Εάν όλα κυλήσουν με βάση τις επίσημες εξαγγελίες, χωρίς παρεκκλίσεις, υπαναχωρήσεις ή άλλες ανατροπές, τότε η Σαουδική Αραβία θα γίνει η πρώτη αραβική χώρα που αποκτά μαχητικά αεροσκάφη F-35.
Το «πόσα» και το «πότε» είναι, ωστόσο, δυο σημεία τα οποία προς το παρόν δεν έχουν διασαφηνιστεί.
Στην ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα έπειτα από τη συνάντηση που είχαν χθες στην Ουάσιγκτον οι κ.κ. Τραμπ και Μπιν Σαλμάν, ο Λευκός Οίκος αναφέρει ότι «ο πρόεδρος Τραμπ ενέκρινε ένα μεγάλο πακέτο πωλήσεων αμυντικού υλικού, το οποίο περιλαμβάνει μελλοντικές παραδόσεις F-35». Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, το εν λόγω πακέτο «ενισχύει τη βάση της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ και, παράλληλα, διασφαλίζει ότι η Σαουδική Αραβία θα συνεχίσει να αγοράζει αμερικανικά (σ.σ. όπλα)». Ενώ όμως για κάποια από τα άλλα οπλικά συστήματα που πρόκειται να πουλήσουν οι Αμερικανοί στους Σαουδάραβες αναφέρονται συγκεκριμένα νούμερα (τα αμερικανικά άρματα μάχης Abrams θα είναι επί παραδείγματι «σχεδόν 300», σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις), ο αριθμός των F-35 αντιθέτως παραμένει (σκοπίμως;) αδιευκρίνιστος προς το παρόν τουλάχιστον, αν και είναι γνωστό ότι το Ριάντ είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά έως και 48 τέτοιου τύπου αεροσκαφών.
Η πώληση F-35 στη Σαουδική Αραβία παρουσιάστηκε χθες ως ειλημμένη απόφαση.

Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν επέστρεψε χθες στον Λευκό Οίκο έπειτα από επτά χρόνια (η τελευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί ήταν τον Μάρτιο του 2018) και, προσφέροντας πια ως δέλεαρ (αλλά και ως διαπραγματευτικό χαρτί) μια δέσμευση για επενδύσεις συνολικού ύψους 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων στις ΗΠΑ, παρουσιάστηκε να παίρνει με το μέρος του τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ έχει, βέβαια, παλαιόθεν «αδυναμία» στη Σαουδική Αραβία. Το πρώτο ταξίδι που έκανε στο εξωτερικό αφότου εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν τον Μάιο του 2017 στο Ριάντ. Αλλά και φέτος, έπειτα από τη νέα εκλογή του στην προεδρία των ΗΠΑ, το Ριάντ (το οποίο επισκέφθηκε τον περασμένο Μάιο) θα ήταν ο πρώτος του προορισμός στο εξωτερικό, εάν εκείνος δεν είχε αναγκαστεί να μεταβεί πιο πριν στη Ρώμη για την κηδεία του Πάπα Φραγκίσκου.
Μπίζνες
Ειρήσθω εν παρόδω, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η οικογένεια Τραμπ (τόσο οι γιοι του προέδρου μέσω του επιχειρηματικού ομίλου «The Trump Organization», όσο και ο γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ, μέσω της εταιρείας «Affinity Partners») έχουν συνάψει συμφωνίες ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων τους περασμένους μήνες με εταιρείες σαουδαραβικών συμφερόντων όπως είναι η «Dar Global» καθώς και με το Ταμείο Δημόσιων Επενδύσεων της Σαουδικής Αραβίας (PIF).
«Business is business», θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς με κυνισμό, αναγνωρίζοντας αφενός τις επιχειρηματικές καταβολές του ιδίου του Τραμπ (που ήταν επιχειρηματίας πολύ πριν γίνει πολιτικός) και αφετέρου το γεγονός ότι οι Σαουδάραβες έχουν χρήμα το οποίο προτίθενται μάλιστα να ξοδέψουν σε επενδύσεις και μεγαλεπήβολα πρότζεκτ (τύπου «Saudi Vision 2030») με στόχο τη διαφοροποίησης της -άλλοτε βασισμένης στους υδρογονάνθρακες- οικονομίας τους.
Πέρα από τις μπίζνες ωστόσο, υπάρχουν και θέματα άμυνας τα οποία έχουν επιστρέψει μάλιστα δυναμικά στο προσκήνιο.
Τα «βαρίδια» του πρόσφατου παρελθόντος
Η «συμπόρευση» μεταξύ Σαουδαράβων και Τραμπ δεν ήταν αρκετή ωστόσο, προκειμένου να προστατέψει τους πρώτους από τις (ιρανικής προελεύσεως) επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Saudi Aramco στην ανατολική Σαουδική Αραβία τον Σεπτέμβριο του 2019. Ξαφνικά τότε, η Σαουδική Αραβία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια «ανασφάλεια» που ίσως να μην περίμενε ή να μην είχε υπολογίσει και, αντιδρώντας, στην πορεία άλλαξε στρατηγική: άρχισε να συνομιλεί με τους Χούθι (μέσω Ομάν) και να απομπλέκεται από τον πόλεμο στην Υεμένη, ενώ αποκατέστησε τους διπλωματικούς της δεσμούς και με το Ιράν έπειτα από κινεζική διαμεσολάβηση. Το μόνο που δεν έκανε, ή μάλλον που δεν πρόλαβε να κάνει καθώς οι σχετικές συνομιλίες είχαν όντως προχωρήσει, ήταν να ενταχθεί στις Συμφωνίες του Αβραάμ, όπως έκαναν άλλες αραβικές χώρες (τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν).
Οι επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου του 2023 και όσα ακολούθησαν στη Γάζα ήρθαν να αλλάξουν τα δεδομένα στη Μέση Ανατολή, ανοίγοντας νέα ρήγματα μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας. Η ισραηλινή επίθεση της 9ης Σεπτεμβρίου του 2025 στην Ντόχα ήρθε να δυναμιτίσει ακόμη περισσότερο το κλίμα, ανεβάζοντας τα επίπεδα ανησυχίας και καχυποψίας μεταξύ των Αράβων οι οποίοι θα καλούνταν πια να αναρωτηθούν δύο πράγματα: εάν οι Ισραηλινοί θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να πλήξουν κι άλλους αραβικούς στόχους στο μέλλον – και αν οι ΗΠΑ θα παρενέβαιναν υπέρ των Αράβων σε μια τέτοια περίπτωση.
Τα ερείσματα των Αράβων
Αναλυτές με γνώση του παρασκηνίου υποστηρίζουν ότι οι Αραβες (και, μεταξύ αυτών, κυρίως το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία) διαθέτουν πια μεγαλύτερα ερείσματα στον Λευκό Οίκο από εκείνα που ίσως να θεωρούσε «ασφαλή» η πλευρά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου. Το (επηρεασμένο από τους Αραβες και την Τουρκία) σχέδιο του Ντόναλντ Τραμπ για τη Γάζα παρουσιάζεται να επιβεβαιώνει κάποια από αυτά τα ερείσματα. Υπενθυμίζεται, στο ίδιο πλαίσιο, η κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση που είχαν Αραβες και Τούρκοι με τον Τραμπ στις 23 Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο εξελίξεων, ο Αμερικανός πρόεδρος υποδέχθηκε χθες στην Ουάσιγκτον τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο, στον οποίο προσέφερε στήριξη (για την υπόθεση της δολοφονίας του Τζαμάλ Κασόγκι) και όπλα.

Η Σαουδική Αραβία ξεχωρίζει εν έτει 2025 ως ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών οπλικών συστημάτων. Ωστόσο, αν και καλός πελάτης, το Ριάντ ακόμη δεν έχει αγοράσει από τις ΗΠΑ F-35, αν και θα το ήθελε. Ο Ντ. Τραμπ παρουσιάστηκε να δίνει χθες το φως για μια τέτοια αγορά. Η κίνησή του αυτή προκαλεί ανησυχία στην ισραηλινή ηγεσία, η οποία θα ήθελε προφανώς να διατηρήσει το ποιοτικό πλεονέκτημα της αεροπορικής υπεροχής που της δίνει το γεγονός ότι είναι η μόνη χώρα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής που διαθέτει F-35 (και να κρατήσει τα F-35 των άλλων όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα δικά της σύνορα).
Τα πιθανά εμπόδια και ο παράγοντας Τουρκία

Το ντιλ του Τραμπ με το Ριάντ για τα F-35 δεν είναι βέβαιο ότι θα προχωρήσει. Μπορεί να κολλήσει στις αντιδράσεις του Ισραήλ καθώς και του αμερικανικού Κογκρέσου το οποίο θα πρέπει να το εγκρίνει. Υπάρχει, άλλωστε, και το προηγούμενο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που υποτίθεται ότι είχαν πάρει το πράσινο φως για να αποκτήσουν F-35 (ως «αντάλλαγμα» για τη δική τους ένταξη στις Συμφωνίες του Αβραάμ) τα οποία όμως ποτέ δεν απέκτησαν. Ειδικά στην περίπτωση του Ριάντ, τα εμπόδια θα μπορούσαν ενδεχομένως να παρακαμφθούν κατά δύο ή τρεις τρόπους: εάν οι Σαουδάραβες αποκτήσουν μεν F-35 τα οποία θα είναι όμως «κατώτερα» από εκείνα που διαθέτουν οι Ισραηλινοί (όπως είχε αναλυθεί προ μηνών, με φόντο τότε το καλούμενο kill switch, δεν είναι όλα τα F-35 ίδια), εάν αποκτήσουν μεν F-35 τα οποία θα επιτρέπεται όμως να σταθμεύουν μόνο σε συγκεκριμένες βάσεις εγκεκριμένες από το Ισραήλ και/ή εάν συμφωνήσουν να προσχωρήσουν στις Συμφωνίες του Αβραάμ…
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ωστόσο και ο παράγοντας της Τουρκίας του Ερντογάν η πλευρά του οποίου επιχειρεί να ενισχύσει την επιρροή που ασκεί στην Ουάσιγκτον μέσω Χαμάς και Συρίας. Σύμφωνα με πρόσφατα τουρκικά δημοσιεύματα καθώς και με σειρά παλαιότερων δημοσιευμάτων της «Κ», η διοίκηση Τραμπ φέρεται να αναζητεί εδώ και καιρό εκείνες τις πιθανές φόρμουλες που θα της επέτρεπαν να παρακάμψει τις κυρώσεις CAATSA και να επανυποδεχθεί τον Ερντογάν, ως αγοραστή πια, στο πρόγραμμα των F-35.
Θα μπορούσε, άραγε, το ντιλ με τους Σαουδάραβες για τα F-35, εάν προχωρήσει, να φέρει πιο κοντά κι ένα ανάλογο ντιλ με την Τουρκία;
Οι Ισραηλινοί πάντως από την πλευρά τους παρουσιάζονται να αντιδρούν (με δημόσιες παρεμβάσεις, ανακοινώσεις και παρασκηνιακές πιέσεις) κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, όχι μόνο για τη Σαουδική Αραβία αλλά ακόμη περισσότερο για την Τουρκία.

