Τι είναι η Ευρώπη; Τα καφέ, οι γέφυρες, ο χριστιανισμός, η Αθήνα, το ολοκαύτωμα, οι Φλαμανδοί ζωγράφοι, ο Ροτ, ο Τόμας Μαν, η μουσική του μπαρόκ. Μπορεί να είναι αυτό που περπατιέται (βλ. Τζωρτζ Στάινερ, η Ιδέα της Ευρώπης, Δώμα), ένα νήμα από τη Ρώμη στη Βιέννη, ή μία δέσμη αξιών. Κι άλλα θα μπορούσα να πω, ολόκληρη λίστα με αυθαίρετους θησαυρούς και ντροπιαστικές στιγμές, θα προσέθετα τα περισσότερα μεγάλα μουσεία του Παρισιού ή κάμποσα καλά μυθιστορήματα, αλλά εδώ θέλω να εστιάσω αλλού. Στη μαθητεία.
Μα, κατ’ αρχάς, ποιος ασχολείται με την Ευρώπη; Η Ευρώπη γίνεται μία αναπαράσταση της «Ευρώπης», ένα μέρος όπου τουρίστες καταλαμβάνουν το κέντρο και εποπτεύουν σκηνοθετημένες όψεις ενός τρόπου ζωής που διαρκώς ακριβαίνει. Στα βιεννέζικα καφέ δεν ακούς γερμανικά και στην Ελλάδα ο ντόπιος πληθυσμός έχει εκτεθεί τόσο πολύ σε μία εικόνα του εαυτού του νοσταλγική και «παρεΐστικη», που ’χει ξαναπιάσει το μπουζούκι και τα λευκά παραδοσιακά ποτά.
Ταυτόχρονα, υπάρχει όλη αυτή η ιδέα πως η Ευρώπη ξόφλησε. Είναι σε παρακμή. Είναι μία ιδέα που μαλακώνει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των ανθρώπων, τους κάνει νωθρούς, παρατημένους κι αφήνει χώρο σ’ όσους οραματίζονται έθνος-κράτος, λάβαρα, μίζερη περιχαράκωση και την επικράτηση μίας χωριάτικης λογικής όπου ασφάλεια σημαίνει να περιβάλλεσαι απ’ τους ομοίους σου. Εν ολίγοις, το «ξόφλησε η Ευρώπη», όταν δεν είναι λόγος γνησίως ακροδεξιός, είναι μία αφελής παραχώρηση πεδίου στην ακδροδεξιά, μία υποχώρηση (βλ. και για τις ακροδεξιές καταβολές και απολήξεις της ιδέας της Παρακμής Της Δύσης, στον Στ. Ζουμπουλάκη, 800 μετ’ εμποδίων, σελ. 107-109, Πόλις).
Στο εξαίρετο, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, μυθιστόρημα Αμερικανική Αγωγή (Μπεν Λέρνερ, Δώμα), η γλώσσα γίνεται όπλο. Μπορείς να μάθεις από μικρός πώς να κάνεις αυτό που στο βιβλίο λέγεται «σφυροκόπημα» (η μετάφραση είναι, ως συνήθως, ευφάνταστη). Γίνεται να πας σε ρητορικούς ομίλους, στις νομικές, στα δωμάτια debate και να μάθεις να τα λες και έτσι και αλλιώς, γρήγορα, καταιγιστικά, σαν να παράγεις «κόντεντ». Δεν χρειάζεται να πιστεύεις όσα βγαίνουν από το στόμα σου, αρκεί να πείθεις. Είναι μία λογική με την οποία έχουμε γαλουχηθεί εμείς, τα παιδιά της δεκαετίας του ’90. Η γλώσσα όχι ως μέσο επικοινωνίας, αλλά ως τρόπος συντριβής του αντιπάλου. Μία επίδειξη ισχύος, ένα εργαλείο που το απλώνουμε σαν την ουρά του παγωνιού και πλήττουμε γονείς, φτωχούς, αμόρφωτους, συναδέλφους, χρήστες του Ιντερνετ. Ενας τρόπος ν’ ασκήσουμε κι εμείς τη φυτουκλίστικη εξουσία μας ή τη βία μας – απάντηση στη βία που μας έχει ασκηθεί.
Κολυμπώντας στα ρηχά της διανόησης, είμαστε ειδικά εκπαιδευμένοι να φαντάζουμε πολυσχιδείς και βαθύτατοι (όπως ακριβώς αποδεικνύει και αυτή εδώ η φράση). Εχουμε δύο και τρία πτυχία που μας επιτρέπουν: πρώτον, να τρώμε με το κεφάλι ψηλά στα οικογενειακά τραπέζια, δεύτερον, να τους ταπώνουμε όλους και, τρίτον, να μη χωρεί αμφισβήτηση πως πραγματικά τα ξέρουμε όλα, οπότε μπορούμε να πάψουμε να σκεφτόμαστε εδώ και τώρα, δηλαδή περίπου στα 29, όταν ξεμπερδεύει με τις σπουδές του το μέσο υπερμορφωμένο μιλένιαλ. Ξέρουμε πώς να μεταχειριζόμαστε τα λεκτικά που σε κάνουν να φαίνεσαι βαθύς ή ενήμερος σε κάθε περίσταση. Μπορούμε να περάσουμε λίγο χρόνο στα κανάλια της εναλλακτικής Δεξιάς και μετά να ακουγόμαστε πιο συντηρητικοί κι από τον πιο κοκκινολαίμη οπαδό του Τραμπ, ύστερα μπορούμε να μπούμε στις σελίδες της άκρας Αριστεράς και να πάρουμε κι από εκεί κάτι και να μιλάμε για μερικές ημέρες με νεομαρξιστικό λεξιλόγιο. Ολα αυτά ξέρουμε να τα κάνουμε, αλλά κυρίως ξέρουμε να φτιάχνουμε γρήγορες μολότοφ από επιχειρήματα, χωρίς να σκεφτόμαστε πραγματικά κάτι πέρα από την κατασκευή και το «κόντεντ του επιχειρήματος». Σ’ αυτό εκπαιδεύονται από καιρό άριστα και οι μεγαλύτεροι λόγω του εθισμού τους στο Facebook. Είναι μία βλακεία που σου συστήνεται σαν άκακη λεκτική μαγκιά.
Αν η «Αμερικανική Αγωγή» είναι ένα βιβλίο (και) για τη βία των λέξεων και τον κατακερματισμό της αλληλεπίδρασης. Αν μιλά για τον εκβαρβαρισμό και την αποχαλίνωση του να λες πράγματα χωρίς απαραιτήτως να τα εννοείς, αν λέει γι’ αυτό το ξεγλίστρημα του νοήματος, για το άδειασμα της γλώσσας, για το κενό μέσα μας εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται λέξεις που μας αφορούν προσωπικά, σκέφτομαι πως μας αφορά κι εμάς, άμεσα. Στην Ευρώπη, δεν έχουμε Τραμπ, αλλά τους ομοίους του και χρειαζόμαστε λιγότερο λεκτικό «σφυροκόπημα», λιγότερη ηδονή απ’ την εκφορά ενός λόγου που αποσκοπεί στη συναισθηματική εξουθένωση του αντιπάλου. Χρειαζόμαστε περισσότερο κοινό έδαφος, μια κοινή γλώσσα.
Και μ’ αυτό δεν εννοώ να μάθουμε όλοι γαλλικά και τέτοια, γιατί καμία όρεξη δεν έχω να μάθω μία συγκεκριμένη γλώσσα ή να μου επιβληθεί να μάθω αυτήν (π.χ. μίας πρώην αποικιοκρατικής δύναμης) αντί για κάποια άλλη που προτιμώ εγώ. Οταν λέω κοινή γλώσσα, εννοώ τη μαθητεία σε μία ιδέα της Ευρώπης που περιλαμβάνει τα καφέ, τη φιλοξενία των κατατρεγμένων και τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης (όπου ο ήρωας μαθαίνει κάτι μετά από κάποιες ταπεινώσεις), το σιωπηλό περπάτημα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, τη γνώση της Ιστορίας, τη δημοκρατική εγρήγορση, τα ποιήματα που συνδέουν το Δουβλίνο με την Αθήνα, τα τοπία στους πίνακες των μεγάλων μουσείων, το Ολοκαύτωμα, τις δικτατορίες, τους διωγμούς, την περιήγηση με το σώμα ανάμεσα στα μνημεία. Ολα αυτά που κάνουν την Ευρώπη Ευρώπη.
Ολα τα παιδιά που πάνε σήμερα σχολείο και οι περισσότεροι εγγράμματοι ενήλικες θα μπορούσαν να γράψουν μια έκθεση ιδεών για την Ευρώπη, να περάσουν κάποιο εισαγωγικό μάθημα για όλα αυτά στο πανεπιστήμιο, να ψελλίσουν δυο λέξεις υπέρ ή κατά, να κραυγάσουν στο Facebook πως η Ευρώπη έτσι και η Ευρώπη αλλιώς. Oμως, για να υπερασπιστείς κάτι αληθινά πρέπει να το αγαπάς, κι αυτό σημαίνει, πρωτίστως, να το ξέρεις. Και για να ξέρεις κάτι, πρέπει να έχεις τις λέξεις να το σκεφτείς και να μιλήσεις γι’ αυτό.
Φαντάζομαι, λοιπόν, μία αγωγή όπου δεν μαθαίνεις να ταπώνεις, αλλά ν’ ακούς τους άλλους. Που δεν παίρνεις πόντους επειδή αποδόμησες, αλλά επειδή συγκρότησες μία σκέψη. Eνα μάθημα Iστορίας που περιλαμβάνει την περιπλάνηση στην Πολωνία και τη Γερμανία ή σε καθεδρικούς. Μία αγωγή του πολίτη που δεν παίρνει τη δημοκρατία για δεδομένη. Μία άλλου είδους ρομαντική εποχή μέσα σε μία εποχή προκατάληψης απέναντι σε ό,τι δεν παίρνει τον εαυτό του τόσο πολύ στα σοβαρά, ώστε να τα τρέπει όλα σε αστεία μετα-σχόλια με αυτοαναφορική αφήγηση. Χρειαζόμαστε έναν ενημερωμένο ρομαντισμό – δεν αναφέρομαι στο ρεύμα της τέχνης, αλλά στην άρνηση του κυνισμού από απόφαση και προφανώς είναι δύσκολο να μην είναι κανείς κυνικός όταν σκοτώνονται παιδιά στη Γάζα, όταν «επιτρέπεται» να σκοτώνονται κι εμείς να κοιτάμε.
Αυτή η ρομαντική τάση λάμπει σαν υπόσχεση στην τελευταία φράση του μυθιστορήματος του Λέρνερ. Λέει «αισθάνθηκα αμήχανα, αλλά πίεσα τον εαυτό μου να συμμετάσχει, να αποτελέσει κομμάτι μίας μικρής δημόσιας ομιλίας όπου οι άνθρωποι μάθαιναν και πάλι, αργά αργά, πώς να μιλούν, μέσα στο γενικό σφυροκόπημα». Νομίζω εδώ πρέπει να σταθούμε στο «αισθάνθηκα αμήχανα, αλλά πίεσα τον εαυτό μου». Ας πιέσουμε τους εαυτούς μας ν’ ακούσουμε τις λέξεις των άλλων, να περπατήσουμε στην ησυχία, να τ’ αχρηστέψουμε τα σφυριά μας, γιατί από καιρό χτυπάμε, αλλά χτυπιόμαστε κι εμείς.
