Εως πότε θα παραμείνουν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις στη Λιβύη; Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε από την τουρκική εθνοσυνέλευση να παρατείνει την εντολή που επιτρέπει την ανάπτυξη τουρκικών στρατευμάτων στη βορειοαφρικανική χώρα για άλλα δύο χρόνια, με νέο σημείο επανεκκίνησης την 1η Ιανουαρίου του 2026: για το 2026 δηλαδή και όλο το 2027.
Η πλευρά Ερντογάν επικαλέστηκε «συνεχιζόμενους κινδύνους και απειλές» που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα συμφέροντα της Τουρκίας, υποστηρίζοντας ότι όλα αυτά τα «επαπειλούμενα» καθιστούν «αναγκαία» την παράταση της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας.
Σύμφωνα με το σχετικό σκεπτικό, υπάρχουν «κίνδυνοι και οι απειλές που εμμένουν και επηρεάζουν την ευρύτερη περιοχή, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης», μεταξύ αυτών ακόμη και ο κίνδυνος να σημειωθούν νέες συγκρούσεις εντός των λιβυκών συνόρων, συγκρούσεις που θα μπορούσαν να έχουν «αρνητικό αντίκτυπο στα συμφέροντα της Τουρκίας στη λεκάνη της Μεσογείου και στη Βόρεια Αφρική».
Η τουρκική εθνοσυνέλευση θα πρέπει να έχει τοποθετηθεί επί του θέματος μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, υπερψηφίζοντας –όπως αναμένεται– την «εντολή» του Τούρκου προέδρου.
Υπενθυμίζεται ότι τα τουρκικά στρατεύματα βρίσκονται –επισήμως– στη Λιβύη ήδη από το 2020, με την εντολή τους έκτοτε ανά διαστήματα να ανανεώνεται. Κατά πολλούς, η τουρκική στρατιωτική στήριξη ήταν άλλωστε εκείνη που κατάφερε να «διασώσει» τις διεθνώς αναγνωρισμένες κυβερνήσεις των Σάρατζ και Ντμπέιμπα (την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας/GNA που έγινε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας/GNU) όταν εκείνες απειλήθηκαν. Ακριβώς για αυτήν τη στρατιωτική της στήριξη η Τουρκία ανταμείφθηκε παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα συνολικά τρία τουρκολιβυκά μνημόνια των ετών 2019 και 2022.
Η Αγκυρα έκανε «απόβαση» στη Λιβύη από τα δυτικά, επηρεάζοντας τις εξελίξεις κυρίως από το 2019 και έπειτα. Αρχικά στήριξε την πλευρά της Τρίπολης, όταν εκείνη απειλήθηκε από τις προερχόμενες από τα ανατολικά δυνάμεις του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ· εν συνεχεία ύψωσε εμπόδια, ακυρώνοντας στην πράξη το εμπάργκο όπλων που επιχείρησε να επιβάλει η ευρωπαϊκή EUNAVFOR MED IRINI· ακολούθως, έπειτα από τις καταστροφικές πλημμύρες του 2023 στην Ντέρνα, έριξε γέφυρες προς την πλευρά των άλλοτε εχθρών της στη Βεγγάζη και προς την οικογένεια Χαφτάρ, διεκδικώντας επιχειρηματικά ντιλ (την εμπλοκή τουρκικών εταιρειών σε έργα υποδομών και ανοικοδόμησης) και επιρροή, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τον Ντμπέιμπα και την Τρίπολη.
Τα τελευταία χρόνια, η Αγκυρα βρέθηκε να παίζει σε δύο λιβυκά ταμπλό παράλληλα, αφενός υπογράφοντας σειρά συμφωνιών με την κυβέρνηση στα δυτικά (μια κυβέρνηση διεθνώς αναγνωρισμένη μεν, αλλά προσωρινή και «εκπρόθεσμη», όπως καταγγέλλουν οι επικριτές της) και αφετέρου πιέζοντας τη λιβυκή Βουλή των Αντιπροσώπων (HoR) στα ανατολικά να αναγνωρίσει το σχετικό με τις θαλάσσιες οριοθετήσεις τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019.
Αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο (της καθολικής αποδοχής δηλαδή του μνημονίου που είχαν συνάψει οι Τούρκοι το 2019 μόνο με την Τρίπολη, όχι με τη Βεγγάζη και το Τομπρούκ) ακόμη δεν έχει γίνει πράξη, παρά τα ουκ ολίγα δημοσιεύματα του περασμένου καλοκαιριού που παρουσίαζαν την κύρωση του μνημονίου από την ανατολική Λιβύη ως ζήτημα ημερών ή εβδομάδων.
Στον αντίποδα μάλιστα, ο πρόεδρος της λιβυκής Βουλής Ακίλα Σάλεχ (ο οποίος βρέθηκε προ ημερών στην Αθήνα όπου είχε επαφές με τους κ.κ. Γιώργο Γεραπετρίτη και Νικήτα Κακλαμάνη, μεταξύ άλλων) απέρριψε εκ νέου ως «άκυρο» εκείνο το τουρκολιβυκό μνημόνιο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η Βεγγάζη συμφωνεί με την Αθήνα στο θέμα των (συγκεκριμένων ορίων των) θαλάσσιων οριοθετήσεων στη Μεσόγειο, πράγμα το οποίο -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν ισχύει, όπως υπογραμμίζει άλλωστε, αναφερόμενος στην επήρεια της Κρήτης, και ο ίδιος ο Σάλεχ. Οπως άλλωστε και η Τουρκία που παίζει σε πολλά ταμπλό ταυτόχρονα, έτσι και ο Χαλίφα Χαφτάρ διατηρεί ανοιχτές τις επιλογές του, στέλνοντας άλλους από τους υιούς του για επαφές στην Αθήνα (τον Μπελκασέμ τον Σεπτέμβριο, τον Χαλέντ τον Οκτώβριο) και άλλους στην Αγκυρα (τον Σαντάμ τον Νοέμβριο).
Το λιβυκό τοπίο παραμένει, με άλλα λόγια, ρευστό και έμπλεο εκκρεμοτήτων, γεγονός το οποίο καθιστά όμως «αναγκαία» τη συνέχιση της εκεί τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας, το έργο της οποίας ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί. Η Αγκυρα δεν έχει την πολυτέλεια να ρισκάρει να χάσει όσα επένδυσε διπλωματικά και στρατιωτικά στη Λιβύη την τελευταία εξαετία. Η πλούσια σε πετρέλαιο αφρικανική χώρα με τη γεωγραφικά κομβική θέση νότια της Κρήτης είναι πολλαπλώς πολύτιμη για την Τουρκία: ενεργειακά, γεωγραφικά, ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» τουρκικής περιφερειακής επιρροής και βάση για αναθεωρητικού τύπου εδαφικές διεκδικήσεις (βλ. τουρκολιβυκό μνημόνιο), αλλά και ως μοχλός πίεσης προς την Ευρώπη: στο μέτωπο του μεταναστευτικού επί παραδείγματι, το οποίο η Τουρκία έχει άλλωστε επιχειρήσει κατ’ επανάληψη να εργαλειοποιήσει. Μαζί με τη Συρία, η Λιβύη αποτελεί αυτήν τη στιγμή το πιο κρίσιμο μέτωπο για τον τουρκικό παρεμβατισμό στο εξωτερικό.
Παράλληλα ωστόσο, η τουρκική «ενασχόληση» με τη χώρα του Καντάφι συνοδεύεται και από κινδύνους… παραγκώνισης ή υπονόμευσης των τουρκικών συμφερόντων.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ για παράδειγμα, παρουσιάζεται να επιδεικνύει αναγεννημένο ενδιαφέρον για την περιοχή της Λιβύης τους τελευταίους μήνες, με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στα ενεργειακά και ειδικό απεσταλμένο τον Μασάντ Μπούλος, ο οποίος όμως προωθεί τα αμερικανικά συμφέροντα, όχι τα τουρκικά.
Ο Μασάντ Μπούλος, μαζί με την «τρόικα» των Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, Τομ Μπάρακ και Τζον Μπρέσλοου, ενδέχεται να προωθήσουν ενεργειακά ντιλ στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου το προσεχές διάστημα, τα οποία θα κληθούν όμως να συνυπογράψουν οι χώρες της περιοχής. Οσο για το κλίμα στην Τουρκία, εκείνο δεν είναι ανέφελο.
«Η απομόνωση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο βαθαίνει», γράφει χαρακτηριστικά η Τουρκάλα δημοσιογράφος Εζγκί Ακίν στο Al Monitor, με το βλέμμα στην ΑΟΖ Κύπρου – Λιβάνου από τη μία πλευρά, και στις ενισχυόμενες σχέσεις Ουάσιγκτον – Λευκωσίας από την άλλη.
Επαπειλούμενες σκιές βλέπει όμως πάνω από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και η Τουρκάλα αναλύτρια Μπάρτσιν Γινάντς σε δικό της άρθρο στο TurkeyInDepth, σκιές που σχετίζονται κυρίως με το Ισραήλ (και, ως εκ τούτου, τη Γάζα και τη Συρία). Η Γινάντς υπογραμμίζει ωστόσο και κάτι ακόμη το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον: το γεγονός ότι ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα Τομ Μπάρακ έχει σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις το τελευταίο διάστημα προκαλέσει ενόχληση στην τουρκική πλευρά: όταν για παράδειγμα άφησε να εννοηθεί ότι η Τουρκία δεν είναι δημοκρατία κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Doha Forum στις αρχές Δεκεμβρίου – και όταν, προ μηνών, είχε αφήνει να εννοηθεί ότι η πλευρά Ερντογάν… χρειάζεται νομιμοποίηση.

