Εχετε βγάλει ποτέ σέλφι κατά λάθος; Αυτό που πας ν’ ανοίξεις την εφαρμογή της τράπεζας, για να πληρώσεις το ενοίκιο, αλλά είναι ανοιχτή η φωτογραφική του κινητού και συλλαμβάνει τα σπυράκια, τη ρυτίδα, το μάτι που αλληθωρίζει ή το δέρμα μετά από έναν κακό ύπνο στο αεροπλάνο; Το ’χω πάθει εγώ. Αλλά δεν τρόμαξα τόσο όσο τις προάλλες που, σ’ ένα μαγαζί που πουλάει ζουμερά ψητά κρεατικά, ένα κορίτσι αντί να καταβροχθίζει έβγαζε φωτογραφίες το πρόσωπό της. Φαινόταν πραγματικά ευτυχισμένη, ερχόμενη απ’ αλλού, διακοπές, ήλιος κ.λπ. Τι θ’ απογίνει όταν θ’ αλλάξει η αυτοεικόνα της;
«Αντί να βλέπουμε πραγματικά τους εαυτούς μας, πορευόμαστε με μία ιδέα του εαυτού μας», γράφει η Siri Hustvedt στο δοκίμιό της Outside The Mirror. Και συνεχίζει: Ολοι ξέρουν πως μπορεί να κάνουμε λάθος σε ό,τι αφορά την αυτοεικόνα μας, ειδικά σε σχέση με το σώμα. Είμαι όμορφη ή άσχημη ανάλογα με το τι μου ’χουν πει πρόσφατα οι σημαντικοί άλλοι. Πηγαίνω σ’ ένα συγκεκριμένο κομμωτήριο που με λούζει με κομπλιμέντα πριν με λούσει κανονικά. Δεν ανέχομαι γυμναστές που με κάνουν να νιώθω χοντρή κ.ο.κ.
Η αυτοεικόνα μου είναι μια χίμαιρα. Εξαρτάται από την ημέρα του κύκλου της περιόδου, τον ύπνο μου, τις τροφές και την κατάσταση στα προσωπικά μου. Δεν βγάζω σέλφις. Δεν θέλω να με «απαθανατίσω». Διεκδικώ το δικαίωμα να πορεύομαι στον κόσμο με την ιδέα, όχι με την εικόνα του σώματος. Περπατώ μ’ αυτή τη γενική εντύπωση που περιγράφει η Hustvedt: φαντάζομαι μέσες άκρες πώς δείχνω ή ποια είμαι, αλλά δεν με νοιάζει να ελέγξω κάθε λεπτομέρεια. Τις περισσότερες ώρες της μέρας τα πάω καλά με τον εαυτό μου επειδή δεν ασχολούμαι μαζί του.
Είναι κάπως βίαιο να πρέπει όλη μέρα ν’ ασχολείσαι με τον εαυτό σου. Από το να εφαρμόσεις τις κατάλληλες κρέμες, μέχρι να γράψεις στο ημερολόγιό σου/στο Linkedin/στο bio λίγα λόγια για σένα, μέχρι να πας στον ψυχίατρο και να λες πάλι τα δικά σου, μήπως η περιποίηση του εαυτού κρατάει πολύ; Παρένθεση: ο David Lodge το 1995 μάς χάρισε τον Laurence Passmore (!), τον μυθιστορηματικό χαρακτήρα του βιβλίου Therapy [Θεραπεία], έναν τύπο που έχει όλο το πακέτο της ευτυχίας της δεκαετίας του ’90, καριέρα, γυναίκα, σπίτι, αμάξι και λεφτά. Το μόνο του πρόβλημα; Είναι διαρκώς ανικανοποίητος και ανήσυχος. Δοκιμάζει χειρουργείο, ψυχανάλυση, αρωματοθεραπεία και θεραπεία με βελονισμό. Ακόμη και Κίρκεγκωρ διαβάζει. Δεν του περνάει απ’ το μυαλό να πάψει να είναι το κέντρο του σύμπαντος. Κλείνει η παρένθεση.
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο παντελόνι που όταν το φοράς νιώθεις όπως εκείνη εκεί η ηθοποιός που το είχε φορέσει στη διαφήμιση παντελονιού. Ή, μάλλον, γίνεσαι κάποια άλλη. Τσαλαβουτάς μέσα σε μία εικόνα για σένα την ίδια που ελάχιστη σχέση έχει με το ύφασμα, πιο πολύ έχει να κάνει με μία συγκεκριμένη ιδέα. Η Hustvedt λέει τα εξής απελευθερωτικά: «Κοιτάζομαι ελάχιστα στον καθρέφτη και μετά βγαίνω, αγνοώ με μεγάλη χαρά την εμφάνισή μου ενώ ζω τη ζωή μου». Οκέι. Η Hustvedt εν τω μεταξύ είναι αυτό που θα ’λεγε κανείς… θεά (πιστεύω τα σκανδιναβικά γονίδια βοηθούν). Αρα, το απόσπασμα χάνει μέρος της αξιοπιστίας του. Και πάλι, όμως, η ιδέα πάει κόντρα στον τρόπο που γαλουχείται ο σύγχρονος άνθρωπος: κοιτάζομαι όλη μέρα στον καθρέφτη και βρίσκομαι σε διαρκή ετοιμότητα για ερασιτεχνικό γύρισμα με κοντινά πλάνα στον εαυτό μου. Είναι κάπως άβολο. Μπορεί να θέλω να με αγνοώ;
Γίνεται να πάψω να με βλέπω σαν κάτι που θέλει συνεχή επιδιόρθωση. Δαπανώνται, όμως, τεράστια ποσά ώστε να μην το κάνω. Τα οικονομικά εν προκειμένω είναι απλά: αν δεν χρειάζομαι επιδιόρθωση, παύω να αγοράζω προϊόντα και υπηρεσίες βελτίωσης και συντήρησης. Με λίγα λόγια, αν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε πιο θετική εικόνα για τον εαυτό του, θα βλάπτονταν οι πωλήσεις. Το κόλπο είναι να μας κρατάς κυρίως δυσαρεστημένους, αλλά όχι και διαρκώς απελπισμένους σε ό,τι αφορά τα μαλλιά, τα δόντια, τα ρούχα, τα μάτια, τα νύχια και το σωματικό βάρος μας. Χρειάζεται από τη μία να νιώθουμε χάλια για τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά όχι τόσο χάλια ώστε να μην αγοράζουμε. Το ιδανικό status είναι: απελπισμένος που αγοράζει και ποστάρει σαν σε μανιακό επεισόδιο. Ομως, η συρρίκνωση της ζωής στο επίπεδο της καταναλωτικής επιλογής είναι τουλάχιστον βαρετή και μίζερη – χώρια που μάλλον οι περισσότεροι άνθρωποι γίνονται μοναχικοί και καταθλιπτικοί όταν περνούν υπερβολικά πολύ χρόνο ν’ αυτοθαυμάζονται ή να σκρολάρουν ανάμεσα στα πλάνα της θαυμαστής ζωής των άλλων.
Πώς να το κάνουμε; Οι άνθρωποι χρειάζονται το υψηλό, έχουν ανάγκη να πιστεύουν σε κάτι, για να μην τους καταπιεί το Angst. Δεν μπορείς να ζήσεις όντως σαν τη γάτα ή τον σκύλο σου, ευτυχισμένος με το νέο σου παιχνίδι και με τη βέλτιστη ξηρά τροφή, γιατί πολύ απλά ο σκύλος και η γάτα σου δεν σκέφτονται συνέχεια τον θάνατο, τη δημιουργικότητα, την ηθική κι ένα πλέγμα από τρομαχτικά πράγματα που σε κάνουν ευάλωτο και…ανθρώπινο. (Επίσης η γάτα σου δείχνει πανέμορφη όλες τις ώρες της μέρας χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια. Για σένα αυτό δεν ισχύει, αλλά σου εύχομαι να βρεις κάποιον που να ισχυρίζεται το αντίθετο κάθε πρωί).
Στον πίνακα του ζωγράφου Vilhelm Hammershoi Woman Seen From The Back (1888) βλέπουμε μία γυναίκα που μας έχει γυρίσει την πλάτη. Διακρίνονται ο λαιμός, η ποδιά, το μαύρο ρούχο της κι ένα τραπέζι. Λατρεύω αυτά τα ψυχρά χρώματα, τη σαγήνη ενός προσώπου που το φαντάζομαι, δεν μου το δείχνουν (μπορείτε να θαυμάσετε τον πίνακα εδώ). Πήγα και το είδα από κοντά, είναι σε μία αίθουσα της Πινακοθήκης της Κοπεγχάγης, στο πλάι μπαίνοντας στη Δανέζικη Τέχνη, μπορεί να το προσπεράσεις, άμα δεν έχεις τον νου σου.
Περίμενα τα πλήθη να ξεπεράσουν τον αρχικό τους ενθουσιασμό και να προχωρήσουν σε άλλες αίθουσες ώστε να μείνω μόνη μ’ αυτήν τη γυναίκα. Με ηρεμούσε το κρύο φως, ο σκυμμένος λαιμός της, είναι δύσκολο να κάνεις κάτι τόσο μεγαλειωδώς ταπεινό. Η γυναίκα δεν με κοίταζε κι έτσι δεν χρειαζόταν να με κοιτάξω ούτε εγώ. Μπορούσα ν’ αφήσω στο πλάι τον εαυτό μου και να βυθιστώ σ’ έναν ήσυχο διαλογισμό που ξεκινούσε από τη γραμμή του λαιμού της, για να φτάσει στο μαύρο του ρούχου της. Κατάλαβα γιατί ο πίνακας με ηρεμούσε τόσο πολύ: ανάπαυλα από αυτήν την υπερέκθεση σε πρόσωπα. Ακόμη και τα μηχανήματα έχουν πια «πρόσωπο». Οπου κι αν στρέψω το βλέμμα βλέπω έναν κόσμο βγαλμένο απ’ το κεφάλι του Αντι Γουόρχολ και των δημιουργών του βιντεοπαιχνιδιού The Sims.
Την ίδια γαλήνη νιώθω μπροστά στο προγενέστερο (περί το 1658) δρομάκι στο Ντελφτ του Johannes Vermeer (το Rijksmuseum, η μεγάλη πινακοθήκη του Αμστερνταμ, έχει εξαιρετική ιστοσελίδα και μπορείτε να δείτε το αριστούργημα σε υψηλή ανάλυση εδώ). Οι γυναίκες κάνουν τις δουλειές τους. Στο δρομάκι επικρατεί ησυχία. Μερικά συννεφάκια χάνονται σ’ ένα μοναδικό μπλε. Χρώματα που κάνουν το μυαλό μου να χοροπηδάει. Δεν μoυ επιστρέφουν το βλέμμα. Η ζωή στο στενό συνεχίζεται και ταυτόχρονα ακινητεί στην αιωνιότητα. Οπως και στην πασίγνωστη κοπέλα με το γάλα (1660) κοιτάζω τον τοίχο σαν τσόφλι αυγού και το γάλα που ρέει (δείτε το εδώ). Η κοπέλα, χωρίς να με βλέπει, συνεχίζει τις «σκηνές από μία καθημερινότητα» που δεν παίζει διαρκώς με την αυτεπίγνωση, δεν ξέρει ότι την παρατηρούν.
Η ιδέα ότι κανείς δεν μας βλέπει είναι πραγματικά δυσβάσταχτη. Εχουμε τόσους αιώνες πολιτισμού πίσω μας όπου οι πιστοί κάποιων πολύ επιδραστικών θρησκειών πίστευαν πως οι πράξεις τους είναι όχι απλώς ορατές αλλά και αντικείμενο καταγραφής και βάση για κρίσεις περί δικαίων και αδίκων. Είναι μάλλον πένθιμη και σκοτεινή η ιδέα πως πορεύεσαι στον κόσμο και κανένας φύλακας άγγελος δεν περπατάει στο πλευρό σου, καμία μεγάλη ιδέα δεν ορίζει τη δράση σου. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι στη θέση του θεού ή του λαού, της θρησκείας ή της πολιτικής, προτιμούμε αυτό το χαμηλής αισθητικής χειροποίητο ριάλιτι; Μερικές φορές θέλω να βάζω ό,τι βρω μπροστά μου και να γυρίζω στις πινακοθήκες και στους καθεδρικούς.
