H ώρα είναι 11.52. Κάτοικοι, φοιτητές, μέχρι και οδηγοί βγαίνουν από τα αυτοκίνητά τους και στέκονται ακίνητοι στη διασταύρωση του Βελιγραδίου τηρώντας 16 λεπτών σιγή. Ενα λεπτό για κάθε νεκρό. Ο μονότονος ήχος του φαναριού κρατάει το ίσο σε μια ιεροτελεστία που επαναλαμβάνεται επί μήνες. Κάθε ημέρα, την ώρα εκείνη που πριν από ένα χρόνο, την 1η Νοεμβρίου, χαράχθηκε μια τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, όταν το τσιμεντένιο στέγαστρο του σιδηροδρομικού σταθμού του Νόβι Σαντ κατέρρευσε σκοτώνοντας 16 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους νέους.

Eνα μαζικό κίνημα, με πρωταγωνιστές τους φοιτητές, γεννήθηκε και συντάραξε τη Σερβία. Δεκατρείς μήνες μετά, το κέντρο του Βελιγραδίου βρίσκεται ακόμα σε πολιτικό βρασμό. Η βασική ωστόσο μάχη έχει μεταφερθεί στην πλατεία μεταξύ Κοινοβουλίου και Προεδρικού Μεγάρου. Στη λεωφόρο, που πλέον είναι αποκλεισμένη με κιγκλιδώματα, έχουν στρατοπεδεύσει οι πολιτικοί αντίπαλοι: δύο σειρές από λευκές, πλαστικές σκηνές παρατάσσονται η μία απέναντι στην άλλη. Η πρώτη, σχεδόν επαγγελματικά οργανωμένη, ανήκει στους υποστηρικτές του Σέρβου προέδρου Αλεξάντερ Βούτσιτς. Η δεύτερη ανήκει σε μια γυναίκα. Πρόκειται για την Ντιάνα Χάρκα, μητέρα του Στεφάν, ο οποίος έχασε τη ζωή του στην τραγωδία του Νόβι Σαντ, σε ηλικία 28 ετών.
Λουλούδια και κουράγιο
Η «Κ» τη συνάντησε εκεί ένα κρύο πρωινό στην αρχή της εβδομάδας. Στα χέρια της κρατάει μια λούτρινη, κόκκινη καρδιά, δώρο που της άφησε κάποιος έξω από τη σκηνή νωρίτερα. «Λαμβάνω πάρα πολλά δώρα», μας λέει. Κάποια από αυτά, όπως μπουκέτα λουλουδιών και μια κάρτα που γράφει “σε χρειαζόμαστε”, τα κρατάει δίπλα της. Η αγάπη των ανθρώπων και ειδικά των νέων –των παιδιών όπως τους αποκαλεί– της δίνει δύναμη να συνεχίσει.

Η Ντιάνα Χάρκα μεγάλωσε μόνη της τα δύο αγόρια της. Είχε περάσει τις κακουχίες του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας και πίστευε πάντα πως όλα μπορούν να διορθωθούν. Μαγείρισσα στο επάγγελμα, γέννησε σε ηλικία 20 ετών τον Στεφάν, λέγοντας πως έκανε ένα παιδί αισιόδοξο όπως η ίδια. Το αγόρι της αγαπούσε να γυρνάει την πόλη με το ποδήλατό του και διέθετε το «ωραιότερο χαμόγελο και τα ωραιότερα μάτια του κόσμου». Η ημέρα που τον έχασε ήταν η χειρότερη της ζωής της. Οταν πήγε για αναγνώριση, με δυσκολία διέκρινε στο διαλυμένο του σώμα κάποια από τα χαρακτηριστικά του παιδιού της.
Το μόνο που ήλπιζε πλέον ήταν η απονομή δικαιοσύνης. «Περίμενα από το σύστημα να κάνει τη δουλειά του: την αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, την Εισαγγελία. Να κάνουν το χρέος τους». Το μόνο όμως που έβλεπε, όπως δηλώνει, ήταν τον πρόεδρο της χώρας να κάνει δηλώσεις και να αναλώνεται σε δικαιολογίες. «Κατάλαβα ότι έλεγε ψέματα. Προσπαθούσε να μας χειραγωγήσει». Βλέποντας τους φοιτητές να κατεβαίνουν στον δρόμο, πήρε κουράγιο. Στην αρχή τους έστελνε μηνύματα συμπαράστασης και έπειτα ενώθηκε μαζί τους στις πορείες. Οταν συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το δυστύχημα και δεν είχε προχωρήσει ακόμα τίποτα αποφάσισε να λάβει πιο δραστικά μέτρα. «Μου ήρθε η ιδέα να κάνω απεργία πείνας». Τότε πρωτομπήκε σε αυτή τη σκηνή.
Εχοντας βιώσει τι σημαίνει πείνα στον πόλεμο, υπέμεινε με θάρρος τη δοκιμασία, η οποία συσπείρωσε γύρω της πλήθος κόσμου που γέμισε την πλατεία. Μέχρι και ο ίδιος ο πρόεδρος την κάλεσε στο τηλέφωνο λέγοντάς της πως δεν ήταν αρμόδιος για να λύσει το ζήτημα, αναφέρει. Οι μόνοι που έμειναν ασυγκίνητοι ήταν «αντίπαλοί» της, που με την πρώτη ευκαιρία της έκαναν ψυχολογικό πόλεμο. Θυμάται πως η δυσκολότερη στιγμή ήταν όταν από τις απέναντι σκηνές ξεκίνησαν να παίζουν από τα μεγάφωνα χαρούμενα παραδοσιακά τραγούδια που μιλούσαν για μια μητέρα και τον γιο της.

«Οταν είδα ότι δεν είχε σημασία για την κρατική ηγεσία αν θα ζούσα, όχι μόνο εγώ, ότι γενικά η ανθρώπινη ζωή δεν σημαίνει τίποτα γι’ αυτούς, αποφάσισα να σταματήσω την απεργία». Η γυναίκα ανακοίνωσε τη λήξη της απεργίας πείνας στο συγκεντρωμένο πλήθος, στους οποίους όμως υποσχέθηκε να μην αφήσει εύκολα το «οχυρό». Πλέον περνάει αρκετές ώρες της ημέρας μέσα στη σκηνή. Εκεί τρώει, συναντάει κόσμο και κάποιες φορές κοιμάται.
«Κανονικά είμαι οικονομολόγος, εδώ όμως βρίσκομαι ως εθελόντρια. Ετοιμάζω τσάι και καφέ για τους υποστηρικτές», μας λέει η Λίντια, που υποδέχεται όσους έρχονται να συμπαρασταθούν στη μητέρα με ένα ζεστό ρόφημα. Δείχνοντάς μας τις απέναντι λευκές τέντες, δηλώνει ρητά πως ο πρόεδρός τους δεν είναι δικός της πρόεδρος και πως «μόνο όταν φύγει θα μπορέσει να αναπνεύσει ελεύθερα».
Στους κύκλους του κινήματος επικρατεί η συζήτηση σχετικά με το αν η μητέρα του Στεφάν θα πολιτευθεί. Οταν της θέτουμε το ερώτημα, απαντάει αρνητικά λέγοντας πως τα ΜΜΕ παραποίησαν τα λεγόμενά της όταν αστειευόμενη δήλωσε πως θα κατέβαινε απέναντι από τον Αλ. Βούτσιτς. Στόχος της είναι να ιδρύσει μια οργάνωση στο όνομα του Στεφάν που θα βοηθάει παιδιά. Αφησε ωστόσο ένα ενδεχόμενο ανοιχτό σημειώνοντας πως αν ο λαός της τη χρειαστεί, θα βγει να τον συναντήσει. «Θα είμαι εκεί με τον λαό μου, επειδή ο λαός μου ήταν μαζί μου». Εξάλλου ένα από τα αιτήματά της είναι η προκήρυξη πρόωρων εκλογών.

Η μόνη στιγμή που χαλαρώνει και γελάει λίγο είναι όταν σχολιάζω τα καλοφτιαγμένα νύχια της. Της τα έφτιαξε μια εθελόντρια όταν κάθονταν μαζί πριν από κάποια βράδια. «Η αλληλεγγύη αυτή είναι φοβερή. Μακάρι όμως να ήμασταν τόσο δυναμικοί όσο στην Ελλάδα», συμπληρώνει εκφράζοντας τον θαυμασμό της για τις μαζικές πορείες που διοργανώνουν οι Ελληνες για τα Τέμπη. Μάλιστα όταν είχε μάθει για την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, του έστειλε γράμμα συμπαράστασης. «Μόνο ένας που έχασε παιδί μπορεί να με καταλάβει».
Οταν ολοκληρώνεται η συζήτησή μας, δεν κάνει διάλειμμα ούτε λεπτό. Βγαίνει από τη σκηνή και μιλάει στα ΜΜΕ που είναι συγκεντρωμένα εκεί, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των εκλογών σε μια περιφέρεια που διεξήχθησαν μία ημέρα πριν.
«Νιώθω τυχερή που μπορώ να καλύπτω ιστορικές στιγμές», αναφέρει η Ταμάρα Στογιάνοβιτς, μια εκ των δημοσιογράφων που βρίσκονται εκεί. Ως ρεπόρτερ του τηλεοπτικού σταθμού Ν1 έχει μεταδώσει όλες τις πορείες του κινήματος. Οταν τη ρωτώ για την επιρροή της μητέρας, απαντάει πως πιστεύει ότι δίνει δύναμη στον κόσμο, και ενδεχομένως έχει καταφέρει να αλλάξει την οπτική κάποιων πολιτών που φοβούνταν να βγουν στον δρόμο.
«Υπάρχει μεγάλη ένταση μεταξύ των οπαδών των δύο πολιτικών στρατοπέδων», εξηγεί. Η πόλωση αυτή επηρέασε άμεσα τη ζωή και τη δουλειά και της δημοσιογράφου καθώς δέχεται ισχυρές πολιτικές πιέσεις, ενώ φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ δεν διστάζουν να αναρτούν φωτογραφίες δικές της και των συναδέλφων της στις ιστοσελίδες τους, σχολιάζοντας όσα μεταδίδουν.
Οι «φρουροί»
Πράγματι πηγαίνοντας μια βόλτα στο φιλοκυβερνητικό στρατόπεδο έγινε γρήγορα αντιληπτό πως δεν ήμασταν καλοδεχούμενοι. «Εδώ υποστηρίζουμε τον πρόεδρο. Το δικαίωμα των φοιτητών να σπουδάζουν. Οχι όμως φωτογραφίες», μας λέει μια άγρια ανδρική φιγούρα που μας πλησιάζει καθώς ξεχωρίζαμε εύκολα στην ομάδα των περίπου 50 ατόμων που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Στην άλλη «όχθη», δύο άνδρες ανάλογης κατατομής, που αυτοαποκαλούνται βετεράνοι του πολέμου, φρουρούν τη σκηνή της Ντιάνα, ισχυριζόμενοι ότι είναι εκεί για να υπερασπιστούν την «αδελφή» τους.
Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Σέρτζαν Σβίιτς, πολιτικός επιστήμονας και πρόεδρος του Κέντρου Πολιτικής για την Ασφάλεια με έδρα το Βελιγράδι, η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει την παρουσία των ανδρών αυτών ώστε να κατηγορήσει την Ντιάνα και τους υποστηρικτές της ως εθνικιστές και φιλορώσους. «Είναι μια δυσκολία για τον πρόεδρο πώς θα χειριστεί την Ντιάνα Χάρκα, γιατί μια μητέρα που θρηνεί είναι φιγούρα που έχει ερείσματα και στο δικό του εκλογικό κοινό». Οπως σχολιάζει, η παρουσία της έδωσε ώθηση στο κίνημα σε μια στιγμή που ήταν πιο υποτονικό. Το πρόβλημα ωστόσο του κινήματος που εντοπίζει ο ίδιος είναι η απουσία εναλλακτικής καθώς το αντικυβερνητικό τόξο είναι ουσιαστικά διαλυμένο.
Η ίδια η Χάρκα λέει ότι θα παραμείνει στη σκηνή για λίγο ακόμα. Επειτα θα αναλάβει άλλες πρωτοβουλίες, για τις οποίες «είναι νωρίς ακόμα να μιλήσει». Η εγρήγορση της διεκδίκησης τη βοηθάει μεταξύ άλλων να πολεμάει τον πόνο της απώλειας, ο οποίος επιστρέφει οξύς όταν μένει μόνη της. Δεν είναι όμως η προσωπική της τραγωδία που της δίνει δύναμη. «Σκέφτομαι πως μια μέρα θα είναι καλύτερα για όλους μας, και ειδικά για τα παιδιά μας, και μπροστά σε αυτό, τίποτα δεν μου φαίνεται δύσκολο».

