«Είναι ο τύπος που έκανε την κραυγή» λέει μ’ αμερικάνικα αγγλικά μία κοπέλα στον φίλο της. Φοράνε αυτά τα χίπστερ σκουφάκια κι είναι το μόνο πράγμα με χρώμα πάνω τους, από κάτω στολή Βερολίνου: μαύρα. Την Κραυγή την είχα δει σ’ ένα μπαρ των εξαρχείων σε φτηνιάρικο διακοσμητικό αντίγραφο όταν σπούδαζα στην Αθήνα. Ο μικροσκοπικός σχεδόν άτεχνος πίνακας μού μίλησε. Ηταν μια περίοδος που πάθαινα πανικούς κάμποσες φορές τη μέρα μόνη μου. Δεν είχα λόγια να το περιγράψω τότε, μετά βρήκα. Ενιωθα τον κόσμο να γίνεται χυλός και να με καταπίνει, τα χρώματα ν’ απλώνουν και να γυρίζουν καταπάνω μου, επιθετικά, να θέλω να πιάσω το πρόσωπό μου να το βγάλω σαν μάσκα περιποίησης. Είδα τον πίνακα και είπα: αυτό ακριβώς νιώθω. Μια ρουφήχτρα, μια καταπακτή έχει ανοίξει και μού ρουφάει το μυαλό για δευτερόλεπτα.
Μετά από χρόνια αξιώθηκα να τον δω από κοντά. Σε μία περιοδική έκθεση στο Αμστερνταμ. Ηταν μικρούλης και σαν μισοτελειωμένος. Ενα παιχνίδι με ξυλομπογιές. Το στόμα τρύπα, το τρομερό ανθρώπινο πρόσωπο που ρουφιέται προς τα μέσα, τα χρώματα μια δίνη. Μοιάζει μ’ εκείνο το θρίλερ, Scream (κραυγή) κι ο κόσμος έκανε ουρές για να το δει εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα στο Αμστερνταμ, τόσες ουρές που παρατρίχα πρόλαβα να δω λίγο κι εγώ πριν μάς πετάξουν έξω απ’ το μουσείο.
Τώρα, στο Βερολίνο, η Berlinische Galerie παρουσιάζει τη μεγάλη έκθεση Edvard Munch Zauber des Nordens(15.09.2023-22.02.2024) όπου και έσπευσα όπως σπεύδουν στις εκκλησίες οι πιστοί και προσευχόμενη να μην μ’ απογοητεύσει-φοβόμουν μια τουριστική παγίδα. Σ’ αυτό το σημείο να πω ότι αυτό εδώ το κείμενο δεν έχει καμία σχέση με το πρωτοχρονιάτικο χανγκόβερ ή ίσως να έχει κάποια λίγη, γιατί ο Μουνκ ήταν μεγάλος πότης, όμως γι αυτό παρακάτω. Το κείμενο αφορά την τρέχουσα έκθεση με έργα του Μουνκ στο Βερολίνο-ένα κορυφαίο γεγονός του φετινοπερσινού εικαστικού χειμώνα. Ή ούτε αυτό. Είναι η σύντομη ερωτική επιστολή μου/προσευχή μου στον ζωγράφο και θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: σ’ ευχαριστώ που σκέφτηκες να ζωγραφίσεις τη ζήλια και το άγχος και τον φόβο του θανάτου, κοίταζα τους πίνακές σου στο ίντερνετ και κάτι ησύχαζε επιτέλους μέσα μου.
Αυτή τη φορά έκλεισα από νωρίς, ναι έκλεισα από πολύ νωρίς εισιτήριο. Και όντως η έκθεση ήταν πήχτρα και σχεδόν βγήκα εκτός χρόνου και τόπου-δεν το λέω από υπερβολή κι ας ακούγεται έτσι, μού πήρε ώρα να προσγειωθώ στην πραγματικότητα μετά την επίσκεψη και ο κρύος αέρας πάντα βοηθάει. Αγνόησα τις ουρές και τον κόσμο που φωτογράφιζε/κατανάλωνε τους πιο σκοτεινούς πίνακες με το πιο φωτεινό άι φόουν (γιατί; κοίτα το λίγο!)- τίποτα δεν μπορούσε να κλονίσει την πίστη μου στην ανθρωπότητα, ένιωθα πάλι κάτι θρησκευτικό κι ήμουν έτοιμη για κάτι πολύ καλό, πήγαινα για τη μεγάλη σύνδεση με τους ανθρώπους γύρω μου και σ’ όλους τους αιώνες, ενώ ταυτόχρονα έτρεμα μια τουριστική παγίδα, τύπου βερολινέζικο κλαμπ για ψευτοσκοτεινές ψαγμένες/χαμένες ψυχές.
Η έκθεση ήταν η απόλυτη δικαίωση. Δάγκωσα έναν καρπό χρωμάτων που δεν μπορώ να τον περιγράψω-πρέπει να το δεις, το αντίστοιχο θα ήταν να τρως αυτές τις πολύχρωμες τρελομπαλίτσες που χοροπηδάνε. Δέντρα σαν φλέβες, πρόσωπα μάσκες, χορτάρια πράσινα χλοερά, ήλιοι σαν γάλατα, μαλλιά σαν φύκια, φορέματα σαν σάβανα/πέπλα θανάτου κι ένα υψηλού επιπέδου στήσιμο που συνέβαλε στην αυτομυθολόγηση της πόλης του Βερολίνου. Α, πόσο φρόντισαν να μάς πουν για τα μπαρ με κρασί όπου σύχναζε ο μεγάλος καλλιτέχνης/μεγάλος πότης πριν γίνει μεγάλος. Πόσο καλά μάς ενημέρωσαν για τη διαρκή επιστροφή του Μουνκ στην πόλη, για τη γοητεία που ασκούσε το Βερολίνο πάνω του, για την μποέμικη ατμόσφαιρα.
Κι αφέθηκα σ’ αυτήν την υποτιθέμενη σαγήνη της πόλης πάνω στον καλλιτέχνη, σ’ αυτήν τη διαρκή αυτοπροώθηση του Βερολίνου ως κέντρου κάποιου φωτεινού πράγματος πριν το μεγάλο σκοτεινό πράγμα, γιατί εκείνες τις ώρες ένιωθα ευγνωμοσύνη για τη συγκεκριμένη πόλη. Κι αφηνόμουν στα χρώματα. Οι πληροφορίες ήταν τόσες όσες, για να μάθεις δυο πράγματα και ν’ απολαύσεις τα έργα (δεν ξέρω τι ακριβώς άκουγαν με τέρμα την ένταση διάφοροι ασπρομάλληδες ντυμένοι για πεζοπορία απ’ τον ακουστικό οδηγό τους, πάντως ο οδηγός διατίθετο δωρεάν κι αρκετοί απ’ αυτούς τον απολάμβαναν πραγματικά) και μάλιστα μάς είχαν και δυο πίνακες που απεικόνιζαν τη μέινστριμ φαντασίωση της εποχής για τον Βορρά, ώστε να διαπιστώσουμε τι πρόκληση συνιστούσε το έργο του Μουνκ για τους συγχρόνους του. Αντί για νωχελικά φιορδ, ο Μουνκ τάισε το Βερολινέζικο κοινό μοναχικούς τύπους σαν στο θέατρο που μάς κοιτούν καταπρόσωπο πίσω από μάσκες θανάτου. Αντί για ρομαντικές περιπλανήσεις στα νορβηγικά δάση, δέντρα σαν εσωτερικοί κόσμοι βγαλμένοι απ’ το υποσυνείδητο-καινούρια έννοια τότε.
Ο άνθρωπος ζωγράφιζε συναισθήματα. Είμαστε στην εποχή που η ψυχανάλυση είναι καινούρια ιδέα. Ζήλια. Φόβος θανάτου. Πένθος και παράνοια. Επιθανάτια αγωνία. Ερημιές, γυναίκες που θρηνούν ή πεθαίνουν ή φιλιούνται σαν να πεθαίνουν. Το αλκοόλ και η μέρα μετά (εδώ είναι η σύνδεση με το χανγκόβερ-στον πίνακα The Day After (1894-1895) στην υψηλής αισθητικής αποτύπωσή ενός παράδοξου θέματος: μία κοπέλα διαλυμένη απ’ το αλκοόλ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το χέρι απ’ έξω, μοιάζει νεκρή κι ερωτική μαζί).
Η καλά στημένη έκθεση απέφευγε τα μελοδράματα που συχνά σκαρφίζονται μουσεία, ξεναγοί και τουριστικοί οδηγοί γύρω απ’ τη ζωή των ζωγράφων, ψάχνοντας να γαργαλίσουν την ανάγκη των τουριστών για εκ του ασφαλούς έκθεση σε αισθητικά ικανοποιητικές εκφάνσεις της τρέλας. Με λίγες προσωπικές πληροφορίες, υπονοήθηκε πως ο Μουνκ-όπως όλοι μας-δεν ήταν διαρκώς και στα καλύτερά του, ήξερε, όμως, ως γνήσιος δημιουργός να κάνει το προσωπικό κλπ κλπ κλπ. Μάς έδωσε το φως κλπ. κλπ κλπ. Η έκθεση ήταν σκέτο βούρτσισμα της ψυχής, ένα χορταστικός χυμός από χρώματα. Κι η δυσπιστία μου απέναντι στην αφήγηση Βερολίνο-πόλη μποέμ (τίποτα παράξενο εδώ, η έκθεση λαμβάνει χώρα στην πινακοθήκη της πόλης) δεν κράτησε πολύ.
Η πλαισίωση με βάση την ιδέα «ο Μουνκ στο Βερολίνο» ήταν διακριτική και κομψή, χωρίς μεγαλόσχημες φαντασιώσεις για το πώς γίνεται η τέχνη, ενώ στο τέλος έθετε το ζήτημα της λογοκρισίας των ναζί και της ιδέας τους περί ξεπεσμένης τέχνης. Παρόλο που γενικώς οι εξπρεσιονιστές κρίθηκαν εύκολα του πεταματού, στην περίπτωση του Μουνκ το πράγμα (δηλαδή η εφαρμογή των ναζιστικών κριτηρίων που ξεχώριζαν το υψηλό από το ξεπεσμένο) χώλαινε. Ηταν όντως έκπτωτος; Το πρόβλημα έγκειτο στο ότι οι ναζί αντλούσαν από τη Σκανδιναβία κάποια αόριστη ιδέα σύνδεσης με τον μακρινό βορρά απ’ όπου έπαιρναν (όπως και από την ελληνική αρχαιότητα) διαστρεβλωμένες σκέψεις και ιδέες για το δικό τους καταγωγικό μεγαλείο. Σε κάθε περίπτωση, τελικά τα έργα του Μουνκ θεωρήθηκαν για τα σκουπίδια απ’ τα ανθρώπινα σκουπίδια κι αυτό τα κάνει ακόμα πιο κουλ/εύκολα αποδεκτά τώρα.
Εξω από την γκαλερί η πόλη προσκυνούσε στην γκριζίλα της. Συστάδες παρόμοιων καταθλιπτικών κτιρίων άπλωναν τις προσόψεις τους-που έμοιαζαν με πίσω όψεις-ανάμεσα σε μαύρα δέντρα χωρίς φύλλα κι όπως σκοτείνιαζε και άναβαν τα φώτα με ζέσταινε μέσα μου η έκθεση. Και μαζί της κουβαλούσα ερωτήσεις αδαούς, πώς κάποιος βλέπει τα δέντρα με φλέβες και σαν φορείς συναισθημάτων, πως ρίχνει σαν γάλα έναν ήλιο στη θάλασσα, πώς πετάει πράσινες πιτσιλιές στους εφιάλτες του; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η έκθεση ήταν μια στιγμή υπαρξιακής γαλήνης. Μερικές φορές είναι ωραία να είσαι ένας άνθρωπος που-όπως όλοι μας- αγωνιά, γιατί κοιτάζεις Μουνκ και νιώθεις. Σκεψου μια γκρι πόλη, σκοτεινή από το μεσημέρι, μια ροή ανθρώπων με μονίμως γυρισμένη την πλάτη στα συναισθήματα και βαθιά στην κοιλιά τους, στο κέντρο τους, ζουμερά και χυμώδη τα χρώματα, όλη αυτή η ζωγραφική. Καλή χρονιά.
