Μοράν Στέλα Γιανάι: Επρεπε να μάθω να περπατάω από την αρχή

Μοράν Στέλα Γιανάι: Επρεπε να μάθω να περπατάω από την αρχή

Την άρπαξαν και τη φυλάκισαν στη Γάζα. Εμεινε 54 ημέρες αιχμάλωτη, πολλές από αυτές χωρίς νερό, με δύο σπασμένα πόδια. Η απελευθέρωσή της δεν σήμανε και την επανένταξή της στη ζωή. Είχε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει

8' 33" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

«Δεν έχω μίσος – κράτησα μόνο την ανθρωπιά μου». Σε αυτή η φράση συνοψίζει την περιπέτειά της η Μοράν Στέλα Γιανάι, που έζησε επί 54 ημέρες όμηρος της Χαμάς στη Γάζα. Η Γιανάι αφηγήθηκε στην «Κ» την ιστορία της, από τη στιγμή της αρπαγής της μέχρι την απελευθέρωσή της.

Είχε βρεθεί στο φεστιβάλ μουσικής «Νόβα» ως πωλήτρια. «Τη νύχτα της 6ης Οκτωβρίου είχα ένα πολύ κακό προαίσθημα. Οταν ξημέρωσε, στις 06.20, για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα ότι όλα ήταν καλά. Στις 06.29 όμως είδα δύο ρουκέτες στον ουρανό. Οι μισοί από τους φίλους μου νόμιζαν ότι ήταν πυροτεχνήματα, αλλά εγώ έπαθα κρίση πανικού. Υστερα από λίγο φώναξα “ρουκέτες!”. Από εκείνη τη στιγμή, μείναμε μέσα στις εγκαταστάσεις του φεστιβάλ μέχρι τις 8 το πρωί, επειδή έπρεπε να μαζέψουμε τα εμπορεύματά μας. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι εκείνη τη στιγμή ήμασταν εντελώς περικυκλωμένοι από τους τρομοκράτες».

Με τρεμάμενη φωνή μάς περιγράφει την προσπάθεια να απομακρυνθούν από το φεστιβάλ, αλλά η κατάσταση ήταν χαοτική. «Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Ενας από τους φίλους μου μού είπε να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και στην αρχή προσπαθήσαμε να οδηγήσουμε το αυτοκίνητό μας, αλλά όχι για πολύ, γιατί συνεχώς χτυπούσαμε ανθρώπους που έτρεχαν ουρλιάζοντας. Χρειάστηκε να κατέβουμε και να τρέξουμε με τα πόδια. Σε εκείνο το σημείο, άκουσα τον ήχο των πυροβόλων. Aκούσαμε φωνές στα αραβικά. Κρυφτήκαμε πέντε άτομα σε ένα δέντρο, ακουμπισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, στη μέση ενός τεράστιου χωραφιού με πατάτες, εντελώς εκτεθειμένοι. Δεν είχαμε πραγματικά πού να κρυφτούμε.

»Oταν ακούσαμε τις κραυγές στα αραβικά», συμπληρώνει «οι μισοί έτρεξαν μπροστά, εγώ στράφηκα δεξιά και είδα μια ομάδα τρομοκρατών στην κορυφή που φώναζαν “Αλλάχ Ακμπάρ – Ο Θεός είναι μεγάλος”. Ηταν τόσο χαρούμενοι. Πανηγύριζαν, φώναζαν. Ενας τρομοκράτης κρατούσε μαχαίρι, πήδηξε από πίσω μου και έπεσα στο χώμα. Τραυμάτισα το πόδι μου. Ούρλιαξα και όταν σήκωσε ένα σιδερένιο σωλήνα να με χτυπήσει, του φώναξα “σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις, είμαι αράβισσα”. Δεν ξέρω γιατί προσποιήθηκα ότι ήμουν. Είμαι μισή Μαροκινή και μισή Αιγύπτια και ήξερα πέντε λέξεις στα αραβικά. Φορούσα ένα αραβικό κολιέ στον λαιμό μου με το όνομά μου, το οποίο είχα πάρει τυχαία ως δώρο ένα μήνα πριν».

Στην αρένα σαν τρόπαιο – Το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μέση του πλήθους, η πόρτα άνοιξε και κάποιος προσπάθησε να με σύρει έξω. Ενιωθα σαν να έμπαινα σε μια αρένα και ήμουν ο ταύρος, σαν ένα μεγάλο «τρόπαιο».

Προς την αιχμαλωσία

«Με έπιασαν τρεις φορές», υπογραμμίζει και προσθέτει, «τις δύο πρώτες φορές προσποιήθηκα ότι ήμουν Αράβισσα και κατάφερα να απελευθερωθώ. Τη δεύτερη φορά που με άφησαν φώναξα πολύ δυνατά, χωρίς να ξέρω ότι αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή. Αυτό έκανε την τρίτη ομάδα να με ακούσει. Και όταν κοίταξα πίσω μου, είδα 13 τρομοκράτες της Χαμάς να τρέχουν προς το μέρος μου. Και δεν είχα πια το κολιέ. Αυτό που έζησα ήταν πολύ βίαιο. Αρχισαν να με σέρνουν και απλώς περίμενα το πεπρωμένο μου. Με έβαλαν σε ένα όχημα. Ημασταν 11 άτομα στο αυτοκίνητο, με χτύπησαν στη διαδρομή και με οδήγησαν στη Γάζα».

Μοράν Στέλα Γιανάι: Επρεπε να μάθω να περπατάω από την αρχή-1
Η πρώτη συνάντηση της Μοράν Στέλα Γιανάι με την οικογένειά της, στο νοσοκομείο, μία μέρα μετά την απελευθέρωσή της από τη Χαμάς. Η περίοδος της αποκατάστασης ήταν μακρά και δύσκολη. «Τις πρώτες δύο εβδομάδες μου έμαθαν πώς να ανοίγω τη βρύση», θυμάται.

»Βλέποντας την είσοδο στη Γάζα, έκλεισα τα μάτια μου γιατί δεν μπορούσα να κοιτάζω. Δίπλα μου είχα έναν τρομοκράτη τον οποίο ονόμασα “Τζόκερ”. Με ανάγκασε να ανοίξω τα μάτια μου. Με άρπαξε από τα μαλλιά και είδα 100 πολίτες να φωνάζουν και να γιορτάζουν. Το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μέση του πλήθους, η πόρτα άνοιξε και κάποιος προσπάθησε να με σύρει έξω. Ενιωθα σαν να έμπαινα σε μια αρένα και ήμουν ο ταύρος, σαν ένα μεγάλο “τρόπαιο”. Xιλιάδες άνθρωποι, νέοι και γέροι, ήταν στη μέση και φώναζαν “Ο Θεός είναι μεγάλος”, χαρούμενοι, χαμογελαστοί, να επευφημούν βίαια. Ηταν έτοιμοι να μας λιντσάρουν.

»Στη συνέχεια, κάποιος έκλεισε την πόρτα και φύγαμε από εκείνο το μέρος. Με έσυραν σε ένα νοσοκομείο, σε ένα δωμάτιο γεμάτο άνδρες, ένα μικρό δωμάτιο, με έσπρωξαν σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, μου έβγαλαν τα παπούτσια και πραγματικά πίστευα ότι αυτό ήταν το τέλος. Ηρθε ένας γιατρός. Ημουν τραυματισμένη. Μου χαμογέλασε και μου μίλησε με την πιο καθαρή εβραϊκή γλώσσα που μπορείς να ακούσεις και με ρώτησε: “Γιατί χαμογελάς;”. Ηταν σαν ταινία τρόμου. Μου έβαλαν γύψο και με πήγαν στο πρώτο σπίτι. Με εξέτασαν και με κήρυξαν στρατιώτη επειδή φορούσα στολή που έμοιαζε με στρατιωτική και είχα στρατιωτικές μπότες.

»Ξέρετε, με μετέφεραν 11 φορές και άλλαξα πέντε διαφορετικά σπίτια. Εσπασα και τα δύο μου πόδια και έπρεπε να αποσυνδέσω τον πόνο από το μυαλό μου».

«Τι σας έλεγαν οι φρουροί της Χαμάς;», τη ρωτάμε. «Δεν ήθελαν να μοιραστούν πληροφορίες και δεν είδα τα πράσινα μαντίλια της Χαμάς. Σε κάποιο σημείο έβαλαν στο δωμάτιο μια νεαρή κοπέλα, 18 ετών όμηρο, και δεν μας επέτρεπαν να μιλήσουμε για μέρες. Τις πρώτες τέσσερις μέρες ήμουν υπό την επήρεια ναρκωτικών, μου έδιναν κεταμίνη. Οπότε δεν ήξερα πραγματικά αν ήταν μέρα ή νύχτα. Ημουν σε πολύ υψηλό επίπεδο άγχους και αυτοί ήταν ευχαριστημένοι με αυτό. Kάθε φορά που μας έβλεπαν να πεταγόμαστε στον τοίχο όταν γινόταν μια έκρηξη, γελούσαν. Μας αντιμετώπιζαν σαν μαριονέτες, σαν “Μπάρμπι”, και τους διασκέδαζε».

«Σας επέβαλαν να ακολουθείτε μια καθημερινή ρουτίνα;». «Δεν υπήρχε ρουτίνα», απαντάει. «Δεν είχαμε οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα για δύο εβδομάδες και μετά δεν είχαμε νερό για ένα μήνα. Ετσι, ακόμη και το βούρτσισμα των δοντιών το πρωί δεν ήταν επιλογή. Κάποιες φορές είχα τόσο λίγο νερό, που έπρεπε να αποφασίσω ποιο μέρος του σώματός μου θα πλύνω σήμερα. Επλυνα τα πόδια μου δύο φορές σε 54 ημέρες, επειδή δεν ήθελα να σπαταλήσω νερό και δεν ξέραμε αν σήμερα θα είχαμε πρωινό ή όχι. Το πρωινό μπορεί να ήταν απλώς ένα σνακ ή μια ξερή πίτα».

Με το όπλο στον κρόταφο

«Δεν ξέραμε τι θα συμβεί και αν ο φύλακας ήταν χαρούμενος ή θυμωμένος», συνεχίζει. «Αν ήταν χαρούμενος, ερχόταν στο δωμάτιο αρκετές φορές την ημέρα και με κοίταζε και δεν ήξερα τι έχει στο μυαλό του. Μια φορά έπρεπε να παίξω μαζί του χαρτιά για 14 ώρες, αλλά θύμωσε και μου έβαλε ένα όπλο στο κεφάλι. Δεν ήταν ευτυχισμένος και μου είπε: “Δεν θα φας σήμερα”. Κλείδωσε την πόρτα και δεν μας άφησε να πάμε στο μπάνιο για 13 ώρες.

»Μια άλλη μέρα μου έδωσαν να φάω μια χαλασμένη κονσέρβα. Δύο ώρες αργότερα είχα σοβαρή τροφική δηλητηρίαση, χωρίς καμία πρόσβαση σε φάρμακα. Τις ίδιες ημέρες μας έδιναν μόλις 20 ml αλμυρό νερό. Μας το ανακοίνωσαν σαν “προϋπολογισμό”: “Αυτό είναι το νερό σας, μοιράστε το όπως μπορείτε”. Οταν αρρώστησα και τα άλλα δύο κορίτσια ήταν ήδη αφυδατωμένα, αποφάσισα να κάνω απεργία πείνας. Δεν έτρωγα τίποτα. Υστερα από περίπου 19 ώρες που προσπαθούσαν να με αναγκάσουν να φάω, έφεραν τον υπεύθυνο της ομάδας. Του είπα ξεκάθαρα: “Κάνω απεργία γιατί δεν μας δίνετε νερό”. Τελικά μας έδωσαν ένα ελάχιστο νερό και αυτό ήταν το νερό μας για 24 ώρες».

Ευχαριστώ, Θεέ μου – Ηρθαν στο δωμάτιο και είπαν ότι θα πάμε σπίτι. Δεν τους πίστεψα, με είχαν ξεγελάσει ήδη τέσσερις φορές. Οταν είδα τα τζιπ του Ερυθρού Σταυρού, κατάλαβα ότι ήταν αλήθεια. Είπα μέσα μου «ευχαριστώ, Θεέ μου».

Στην ερώτηση αν την απείλησαν με σεξουαλική κακοποίηση, απαντά κοφτά: «Δεν μιλάω για αυτό το ζήτημα». Κάνει μια μικρή παύση και συνεχίζει: «Με απείλησαν ότι θα με παντρέψουν και ότι δεν θα με αφήσουν ελεύθερη, ακόμη κι αν υπάρξει κατάπαυση του πυρός. Είπαν ότι θα μας περάσουν λαθραία στην Αίγυπτο και θα μας πουλήσουν. Επρεπε να αντιμετωπίσουμε τόσο πολλά πράγματα και δεν τους ένοιαζε. Ηταν ευτυχισμένοι».

Στη συνέχεια, η Μοράν θυμάται τις δύο πιο δύσκολες στιγμές. «Υπήρξαν δύο μέρες που θα τις θυμάμαι πάντα ως τις χειρότερες της αιχμαλωσίας μου. Η πρώτη ήταν κάπου στη μέση. Ξύπνησα με έντονους πόνους, τα πόδια μου είχαν μολυνθεί, πονούσαν, το σώμα μου είχε εξαντληθεί. Το πρόσωπό μου είχε αλλάξει, ήμουν απογοητευμένη και χωρίς πίστη. Εκείνη την ημέρα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα ελευθερωθώ ποτέ. Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν το τέλος, ότι θα πεθάνω χωρίς να με έχει αγκαλιάσει κανείς, χωρίς να ξαναζήσω τίποτα ανθρώπινο.

Η δεύτερη τέτοια φορά ήταν την 52η μέρα. Εκείνη τη μέρα με είχαν μεταφέρει σε άλλο σπίτι και με είχαν κυριολεκτικά στριμώξει σε μια γωνία. Δεν μου επέτρεπαν να κάνω τίποτα, ούτε να μιλήσω με τους άλλους ομήρους ούτε να δω τα πρόσωπα των φυλάκων. Πίστευαν ότι ήμουν στρατιώτης. Μου έκοψαν τον γύψο και με άφησαν εκεί. Ηταν η στιγμή που ένιωσα ότι βρίσκομαι στο όριο, ότι είτε θα συμβεί ένα θαύμα είτε θα τα παρατήσω».

«Και μετά;». «Δύο μέρες αργότερα, συνέβη αυτό που δεν περίμενα. Ηρθαν στο δωμάτιο και είπαν ότι θα πάμε σπίτι. Δεν τους πίστεψα, με είχαν ξεγελάσει ήδη τέσσερις φορές. Τη μία φορά με είχαν βγάλει στη μέση του δρόμου με άλλες δύο κοπέλες και τελικά γύρισα πίσω μόνη μου στη Γάζα. Αλλά αυτή τη φορά, όταν άνοιξα τα μάτια μου και είδα τα τζιπ του Ερυθρού Σταυρού, κατάλαβα ότι ήταν αλήθεια. Είπα μέσα μου “ευχαριστώ, Θεέ μου”. Και ταυτόχρονα “ευχαριστώ τον εαυτό μου”, γιατί είχα αντέξει, είχα ξεπεράσει κάθε φόβο, κάθε φυσικό πόνο, κάθε ψυχολογική πίεση».

Σχεδόν δύο χρόνια από την απελευθέρωσή της, η Μοράν μιλάει για τη δύσκολη διαδικασία επανένταξης. «Επρεπε να μάθω ξανά τα βασικά, δηλαδή πώς να περπατάω, τι επιτρέπεται, τι όχι. Στην αρχή, δεν ήθελα καν να κάνω ντους γιατί φοβόμουν ότι θα ερχόταν κάποιος και θα έλεγε ότι κάνω λάθος. Ηταν η μυρωδιά του άγχους. Τις πρώτες δύο εβδομάδες, μου έμαθαν πώς να ανοίγω τη βρύση. Μου έμαθαν πώς να βουρτσίζω τα δόντια μου και πώς να πηγαίνω στο ντους. Είμαι μια 40χρονη γυναίκα».

«Σήμερα», εξηγεί «προσπαθώ να βοηθήσω τις οικογένειες των ομήρων να κλείσουν αυτό το κεφάλαιο και να εκπαιδεύσω τον απλό κόσμο. Μοιράζομαι μια κατάσταση που δεν έχει να κάνει με την πολιτική».

«Θα συγχωρούσατε τους απαγωγείς σας;», τη ρωτάμε. «Δεν λέω ότι θέλω να τους σώσω, ούτε ότι θα τους συγχωρούσα, αλλά δεν θα επέλεγα να τους σκοτώσω. Θα προτιμούσα να τους αφήσω να ζήσουν, κλεισμένους σε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, με ελάχιστο φαγητό και νερό, λίγο περισσότερο από όσο μας έδιναν εκείνοι. Είμαι βέβαιη πως κάποια στιγμή είτε θα λυγίσουν είτε κάτι μέσα τους θα αλλάξει. Κάθε άνθρωπος, όσο σκοτεινός κι αν είναι, χρειάζεται παιδεία για να καταλάβει τι σημαίνει ανθρωπιά».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT