Eνα ακτινοβόλο διαστημικό όχημα από άλλο πολιτικό γαλαξία προσγειώθηκε στη Γουόλ Στριτ το βράδυ της περασμένης Τρίτης. Γεννημένος στην Ουγκάντα από Ινδούς γονείς, ο μόλις 34χρονος Ζοράν Μαμντάνι, δηλωμένος οπαδός του δημοκρατικού σοσιαλισμού, εξελέγη δήμαρχος στη μητρόπολη του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Η επινίκια ομιλία του απέναντι σε ένα ηλεκτρισμένο πλήθος ξεκίνησε με την απότιση φόρου τιμής στον Γιουτζίν Ντεμπς, ιδρυτή του επαναστατικού συνδικάτου «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» και πέντε φορές υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ με τη σημαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα.
Η δεύτερη φράση ήταν εξίσου εύγλωττη. «Για όσο καιρό μπορούμε να θυμόμαστε, οι πλούσιοι και οι διαπλεκόμενοι έλεγαν στους εργαζομένους της Νέας Υόρκης ότι η εξουσία δεν είναι για τα δικά τους χέρια. Δάχτυλα με μώλωπες από κιβώτια αποθηκών, παλάμες ροζιασμένες από το τιμόνι του ποδηλάτου, αρθρώσεις καμένες στις κουζίνες – αυτά δεν είναι χέρια που δικαιούνται να νέμονται την εξουσία… Απόψε όμως, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, το πετύχαμε»!
Στη συνέχεια, επανήλθε στις βασικές επαγγελίες της προεκλογικής του εκστρατείας –δωρεάν συγκοινωνίες και παιδικοί σταθμοί, «πάγωμα» ενοικίων και δημοτικά παντοπωλεία με βαρύτερη φορολογία στους πολύ πλούσιους και στις μεγάλες επιχειρήσεις– προσθέτοντας: «Θα σταθούμε στο πλευρό των συνδικάτων γιατί γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει και ο Ντόναλντ Τραμπ, πως όταν οι εργαζόμενοι έχουν θωρακισμένα δικαιώματα, τα αφεντικά που προσπαθούν να τους εκβιάσουν φαίνονται, τελικά, πολύ μικρά».

Η αντίδραση Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποδέχτηκε τον θρίαμβο του Μαμντάνι στη γενέτειρά του ως απόδειξη του ισχυρισμού ότι οι Δημοκρατικοί έχουν αλωθεί από τους κομμουνιστές. Στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου, απειλούσε ότι αν εκλεγεί ο Μαμντάνι, θα κόψει την κρατική επιχορήγηση στη μεγαλούπολη. Δεν δίστασε μάλιστα να υποστηρίξει τον επικρατέστερο αντίπαλό του, τον Δημοκρατικό πρώην κυβερνήτη της πολιτείας Αντριου Κουόμο, ο οποίος κατέβαινε ως ανεξάρτητος μετά την ήττα του στις εσωκομματικές εκλογές, μια και ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Κέρτις Σλίβα δεν είχε καμία ελπίδα.
«Σπάνια στην Ιστορία έρχεται μια στιγμή που κάνουμε ένα βήμα από
το παλιό στο νέο. Οταν τελειώνει μια εποχή και η ψυχή ενός έθνους
βρίσκει έκφραση. Απόψε κάνουμε ένα βήμα από το παλιό στο νέο».Eπινίκια ομιλία, μιμούμενος τον πρώτο
πρωθυπουργό της Ινδίας, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, το 1947, όταν η χώρα κατέκτησε την ελευθερία της.
Ενδεικτικό της ατμόσφαιρας στους κόλπους των συντηρητικών ελίτ ήταν ότι η New York Post του Ρούπερτ Μέρντοχ υποδέχτηκε το σοκ της Τρίτης με ένα πρωτοσέλιδο υπό τον τίτλο «Το Κόκκινο Μήλο» (Μεγάλο Μήλο είναι το διαδεδομένο παρωνύμιο της Νέας Υόρκης) και μια πειραγμένη φωτογραφία, όπου ο Μαμντάνι εμφανιζόταν να υψώνει το σφυροδρέπανο.
Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μέρντοχ, φυσικά, γνωρίζουν ότι ο νέος ροκ σταρ των Δημοκρατικών δεν είναι κομμουνιστής – ο ίδιος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι νιώθει περισσότερο σαν «Σκανδιναβός σοσιαλιστής, με πιο σκούρα επιδερμίδα». Αυτό που ενοχλεί, όχι μόνο τους δεξιούς αντιπάλους του, είναι ότι δεν ελέγχεται από το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, καθώς διαμορφώθηκε στον στίβο των κοινωνικών κινημάτων και του πολιτικού ακτιβισμού.
Στα φοιτητικά του χρόνια, πρωταγωνίστησε στην οργάνωση δικτύου αλληλεγγύης προς τους Παλαιστινίους. Στη συνέχεια έτρεχε σε μαραθωνίους προπαγανδίζοντας προοδευτικές θέσεις για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, συμμετείχε σε απεργία πείνας οδηγών ταξί και σε καμπάνιες για την εκλογή αριστερών Δημοκρατικών.

Οταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης, πριν από ένα χρόνο, ίσως ήταν το μοναδικό άτομο που πίστευε ότι θα μπορούσε να νικήσει. Αν και είχε εκλεγεί στην πολιτειακή Βουλή από το 2020, ήταν πολύ λιγότερο αναγνωρίσιμος στο ευρύ κοινό από όλους τους αντιπάλους του και οι πρώτες δημοσκοπήσεις τού έδιναν γύρω στο 1%.
Ωστόσο η γεμάτη νεανικό ενθουσιασμό, αισιοδοξία, επινοητικότητα και ριζοσπαστισμό εκστρατεία του ηλέκτρισε όχι μόνο την αριστερή βάση των Δημοκρατικών, αλλά και ευρύτερα ακροατήρια ανθρώπων, κυρίως νέων, που είχαν απογοητευτεί από το πολιτικό προσωπικό. Δεκάδες χιλιάδες εθελοντές δημιούργησαν ένα κίνημα λαϊκής βάσης, όπως είχε γίνει με την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς για την προεδρία το 2016. Αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση της προσέλευσης στις κάλπες, που του χάρισε τη νίκη.
«Δεν θα αλλάξω την πίστη, για την οποία είμαι περήφανος. Υπάρχει όμως κάτι που θα αλλάξω. Δεν θα τοποθετώ τον εαυτό μου στη σκιά. Θα είμαι στο φως».
Απαντώντας στον αντιπροέδρο των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, που τον κατηγόρησε ότι κατά τη γνώμη του «το μόνο θύμα της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν η θεία του, που αισθάνεται ανασφάλεια επειδή την κοιτούν στραβά».
Από αυτή την άποψη, το φαινόμενο Μαμντάνι εμφανίζεται ως κατοπτρικό είδωλο του φαινομένου Τραμπ – η πορεία και οι θέσεις τους είναι διαμετρικά αντίθετες, αλλά το υπόστρωμα είναι κοινό. Και οι δύο εμφανίστηκαν ως αντισυστημικοί, έδωσαν πολιτικό διέξοδο σε τεράστια ρεύματα κοινωνικής διαμαρτυρίας και κατάφεραν να αλώσουν (ο ένας εθνικά, ο άλλος τοπικά) το ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, που βρίσκονταν σε κατάσταση σύγχυσης ύστερα από μεγάλες ήττες, αναζητώντας εναγωνίως φρέσκα πρόσωπα, ιδέες και προοπτικές.

Για να φτάσει εκεί που έφτασε, ο Μαμντάνι είχε να παλέψει με σαράντα κύματα. Η Wall Street Journal του αφιέρωσε δέκα λιβέλλους, αλλά και οι New York Times στράφηκαν εναντίον του. Δισεκατομμυριούχοι όπως ο Μάικλ Μπλούμπεργκ και ο Μπιλ Ακμαν επένδυσαν μαζικά στον Κουόμο και έχασαν. Γόνος ισχυρής πολιτικής δυναστείας, υφυπουργός του Κλίντον και σύζυγος μιας κόρης του Ρόμπερτ Κένεντι στον πρώτο του γάμο, ο Κουόμο ήταν η επιτομή του κατεστημένου των Δημοκρατικών· ωστόσο ουδόλως υστέρησε του δεξιού Ρούντολφ Τζουλιάνι, από τους πρώτους που κατηγόρησαν τον Μαμντάνι για «κράμα εξτρεμιστικού Ισλάμ και κομμουνισμού».
«Παρακολούθησα την εκστρατεία σου κι ήταν εντυπωσιακή».
Μπαράκ Ομπάμα, πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος αν και δεν τον υποστήριξε ανοιχτά, άφησε να διαρρεύσει το περιεχόμενο του θερμού τηλεφώνηματός τους, ενώ άλλοι Δημοκρατικοί ηγέτες απέφυγαν να πάρουν θέση.
Πόλεμος λάσπης
Σε τηλεοπτική εκπομπή, ο Κουόμο δεν δίστασε να υπονοήσει ότι ο μουσουλμάνος Μαμντάνι θα χαιρόταν με μια δεύτερη 11η Σεπτεμβρίου. Επιτροπή υποστηρικτών του Κουόμο πλημμύρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ψεύτικα, ρατσιστικά βίντεο, δημιουργήματα τεχνητής νοημοσύνης, που εμφάνιζαν τον Μαμντάνι να τρώει με τα χέρια ρύζι και να χαριεντίζεται με κλεφτρόνια και σεξουαλικούς παραβάτες. Ακόμη και όταν κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών, τα μεγάλα ονόματα των Δημοκρατικών στη Νέα Υόρκη είτε δεν τον υποστήριξαν ποτέ, όπως ο ηγέτης τους στη Γερουσία Τσακ Σούμερ, είτε το έκαναν την τελευταία στιγμή εντελώς ανόρεχτα, όπως ο ομόλογός του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις.
Σε αυτό το φόντο, η άνετη νίκη του Μαμντάνι, με εννέα μονάδες διαφορά, ήταν καθολική ήττα όλων των κέντρων εξουσίας –του κατεστημένου και των δύο κομμάτων, της Γουόλ Στριτ και των μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου– και βαρόμετρο των μεγάλων αλλαγών που κυοφορούνται στο κοινωνικό σώμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρόλο τον πόλεμο που δέχθηκε για τις θέσεις του υπέρ των Παλαιστινίων, ο μουσουλμάνος Μαμντάνι κέρδισε το ένα τρίτο των Εβραίων της μεγαλούπολης.
«H συντακτική ομάδα δεν υποστήριξε την προεκλογική του εκστρατεία λόγω της ανησυχίας μας για τις πολιτικές προτάσεις του και την απειρία του. Επιθυμούμε όμως την επιτυχία του. Η Νέα Υόρκη, η πιο δυναμική πόλη του κόσμου, στην οποία ωστόσο πολλοί νιώθουν αποκλεισμένοι από την ωραία της ζωή, έχει
ανάγκη την επιτυχία του».Κύριο άρθρο των New York Times
Ασφαλώς, οι μεγάλες προκλήσεις είναι μπροστά του. Τα προηγούμενα χρόνια, κάμποσοι Δημοκρατικοί κέρδισαν μεγάλες πόλεις με αριστερές θέσεις, για να απογοητεύσουν το κοινό τους τα επόμενα χρόνια, με τυπικό παράδειγμα τον πρώην δήμαρχο Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο. Το κατά πόσον το φαινόμενο Μαμντάνι είναι εξαγώγιμο από τη φιλελεύθερη Νέα Υόρκη των 8,5 εκατομμυρίων στην πιο απρόβλεπτη Αμερική των 340 εκατομμυρίων μένει να αποδειχθεί.
Στην άλλη όχθη
Σε κάθε περίπτωση, ύστερα από τη νίκη του Τραμπ το 2024, η μετεωρική άνοδος του Μαμντάνι φέτος ήρθε να επιβεβαιώσει ότι το (νεο)φιλελεύθερο Κέντρο πιέζεται ασφυκτικά στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, με τα δυναμικά ανερχόμενα ρεύματα να βρίσκονται στα δεξιά και στα αριστερά του. Αυτό βλέπουμε και στην Ευρώπη, με τη Λεπέν και τον Μελανσόν στη Γαλλία, τον Φάρατζ και τους Πράσινους στη Βρετανία και πάει λέγοντας.
«Η πόλη που κάποτε αποτελούσε σύμβολο ελευθερίας παρέδωσε τα κλειδιά της σε έναν υποστηρικτή της Χαμάς. Οι απόψεις του δεν απέχουν πολύ από εκείνες των φανατικών που πριν από 25 χρόνια δολοφόνησαν 3.000 Αμερικανούς».
Αμιτσάι Τσικλί, Ισραηλινός υπουργός για τη Διασπορά και την
Καταπολέμηση του Αντισημιτισμού
Από εδώ και η «Μαμντανι-μανία» μιας ευρωπαϊκής Αριστεράς που δεν βρίσκεται στις καλύτερες μέρες της και, σε μια αντιστροφή όσων γνωρίζαμε για δεκαετίες, έχει φτάσει να αναζητεί στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού πηγές έμπνευσης και πρότυπα προς μίμηση.

