Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέλεξαν πέρυσι πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες στρατιωτικοί δικηγόροι του Ισραήλ είχαν προειδοποιήσει ότι υπήρχαν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου, σε σχέση με τη Γάζα, σύμφωνα με πέντε Αμερικανούς πρώην αξιωματούχους που μίλησαν στο Reuters.
Οι πληροφορίες αυτές, που δεν είχαν δημοσιοποιηθεί έως σήμερα, περιγράφονται από τους ίδιους ως «από τις πιο ανησυχητικές» που έφτασαν σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ανέδειξαν εσωτερικές αμφιβολίες στο ίδιο το ισραηλινό στρατιωτικό επιτελείο σχετικά με τη νομιμότητα των τακτικών του, σε αντίθεση με τη δημόσια στάση της ισραηλινής κυβέρνησης που υπερασπιζόταν τις ενέργειες του στρατού της.
Δύο Αμερικανοί πρώην αξιωματούχοι ανέφεραν ότι το υλικό αυτό δεν είχε ευρεία διανομή εντός της αμερικανικής κυβέρνησης μέχρι τα τέλη της διοίκησης Μπάιντεν, όταν κοινοποιήθηκε σε περισσότερες υπηρεσίες ενόψει ενημέρωσης του Κογκρέσου τον Δεκέμβριο του 2024.
Η πληροφορία επιδείνωσε τις ανησυχίες στην Ουάσιγκτον για τη συμπεριφορά του Ισραήλ στη Γάζα, όπου ο ισραηλινός στρατός υποστήριζε ότι στόχευε μαχητές της Χαμάς που βρίσκονταν σε κατοικημένες περιοχές.
Την ίδια ώρα, Αμερικανοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι οι επιθέσεις ενδέχεται να στοχοποιούσαν εσκεμμένα αμάχους ή ανθρωπιστικό προσωπικό. Οι ενέργειες αυτές θα συνιστούσαν εγκλήματα πολέμου, κάτι που το Ισραήλ αρνείται κατηγορηματικά.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις υγειονομικές αρχές της Γάζας, περισσότεροι από 68.000 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της διετίας, ενώ ο ισραηλινός στρατός υποστηρίζει ότι περίπου 20.000 από αυτούς ήταν μαχητές.
Το Reuters επικοινώνησε με εννέα πρώην αξιωματούχους της διοίκησης Μπάιντεν, εκ των οποίων έξι είχαν άμεση γνώση των πληροφοριών και των συζητήσεων που ακολούθησαν εντός της κυβέρνησης.
Ολοι μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας λόγω της ευαισθησίας του θέματος.
Η διαρροή αυτών των πληροφοριών προκάλεσε έντονες εσωτερικές συζητήσεις στην Ουάσιγκτον τον Δεκέμβριο του 2024, με τη συμμετοχή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου, των υπηρεσιών πληροφοριών και του Λευκού Οίκου.
Ο Μπάιντεν είχε ενημερωθεί από τους συμβούλους εθνικής ασφάλειας.
Ενδεχόμενη επίσημη διαπίστωση ότι το Ισραήλ διέπραξε εγκλήματα πολέμου θα υποχρέωνε, βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας, τη διακοπή πωλήσεων όπλων και ανταλλαγής πληροφοριών με το Ισραήλ.
Ωστόσο, οι νομικοί σύμβουλοι της διοίκησης κατέληξαν ότι δεν υπήρχε επαρκές αποδεικτικό υλικό από αμερικανικές πηγές που να τεκμηριώνει πρόθεση του Ισραήλ να πλήξει αμάχους, επιτρέποντας έτσι τη συνέχιση της στρατιωτικής και πληροφοριακής στήριξης.
Σύμφωνα με πρώην αξιωματούχους, ορισμένα στελέχη εξέφρασαν απογοήτευση, θεωρώντας ότι η διοίκηση Μπάιντεν θα έπρεπε να είναι πιο αποφασιστική στην καταδίκη των ισραηλινών ενεργειών και του ρόλου των ΗΠΑ στην υποστήριξή τους.
Η διοίκηση Τραμπ, που ανέλαβε τον Ιανουάριο, ενημερώθηκε για το θέμα αλλά δεν έδειξε ενδιαφέρον να το διερευνήσει περαιτέρω, επιλέγοντας μια στάση ακόμη πιο έντονης στήριξης προς το Ισραήλ, σύμφωνα με τους ίδιους αξιωματούχους.
Πρώην νομικοί του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσαν ότι ήδη από τον Δεκέμβριο του 2023 είχαν προειδοποιήσει τον τότε υπουργό Εξωτερικών Aντονι Μπλίνκεν ότι η ισραηλινή στρατιωτική δράση πιθανόν παραβιάζει το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και ενδέχεται να συνιστά εγκλήματα πολέμου.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε ποτέ επίσημη γνωμοδότηση με σαφή συμπέρασμα, καθώς άλλοι αξιωματούχοι θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με πολιτική καταδίκη του Ισραήλ.
Τον Μάιο του 2024, σε έκθεση που συνέταξε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Ουάσιγκτον αναγνώριζε ότι το Ισραήλ «ενδέχεται» να έχει παραβιάσει το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο κάνοντας χρήση αμερικανικών όπλων, χωρίς όμως να καταλήγει σε οριστική εκτίμηση.
Ο Μπλίνκεν, μέσω εκπροσώπου του, δήλωσε ότι «η διοίκηση Μπάιντεν επανεξέταζε διαρκώς τη συμμόρφωση του Ισραήλ με τους νόμους του πολέμου».
Τον Νοέμβριο του 2024, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, του πρώην υπουργού Aμυνας και του ηγέτη της Χαμάς Μοχάμεντ Ντέιφ για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Το Ισραήλ αρνείται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και τις κατηγορίες, ενώ η Χαμάς έχει απορρίψει αντίστοιχα τις δικές της.
Στις τελευταίες εβδομάδες της θητείας Μπάιντεν, Αμερικανοί αξιωματούχοι συζήτησαν αν η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να θεωρηθεί συνυπεύθυνη σε περίπτωση που Ισραηλινοί αξιωματούχοι παραπέμπονταν σε διεθνές δικαστήριο.
Οι δημόσιες δηλώσεις παρέμειναν υπέρ του Ισραήλ, αλλά η εσωτερική ανησυχία για το ενδεχόμενο συνενοχής είχε ήδη ριζώσει.
Το Ισραήλ, το οποίο αντιμετωπίζει και ξεχωριστή υπόθεση για γενοκτονία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αρνείται τις κατηγορίες ως πολιτικά υποκινούμενες, υποστηρίζοντας ότι στοχεύει αποκλειστικά τη Χαμάς.
Reuters

