Τα αεροδρόμια στη Μέση Ανατολή επεκτείνονται και, πλέον, ανταγωνίζονται το ένα το άλλο.
Οι αεροπορικοί κόμβοι σε Ντουμπάι, Αμπου Ντάμπι, Τουρκία και Σαουδική Αραβία έχουν εισέλθει σε μια τροχιά επέκτασης που θα έχει ως αποτέλεσμα να προσθέσουν εκατοντάδες εκατομμύρια επιβάτες την επόμενη δεκαετία – πλήθος ανάλογο εκείνου που θα εξυπηρετούσαν τουλάχιστον τρία αεροδρόμια τύπου Χίθροου, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά σε άρθρο τους οι FT.
Το Ντουμπάι, το οποίο είχε κάποτε ίδιο μέγεθος με το αεροδρόμιο Γκάτγουικ του Λονδίνου εξυπηρετώντας περίπου 30 εκατ. ανθρώπους ετησίως, σχεδιάζει να αυξήσει την ετήσια χωρητικότητα σε περισσότερα από 200 εκατομμύρια. Η Κωνσταντινούπολη στοχεύει επίσης σε έναν παρόμοιο αριθμό επιβατών, ενώ η Σαουδική Αραβία έχει φιλοδοξίες να αναπτύξει τον δικό της περιφερειακό μεγα-κόμβο μέσω της νέας σαουδαραβικής αεροπορικής εταιρείας Riyadh Air.
Το Ντουμπάι αναμένει να ξεπεράσει τα 100 εκατ. επισκέπτες ετησίως έως το 2027, ενώ παράλληλα προωθεί τις εργασίες και για νέες εγκαταστάσεις που θα μπορούν να εξυπηρετούν 260 εκατ. ταξιδιώτες ετησίως.
Το Αμπου Ντάμπι, στο οποίο ανήκει η αεροπορική Etihad, μπορεί να εξυπηρετεί 45 εκατ. επιβάτες ετησίως.
Οι παροχές που προσφέρουν στους πελάτες τους αεροπορικές εταιρείες όπως η Qatar Airways, η Emirates και η Etihad, μεταξύ άλλων, εκτιμάται ότι έχουν συμβάλει στην αεροπορική ανάπτυξη συνολικά της Μέσης Ανατολής.
Παράλληλα, οι αεροπορικοί κόμβοι της Μέσης Ανατολής παρουσιάζονται πια να έχουν και γεωγραφικό πλεονέκτημα έναντι των ευρωπαϊκών ανταγωνιστών τους, οι αερογραμμές των οποίων δεν πετούν πάνω από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα όμως έτσι να προστίθεται επιπλέον ώρες στις ευρωπαϊκές πτήσεις προς την Ιαπωνία, την Ινδία και την Κίνα.
Η Riyadh Air, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο Επενδυτικό Ταμείο της Σαουδικής Αραβίας (PIF) και ξεκίνησε να λειτουργεί πρόσφατα, έχει παραγγείλει 182 αεροσκάφη και θέλει να πετάει σε 100 προορισμούς μέσα στην επόμενη πενταετία.
Το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, από την άλλη πλευρά, μπορεί να εξυπηρετεί 90 εκατ. ανθρώπους ετησίως, οι οποίοι μπορεί όμως να γίνουν 200 εκατ. έπειτα από τις επόμενες φάσεις επέκτασης που έχουν ήδη προγραμματιστεί.
Με πληροφορίες από FT

