυρο αντί για κεφάλι να γίνουν άνθρωποι που προβληματίζονται και συζητούν και που γνωρίζουν βιωματικά ότι υπάρχουν ηδονές ασυναγώνιστες, όπως η κλασική μουσική ή το θέατρο.
Δεν έχω καμία νοσταλγία για τα φοιτητικά μου χρόνια. Να μού λείπουν. Δεν θα ξαναδιάβαζα υποχρεωτικά μισή σελίδα. Δεν μπορώ να το κάνω. Είμαι πολύ ευτυχισμένη που διαμορφώνω το αναγνωστικό μου πρόγραμμα εγώ η ίδια και που εκτίθεμαι σ’ αυτό που πλέον αναγνωρίζω ως αρτηριοσκληρωτικό τρόπο σκέψης των ακαδημαϊκών φίλων μου σε δόσεις που μπορώ να διαχειριστώ. Ομως, τα σκέφτομαι όλ’ αυτά γιατί το πρόβλημα της φοιτητικές στέγης είναι σκανδαλώδες! Πολλά παιδιά δεν ξέρουν αν μπορούν να πάνε να μείνουν εκεί που πέρασαν.
Η λύση δεν είναι ούτε η τηλεκπαίδευση ούτε οι μετεγγραφές. Η τηλεκπαίδευση είναι κοροϊδία. Μπορείς να διαλέξεις διαδικτυακά μαθήματα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Το τοπικό, εθνικό πανεπιστήμιο επιτελεί άλλη λειτουργία: σε βγάζει απ’ το χωριό σου, το μυαλό σου και τον κοινωνικό σου κύκλο και σ’ αναγκάζει να πάρεις το 608, το τρόλεϊ ή τα πόδια σου, να περπατήσεις μέσα στην πόλη και να συνυπάρξεις με άλλα 200 μετέφηβα σ’ ένα μάθημα όπου κάποιος καλός άνθρωπος θα πασχίσει να σού εξηγήσει τη σημασία των ηθικών διλημμάτων του Ρασκόνλικοφ. Οι μετεγγραφές-αίτημα αυτές τις μέρες των νυν και αεί παραπλανημένων φοιτητικών συλλόγων που άγονται και φέρονται από κάθε φαντασμένο-με τρομάζουν, γιατί μυρίζουν παιδικό δωμάτιο και βάλτωμα στο σπίτι με γονείς.
Η μία έρευνα μετά την άλλη δείχνουν ότι οι νέοι στην Ευρώπη δυσκολεύονται να ξεκολλήσουν από το σπίτι. Ακόμη κι αν βγουν απ’ το κουκούλι, περνούν άπειρο χρόνο κοινωνικοποιούμενοι με τη μαμά. Δεν γράφονται στην κινηματογραφική λέσχη της σχολής τους; Δεν πάνε στο αναγνωστήριο; Πρέπει να τα κάνεις ελκυστικά αυτά τα πράγματα, για να μπορέσουν να τραβήξουν κάτι παραπάνω από τους συνήθεις υπόπτους. Αν πας στις πολιτιστικές λέσχες και στις μη κομματικές οργανώσεις των εγχώριων πανεπιστημίων, θα νομίσεις ότι οι αίθουσες που τους παραχωρούνται είναι έκθεση μεταχειρισμένων επίπλων με σκόρο. Θέλω να πω, λίγη υλικοτεχνική στήριξη σε κάτι που δεν είναι κομματική νεολαία (δηλαδή κλακαδόροι) δεν βλάπτει. Τα παιδιά τρέχουν χίλια δυο πράγματα στον ελεύθερο χρόνο τους και χωρίς πόρους, με αποτέλεσμα να γαλουχούνται στην εξής ενοχή: δεν μπορείς πραγματικά να νομίζεις ότι το μάθημα φορολογικού δικαίου είναι ίσης αξίας με τη διάλεξη για τον Ρασκόλνικοφ. Γιατί όμως;
Τρέμω στην ιδέα γιατρών ή δικηγόρων που δεν διαβάζουν δοκίμια και δεν πηγαίνουν στο θέατρο. Το ίδιο με τρομάζει το ενδεχόμενο οι μηχανικοί να μην μελετούν λογοτεχνία και ιστορία, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι αποτελούν την οικονομική και σύντομα την πολιτική ελιτ της εποχής μας. Λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις για ένα σωρό πράγματα που καθορίζουν τις ζωές μας. Είναι σκέτη φρίκη η ιδέα πως μες στα μυαλά τους ρέει μόνον αυτός ο τεχνοκρατικός λόγος που απανθρωποποιεί και δημιουργεί ύπουλες αποστάσεις ανάμεσα στον «ειδικό» και το «αντικείμενο», στο «πρόβλημα» και αυτόν που το «επιλύει». Ακόμη και με ηθικούς φιλοσόφους μπορείς να πιάσεις κουβέντα και να σού σηκωθεί η τρίχα από τη μονομέρεια της σκέψης τους. Οι άνθρωποι έχουν περάσει τόσους αιώνες χωμένοι στα τρίσβαθα του ακαδημαϊκού λάκκου με τα φίδια που το μόνο για το οποίο μπορούν να μιλήσουν είναι οι ίντριγκες και η χρηματοδότηση που δεν παίρνουν. Ή να πουν/γράψουν ακαταλαβίστικα και περισπούδαστα για κάποιο απολύτως εξειδικευμένο παρακλάδι κάποιου ειδικού επιχειρήματος για μυημένους. Ας θυμηθούμε, εντωμεταξύ, ότι οι μεγάλοι ήταν πολυσχιδείς. Ο Ανταμ Σμιθ ασχολήθηκε με τα οικονομικά (τα οποία «γέννησε» ως επιστημονικό κλάδο), αλλά και την ηθική και αυτό που τώρα είναι ψυχολογία. Διάφοροι σοβαροί οικονομολόγοι, ειδικά μετά το 2008, θεωρούν επικίνδυνη τη συζήτηση περί οικονομικών χωρίς τη μελέτη της ιστορίας και τις ματιές στην πραγματικότητα που εξασφαλίζει το σινεμά ή το να διαβάζεις εφημερίδες.
Εχετε παρατηρήσει πως είναι σαν να μιλάμε άλλες γλώσσες οι διάφορες φυλές των «μορφωμένων» ανθρώπων; Αν δεν βγει κανείς πραγματικά από τα στενά όρια της επιστήμης ή της πρακτικής του, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το τσατμποτ. Ορκίζομαι, έχω δει αυτό το γυάλινο βλέμμα του ειδικού τόσες φορές στη ζωή μου! Κι έχω καθίσει να μού εξηγήσουν πράγματα με ύφος απροκάλυπτης υπεροχής μάνατζερες, κόντεντ σπέσιαλιστς, δικηγόροι κλπ. νιώθοντας πως δεν θέλουν όντως επαφή, αλλά να πουν τις λέξεις που μάθανε να λένε, να κάνουν επίδειξη της εξειδικευμένης φύσης της κατάρτισής τους.
Η συζήτηση με τον ίδιο μας τον εαυτό είναι σαν να βρίσκεται υπό τη διαρκή πειρατεία του LinkedIn. Είναι η λογική που σε θέλει ένα πράγμα μόνον. Ενα συγκεκριμένο πράγμα που ιδανικά περιγράφεται με μία λέξη και δύο μισόλογα: ποινικολόγος, καρδιολόγος, καθηγητής γαλλικών. Το αφήγημα της ζωής μας πρέπει να είναι απλό και να οδηγεί με προβλέψιμο τρόπο σε κορυφώσεις: πρώτα σπούδασα το χ, έκανα ένα μεταπτυχιακό, δυο σεμινάρια, τρία χρόνια δουλειάς «πάνω στο αντικείμενο μου» (αυτή η φρίκη) και τώρα ζητώ διορισμό, π.χ. στο δημόσιο. Είναι ένας κάπως περιοριστικός τρόπος να μιλάς για τη ζωή σου. Βασικά, μοιάζει πολύ σαν να βρίσκεσαι σε μια μόνιμη συνέντευξη για δουλειά. Να μην παρεξηγηθώ, είναι φοβερή δεξιότητα να πείθεις ανθρώπους να σε προσλαμβάνουν ή να σου δίνουν λεφτά, επειδή ξέρεις να πουλάς μία συγκεκριμένη αφήγηση. Δεν χρειάζεται, όμως, να ζεις και διαρκώς μέσα της, εμμονικά, μίζερα και τελικά περιοριστικά.
Ενας άνθρωπος είναι χίλια δυο πράγματα. Και μία από τις μεγαλύτερες χαρές του να μεγαλώνει κανείς είναι αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση. Κανείς δεν πρόκεται να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα, το εύρος, την απεραντοσύνη του εσωτερικού του κόσμου, αν δεν αφεθεί να περιπλανηθεί στην ιδέες, τις τέχνες, τα στυλ ζωής, ακόμη και τις δουλειές. Τα άχρηστα μαθήματα που διαρκώς εξοβελίζονται από τα προγράμματα σπουδών είναι μία πολύτιμη άσκηση στην τέχνη της ζωής. Είναι το απόθεμα που ψάχνουν και δεν βρίσκουν οι ματαιωμένοι ενήλικες που αναφωνούν: μα τι ζωή είναι αυτή και ποιο το νόημα της;
