Πετρελαϊκές εταιρείες από το εξωτερικό ετοιμάζονται, πια, να επιστρέψουν στη Λιβύη.
Η χώρα της βόρειας Αφρικής με τα πλούσια πετρελαϊκά αποθέματα δέχεται ξανά, για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες, προσφορές από το εξωτερικό για νέες onshore και offshore έρευνες υδρογονανθράκων, γεγονός το οποίο έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον δεκάδων ξένων εταιρειών, μεταξύ αυτών και αμερικανικών.
«Εκ πρώτης όψεως, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια πολλά υποσχόμενη εξέλιξη. Η Λιβύη χρειάζεται απεγνωσμένα ανοικοδόμηση, πολιτική σταθερότητα και επενδύσεις. Ωστόσο, οι νέες πετρελαϊκές συμφωνίες είναι απίθανο να προσφέρουν αυτά τα οφέλη», γράφει η Γιουστίνα Γκουντσόφσκα, επικεφαλής του ερευνητικού οργανισμού the Sentry, στον ιστοχώρο του περιοδικού Foreign Policy. Σύμφωνα με την εν λόγω ανάλυση, «η Λιβύη υποφέρει από ένα εδραιωμένο σύστημα αρπακτικής διαφθοράς, μέσω του οποίου ο πετρελαϊκός πλούτος της χώρας έχει απομυζηθεί από μια διεφθαρμένη ελίτ».
«Για να αποφευχθεί η διαιώνιση αυτού του διεφθαρμένου δικτύου, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε Βρετανία, Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να προχωρήσουν με προσοχή», γράφει η Γιουστίνα Γκουντσόφσκα, υποστηρίζοντας ότι το λαθρεμπόριο βενζίνης και ντίζελ επεκτάθηκε στη Λιβύη την περίοδο μεταξύ 2022 και 2024 μέσω του προγράμματος επιδότησης καυσίμων.
Το 2021, η Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) της Λιβύης άρχισε να ανταλλάσσει λιβυκό πετρέλαιο με διυλισμένα καύσιμα από το εξωτερικό. Προηγουμένως, τα έσοδα από όλες τις πωλήσεις αργού πετρελαίου κατέληγαν στην κεντρική τράπεζα της Λιβύης, η οποία με τη σειρά της παρείχε κεφάλαια στη NOC για την αγορά καυσίμων. Οι προαναφερθείσες ανταλλαγές ωστόσο, δεν καταγράφονταν στον δημόσιο ισολογισμό. Ετσι η NOC μπόρεσε να αυξήσει τις εισαγωγές καυσίμων χωρίς όμως να σημειωθεί καμία αύξηση στις αναφερόμενες κρατικές δαπάνες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, σε μόλις τρία χρόνια, οι εισαγωγές καυσίμων της Λιβύης υπερδιπλασιάστηκαν, φτάνοντας περίπου τα 41 εκατ. λίτρα την ημέρα στα τέλη του 2024.
Γιατί οι εισαγωγές εκτοξεύτηκαν στα ύψη; Οι λιβυκές αρχές αφήνουν να εννοηθεί ότι οι αυξήσεις ήταν απαραίτητες εξαιτίας των αλλαγών στις αλυσίδες εφοδιασμού φυσικού αερίου και της αυξανόμενης ανάγκης για καύσιμα για την τροφοδοσία του λιβυκού δικτύου ηλεκτρισμού. Ωστόσο, οι ποσότητες που εισάγονται είναι πολύ υψηλότερες από όσες θα μπορούσε εύλογα να καταναλώσει η νόμιμη οικονομία της Λιβύης. «Η πραγματικότητα είναι ότι πάνω από το 50% αυτών των καυσίμων επιστρέφεται λαθραία εκτός χώρας», κυρίως μέσω Βεγγάζης, γράφει η Γιουστίνα Γκουντσόφσκα στον ιστοχώρο του περιοδικού Foreign Policy, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι στα καταγγελλόμενα δίκτυα λαθρεμπορίας καυσίμων πρωταγωνιστεί ο Σαντάμ Χαφτάρ, ένας από τους γιους τους Χαλίφα Χαφτάρ.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σχετικό άρθρο του Foreign Policy: «Η Λιβύη μπορεί να παραμένει πολιτικά διχασμένη, ωστόσο όλοι έλαβαν μερίδιο από τα παράνομα κέρδη (σ.σ.: του λαθρεμπορίου καυσίμων)», αφού η οικογένεια του Χαφτάρ φέρεται να «λειτουργεί σε σιωπηρή συνεργασία με πρόσωπα που συνδέονται με την κυβέρνηση του Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπέιμπα με έδρα την Τρίπολη». Παράλληλα, το καταγγελλόμενο λαθρεμπόριο φέρεται να υποστηρίζεται και από τη Ρωσία, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ως αποτέλεσμα, «Λίβυοι πολίτες καλούνται ενίοτε να πληρώνουν 40 φορές πάνω την επίσημη επιδοτούμενη τιμή για καύσιμα, ενώ πολλοί από τους ηγέτες τους πωλούν παράνομα καύσιμα σε ξένα δίκτυα στη Λιβύη και στις γειτονικές χώρες».
Πηγή: FP

