Oταν ο Μάικλ Σαντέλ, ο Αμερικανός καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Χάρβαρντ ασκεί κριτική στη λογική της αξιοκρατίας, δεν εννοεί ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να κάνουν καλά τη δουλειά τους ή να μην ανταμείβονται για αυτό. Oπως εξηγεί, όμως, στις σύγχρονες κοινωνίες αυξάνονται οι σκληρά εργαζόμενοι που διαπιστώνουν με πικρία ότι η «ρητορική της ανόδου», η διακήρυξη ότι κανείς μπορεί να φτάσει όσο ψηλά του επιτρέπει η προσπάθεια και το ταλέντο του, δικαιολογεί τελικά τις ανισότητες και καλλιεργεί μια υπεροψία στους «κερδισμένους» αυτής της ζωής, που διαβρώνει τη δημοκρατία και το κοινό καλό.
Οι αιτίες και τα αποτελέσματα μιας διανεμητικής δικαιοσύνης με βάση την αξιοκρατία αναλύονται στο βιβλίο του «Η τυραννία της αξίας», ενώ αυτό θα είναι περίπου και το αντικείμενο της διάλεξης που θα δώσει στις 20 Νοεμβρίου, στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστημίου 30). Ισως μάλιστα η συνθήκη στην οποία ο Σαντέλ αποδίδει το αίσθημα ματαίωσης όσων φοβούνται ότι έχουν χάσει το τρένο της οικονομίας και του πολιτισμού να συνδέεται και με την πρόσφατη νίκη του Ζοράν Μαμντάνι στις εκλογές για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης.
Ο ίδιος συμφωνεί: «Το κεντρικό θέμα της προεκλογικής εκστρατείας του Μαμντάνι ήταν η δυνατότητα των ανθρώπων να ζουν με αξιοπρέπεια στις σημερινές οικονομικές συνθήκες», λέει στην «Κ» ο καθηγητής. «Πέραν τούτου, όμως, εξέφρασε και μια ευρύτερη αίσθηση δυσαρέσκειας απέναντι στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα. Νομίζω πως κι αυτό συνέβαλε στην εκλογή του».
– Επιβεβαιώνει λοιπόν ο θρίαμβος του Μαμντάνι την κριτική σας σε όσους πολιτικούς διακηρύσσουν ότι η σκληρή δουλειά και το ταλέντο ανταμείβονται αξιοκρατικά;
– Ναι, η νίκη του συνάδει με την κριτική μου στη «ρητορική της ανόδου». Πολλοί Νεοϋορκέζοι, που ψήφισαν τον Μαμντάνι, δεν εμπνέονται πια από αυτήν. Νομίζω μάλιστα ότι, σε ολόκληρη την Αμερική, πολλοί έχουν πάψει να πιστεύουν ότι η ανοδική κοινωνική κινητικότητα αποτελεί από μόνη της επαρκή απάντηση στις ανισότητες. Πρέπει να στραφούμε στις δομικές αιτίες των ανισοτήτων, όχι απλώς να ενθαρρύνουμε τους εργαζομένους –των οποίων οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι και οι δουλειές τους ανατίθενται από τις επιχειρήσεις σε τρίτους– να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους, αποκτώντας ένα πτυχίο.

– Μπορεί αυτή η αλλαγή στις προσδοκίες των Aμερικανών να επηρεάσει τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ το 2026;
– Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί το 2026 έχοντας ως βάση μόνο τις εκλογές στη Νέα Υόρκη. Η Νέα Υόρκη είναι ξεχωριστή περίπτωση. Ωστόσο, νομίζω ότι το αποτέλεσμα υποδηλώνει μια διάχυτη δυσαρέσκεια για τα κυρίαρχα κόμματα. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατόρθωσε να συνδεθεί με το παράπονο, την οργή και τη ματαίωση πολλών ανθρώπων που ένιωθαν αποξενωμένοι από το πολιτικό κατεστημένο και με αυτόν τον τρόπο μετέτρεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε κόμμα του «Make America Great Again».
Οι Δημοκρατικοί πρέπει επίσης να μετασχηματιστούν, αναγνωρίζοντας το βαθύ αίσθημα δυσφορίας που υπάρχει απέναντι στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, που διεύρυνε τις ανισότητες και για την οποία ευθύνονται και τα δύο μεγάλα αμερικανικά κόμματα. Η εκλογή του Μαμντάνι δείχνει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα οφείλει να επαναπροσδιορίσει την αποστολή και τον σκοπό του, αν θέλει να αντιμετωπίσει τη διάχυτη δυσαρέσκεια που διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, αλλά και έως τις προεδρικές εκλογές, οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να συζητήσουν ουσιαστικά το πώς θα ξανασυνδεθούν με τους εργαζόμενους ψηφοφόρους, των οποίων την εμπιστοσύνη έχουν χάσει.
– Τα τελευταία χρόνια, ένα ιδανικό που προάγει η κυβέρνηση της Ελλάδας είναι η αριστεία. Συνοπτικά, πρέπει να επιλέγουμε τους άριστους σε κάθε τομέα και να επιδιώκουμε να αριστεύουμε οι ίδιοι. Πώς σας ακούγεται;
– Υποθέτω ότι η έμφαση στην αριστεία αποσκοπεί στο να ξεπεραστεί μια τάση προς τον νεποτισμό, τη διαφθορά, το ρουσφέτι, το πελατειακό κράτος. Να, λοιπόν, πώς απαντώ: Είμαι επικριτής της αξιοκρατίας, και αυτό ίσως ακούγεται παράδοξο, γιατί συνήθως θεωρούμε την αξία και την αριστεία ως ιδανικά στα οποία πρέπει να στοχεύουμε· έτσι είναι, μέχρι ενός σημείου. Αν χρειαστώ μια χειρουργική επέμβαση, θέλω φυσικά να την κάνει ένας καταρτισμένος, άριστος χειρουργός.
Κοινωνικές ανισότητες – Στην Αμερική πολλοί έχουν πάψει να πιστεύουν ότι η ανοδική κοινωνική κινητικότητα αποτελεί από μόνη της επαρκή απάντηση στις ανισότητες. Πρέπει να στραφούμε στις δομικές αιτίες των ανισοτήτων, όχι απλώς να ενθαρρύνουμε τους εργαζομένους να ενισχύσουν τις δεξιότητές τους.
Αν ταξιδεύω με αεροπλάνο, θέλω έναν ικανό κυβερνήτη στο πιλοτήριο. Δεν αντιτίθεμαι, λοιπόν, στο να τοποθετούνται σε θέσεις ευθύνης άνθρωποι που μπορούν να τις υπηρετήσουν. Αν η εναλλακτική είναι η διαφθορά, το ρουσφέτι ή ο νεποτισμός, τότε η αξιοκρατία αποτελεί μια απελευθερωτική αρχή, μια ανάσα καθαρού αέρα. Αυτό που επικρίνω είναι η τάση των «κερδισμένων» να αποδίδουν την επιτυχία τους αποκλειστικά στον εαυτό τους, να ξεχνούν την τύχη, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους που τους βοήθησαν στην πορεία τους. Η αξιοκρατία γίνεται τότε διαβρωτική για το κοινό καλό. Δημιουργεί μια κουλτούρα υπεροψίας, όπου οι επιτυχημένοι τείνουν να περιφρονούν όσους δεν τα κατάφεραν το ίδιο καλά.
– Eχετε γνωρίσει ποτέ κάποιον άνθρωπο πραγματικά «αυτοδημιούργητο»;
– Οχι. Εχω γνωρίσει όμως ανθρώπους που γεννήθηκαν μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και κατάφεραν να προοδεύσουν. Ισχύει για αρκετούς φοιτητές μου στο Χάρβαρντ, που προέρχονται από φτωχές οικογένειες, χωρίς ιδιαίτερα οικονομικά ή πολιτισμικά προνόμια. Και παρ’ όλα αυτά, μέσα από σκληρή δουλειά και χάρη στην υποστήριξη γονιών –ή ενός παππού ή μιας γιαγιάς, ενός δασκάλου ή ενός μέντορα, κάποιου που πίστεψε σε αυτούς–, κατάφεραν να αποκτήσουν καλή εκπαίδευση και έπειτα να εισαχθούν στο Χάρβαρντ.
Και το ενδιαφέρον είναι ότι όσοι έχουν επιτύχει κόντρα σε μεγάλες αντιξοότητες γνωρίζουν συνήθως πολύ καλά ότι δεν είναι «αυτοδημιούργητοι» και πλήρως αυτάρκεις. Οταν μιλούν για τη ζωή τους, έχουν βαθιά συνείδηση της βοήθειας που δέχθηκαν. Αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν όσοι τους στήριξαν, τους ενέπνευσαν, τους ενθάρρυναν να προσπαθήσουν και εντέλει κατέστησαν δυνατή την επιτυχία τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πρώτοι που θα παραδεχθούν πόσα οφείλουν σε όσους στάθηκαν δίπλα τους, όσο σκληρά κι αν δούλεψαν οι ίδιοι.
– Θα εμπιστευόσασταν ένα πανίσχυρο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που θα αποφάσιζε ποιος παίρνει τι – σε ποιο πανεπιστήμιο θα σπουδάσει, τι δουλειά θα κάνει και τι εισόδημα θα έχει;
– Οχι, για τον απλό λόγο ότι τα ερωτήματα της διανεμητικής δικαιοσύνης –είτε μιλάμε για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, εισόδημα και περιουσία, είτε για υπόληψη και σεβασμό– είναι κανονιστικά ερωτήματα, όχι τεχνικά. Είναι ερωτήματα περί αξιών, που πρέπει να συζητιούνται και να σταθμίζονται από δημοκρατικούς πολίτες. Καμία τεχνολογία, όσο εξελιγμένη και αν είναι, δεν μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως «τι σημαίνει δίκαιη κοινωνία», «τι οφείλουμε ως συμπολίτες ο ένας στον άλλον», «ποιο είναι το νόημα του κοινού καλού», «τι συνιστά καλή ζωή» και «ποιες πολιτικές αρετές προϋποθέτει η δημοκρατία». Ολα αυτά είναι αξιακά, ηθικά, φιλοσοφικά ερωτήματα, που ωστόσο πρέπει να απαντώνται από τους ίδιους τους δημοκρατικούς πολίτες.
Αριστεία και υπεροψία – Αν χρειαστώ μια χειρουργική επέμβαση, θέλω φυσικά να την κάνει ένας άριστος χειρουργός. Αυτό που επικρίνω είναι η τάση των «κερδισμένων» να αποδίδουν την επιτυχία τους αποκλειστικά στον εαυτό τους. Η αξιοκρατία γίνεται τότε διαβρωτική, δημιουργεί μια κουλτούρα υπεροψίας.
– Τι γνώμη έχετε για το επιχείρημα ότι η ανισότητα είναι μέρος της φύσης;
– Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται ψηλότεροι από τους άλλους, δυνατότεροι, υγιέστεροι, ικανότεροι στη μια ή στην άλλη δραστηριότητα. Από αυτή την άποψη, ναι, γεννιόμαστε με άνισα χαρακτηριστικά, δεξιότητες, ταλέντα και η ανισότητα είναι ένα δεδομένο, ένα στοιχείο της φύσης. Ομως αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ερώτημα της δικαιοσύνης, με το ποιος αξίζει τι και για ποιο λόγο. Γιατί εναπόκειται σε εμάς, ως δημοκρατικούς πολίτες, να αποφασίσουμε ποια χαρίσματα και ποιες ικανότητες θα ανταμειφθούν και πόσο.
Σκεφτείτε έναν πολύ επιτυχημένο αθλητή όπως τον μπασκετμπολίστα Λεμπρόν Τζέιμς. Είναι εξαιρετικά ταλαντούχος και θα μπορούσε να πει κανείς ότι η φύση τον προίκισε με ιδιαίτερες αθλητικές ικανότητες. Ομως, το αν πρέπει να κερδίζει εκατό εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο εξαρτάται από παράγοντες που δεν έχουν σχέση με τη φύση, αλλά με τον τρόπο που οργανώνουμε την οικονομία και την κοινωνία μας. Τυχαίνει στην εποχή μας ο κόσμος να αγαπά το μπάσκετ, υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για το NBA και έτσι οι σταρ του αθλήματος, όπως ο Λεμπρόν Τζέιμς, αμείβονται πλουσιοπάροχα. Αν όμως ο Τζέιμς ζούσε στην εποχή της ιταλικής Αναγέννησης, θα είχε μεν τα ίδια χαρίσματα, αλλά δεν θα κέρδιζε τόσα χρήματα, επειδή τότε δεν τους ενδιέφερε το μπάσκετ, τους ενδιέφεραν περισσότερο οι ζωγράφοι.
Ο τρόπος με τον οποίο ανταμείβονται τα ταλέντα και οι ικανότητες εξαρτάται από κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, οι οποίες δεν είναι έργο του ανθρώπου που συμβαίνει να έχει τα όποια χαρίσματα και επομένως δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της αξίας του. Η άνιση κατανομή εισοδήματος, πλούτου, σεβασμού ή αξιοπρέπειας προκύπτει από τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές που εμείς δημιουργούμε.
– Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν παρακολουθήσει διαδικτυακά το περί δικαιοσύνης μάθημά σας στο Χάρβαρντ. Εχει η δικαιοσύνη –ή το αίτημα για αυτήν– οικουμενικό χαρακτήρα; Ή τον απέκτησε εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης;
– Πιστεύω ότι το αίτημα για δικαιοσύνη είναι οικουμενικό, όχι προϊόν της παγκοσμιοποίησης. Οταν βιντεοσκοπήσαμε το μάθημά μου, το κάναμε σαν πείραμα, θέλοντας να δούμε αν η τεχνολογία μπορεί να ανοίξει τις πόρτες μιας αίθουσας του Χάρβαρντ και να καταστήσει τη φιλοσοφία –ιδίως την ηθική και την πολιτική φιλοσοφία– ελεύθερα προσβάσιμη. Στόχος ήταν να δείξουμε ότι η εκπαίδευση μπορεί να είναι δημόσιο αγαθό, όχι ιδιωτικό προνόμιο. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο θα έβλεπαν διαλέξεις φιλοσοφίας.
Και όμως, έτσι έγινε. Διαπίστωσα ότι υπάρχει μια βαθιά δίψα για συμμετοχή σε διάλογο γύρω από ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, μια δίψα που διαπερνά διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, περιοχές και πολιτικά πλαίσια. Το βλέπω όταν μιλώ σε ακροατήρια ανά τον κόσμο, ιδίως σε νέους ανθρώπους. Πολύ συχνά, ο δημόσιος διάλογος σήμερα περιορίζεται σε κομματικές αντιπαραθέσεις, σε κραυγές και συνθήματα, χωρίς ο ένας να ακούει πραγματικά τον άλλον, χωρίς επιχειρηματολογία ή ουσιαστική διαβούλευση για ζητήματα που έχουν σημασία.
Υπάρχει λοιπόν μια έντονη επιθυμία για κάτι καλύτερο, για έναν δημόσιο διάλογο που εστιάζει περισσότερο στα μεγάλα ηθικά ερωτήματα. Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες μας και τη βαθιά πόλωση των κοινωνιών μας, υπάρχει δίψα για μια καλύτερη δημόσια ζωή, για τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε, να επιχειρηματολογούμε και να ακούμε ο ένας τον άλλον, ακόμη κι όταν διαφωνούμε. Και αυτό μου δίνει ελπίδα.

