Ο Ντικ Τσέινι, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 84 ετών, τη Δευτέρα το βράδυ, λόγω επιπλοκών πνευμονίας και καρδιακής και αγγειακής νόσου, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.
Ο πρώην Ρεπουμπλικανός αντιπρόεδρος υπηρέτησε από το 2001 έως το 2009 υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Ο. Μπους. Εχει χαρακτηριστεί ως «ο εγκέφαλος για τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ», ενώ διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας».
Ηταν από τους πιο ένθερμους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπους που προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο από το φερόμενο απόθεμα όπλων μαζικής καταστροφής του Ιράκ. Δεν βρέθηκαν τέτοια όπλα.
Ο πιο ισχυρός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ
Εχει χαρακτηριστεί ως «ο πιο ισχυρός αντιπρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ». Αγωνίστηκε σθεναρά για την επέκταση της εξουσίας της προεδρίας, έχοντας νιώσει ότι είχε διαβρωθεί από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ που ανάγκασε τον κάποτε προϊστάμενό του Ρίτσαρντ Νίξον να αποχωρήσει από το αξίωμα.
Επίσης, επέκτεινε την επιρροή του γραφείου του αντιπροέδρου συγκροτώντας ομάδα εθνικής ασφάλειας που συχνά λειτουργούσε ως δικό της κέντρο εξουσίας εντός της κυβέρνησης.
Νωρίτερα, είχε διατελέσει υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ στην κυβέρνηση Τζορτζ Χ.Ο. Μπους από το 1989 έως το 1993.
Υπήρξε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων του Ουαϊόμινγκ των ΗΠΑ από το 1979 έως το 1989, καθώς και προσωπάρχης του Λευκού Οίκου υπό τον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ, από το 1975 έως το 1977.
Οι σχέσεις με Πάουελ, Ράις και Τραμπ
Ο Τσέινι συνέχισε για πολλά χρόνια να υποστηρίζει τον πόλεμο του Ιράκ και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ και διεθνώς. Η συνολική του στάση είχε προκαλέσει κατά καιρούς αμφίρροπες κριτικές.
Θεωρήθηκε από τους πιο αντιδημοφιλείς πολιτικούς, ωστόσο του είχαν παραχωρηθεί πολύ σημαντικές αρμοδιότητες από τον Τζορτζ Ο. Μπους.
Συγκρούστηκε με αρκετούς κορυφαίους συμβούλους του Μπους, συμπεριλαμβανομένων των υπουργών Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ και Κοντολίζα Ράις, και υπερασπίστηκε τις «τεχνικές ανάκρισης» υπόπτων για τρομοκρατία, οι οποίες περιελάμβαναν εικονικό πνιγμό και στέρηση ύπνου.
Αλλοι, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας των ΗΠΑ και του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, χαρακτήρισαν αυτές τις τεχνικές «βασανιστήρια».
Στην πρώτη του τηλεοπτική συνέντευξη για το βιβλίο των απομνημονευμάτων του, το 2011, στην ερώτηση δημοσιογράφου εάν θα συνέχιζε να υποστηρίζει σκληρές ανακριτικές μεθόδους, είχε απαντήσει ψυχρά και χωρίς περιστροφές «ναι».
Ακόμα και για τους εικονικούς πνιγμούς είχε υποστηρίξει: «Εάν είχαμε να κάνουμε με σημαντικούς κρατούμενους, αυτός ίσως να ήταν ο μοναδικός δρόμος ώστε να τους κάνουμε να μιλήσουν».
Η κόρη του Λιζ Τσέινι υπήρξε επίσης μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά έχασε την έδρα της αφού αντιτάχθηκε στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και ψήφισε την παραπομπή του μετά την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου του 2021 στο Καπιτώλιο από τους υποστηρικτές του.
Ο πατέρας της συμφώνησε μαζί της και είπε ότι θα ψήφιζε την υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις το 2024.
«Στην 248χρονη ιστορία του έθνους μας, δεν υπήρξε ποτέ άτομο που να αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία μας από τον Ντόναλντ Τραμπ», είχε δηλώσει.
Ο Τσέινι αντιμετώπισε για μεγάλο μέρος της ζωής του καρδιακά προβλήματα. Υπέστη καρδιακό επεισόδιο για πρώτη φορά, σε ηλικία 37 ετών. Υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς το 2012.
Η εισβολή στο Ιράκ
Ο Τσέινι και ο υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, οι οποίοι είχαν συνυπάρξει στον Λευκό Οίκο επί Νίξον, ήταν βασικές φωνές που πίεζαν για την εισβολή στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003.
Πριν από τον πόλεμο, ο Τσέινι υπαινίχθηκε ότι ενδέχεται να υπάρχουν δεσμοί μεταξύ του Ιράκ και της Αλ Κάιντα και των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιτροπή για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αργότερα απέρριψε αυτή τη θεωρία.
Ο Τσέινι προέβλεψε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα «χαιρετίζονταν ως απελευθερωτές» στο Ιράκ και ότι η ανάπτυξη στρατευμάτων – η οποία θα διαρκούσε περίπου μία δεκαετία – θα «γινόταν σχετικά γρήγορα… εβδομάδες αντί για μήνες».
Αν και δεν βρέθηκαν όπλα μαζικής καταστροφής, ο Τσέινι τα επόμενα χρόνια επέμεινε ότι η εισβολή ήταν η σωστή απόφαση με βάση τις πληροφορίες της εποχής και την απομάκρυνση του Ιρακινού προέδρου Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία.
Πάνω από μία δεκαετία νωρίτερα, ως υπουργός Αμυνας υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ο Τσέινι είχε διευθύνει τη στρατιωτική επιχείρηση των ΗΠΑ για την εκδίωξη ενός ιρακινού στρατού κατοχής από το Κουβέιτ στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου.
Προέτρεψε τον Μπους τον πρεσβύτερο να ακολουθήσει ασυμβίβαστη γραμμή εναντίον του Ιράκ, αφού ο Σαντάμ Χουσεΐν έστειλε τα στρατεύματά του να καταλάβουν το Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990. Αλλά σε εκείνο το σημείο ο Τσέινι δεν υποστήριξε εισβολή στο Ιράκ, λέγοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να δράσουν μόνες τους.
Λόγω των μακροχρόνιων δεσμών του Τσέινι με την οικογένεια Μπους και της εμπειρίας του στην κυβέρνηση, ο Τζορτζ Μπους τον επέλεξε για να ηγηθεί της αναζήτησης αντιπροέδρου το 2000. Ο Μπους στη συνέχεια αποφάσισε ότι ο άνθρωπος που έκανε την αναζήτηση ήταν ο καλύτερος υποψήφιος για τη θέση.
Με την επανένταξή του στην πολιτική, ο Τσέινι έλαβε πακέτο συνταξιοδότησης 35 εκατ. δολ. από την εταιρεία παροχής υπηρεσιών πετρελαίου Halliburton, την οποία διηύθυνε από το 1995 έως το 2000. Η Halliburton έγινε κορυφαίος κυβερνητικός εργολάβος κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. Οι διασυνδέσεις του Τσέινι με την πετρελαϊκή βιομηχανία αποτελούσαν αντικείμενο συχνής κριτικής που δεχόταν για την έναρξη του πολέμου.
Ο πρώτος Ρεπουμπλικανός στην οικογένεια
Ο Ρίτσαρντ Μπρους Τσέινι γεννήθηκε στο Λίνκολν της Νεμπράσκα, από τη Μάρτζορι Λορέιν (το γένος Ντίκι) και τον Ρίτσαρντ Χέρμπερτ Τσέινι στις 30 Ιανουαρίου του 1941, την ημέρα που ο τότε πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ έγινε 59 ετών. Η μητέρα του ήταν σερβιτόρα που έγινε παίκτρια σόφτμπολ και ο πατέρας του ομοσπονδιακός υπάλληλος.
Και οι δύο πλευρές της οικογένειας ήταν ένθερμοι Δημοκρατικοί της γενιάς του New Deal, έγραψε ο ίδιος στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του το 2011.
Στην οικογένεια «ήμουν ο πρώτος Ρεπουμπλικανός πιθανώς από τον προπάππου μου που πολέμησε στον Εμφύλιο Πόλεμο στο πλευρό της Ενωσης».
Μετακόμισε σε παιδική ηλικία στο Ουαϊόμινγκ με την οικογένειά του, πριν φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. «Ημουν ένας μέτριος μαθητής, στην καλύτερη περίπτωση», είχε παραδεχτεί. Τα παράτησε.
«Αλλεργία» στο χακί
Στα 20, ο Τσέινι διαφώνησε έντονα με τους φοιτητές που έκλεισαν τις πανεπιστημιουπόλεις σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, όπως ανέφερε στα απομνημονεύματά του. «Σε γενικές γραμμές, υποστήριξα τα στρατεύματά μας στο Βιετνάμ και το δικαίωμα των κυβερνήσεων Κένεντι και Τζόνσον να λάβουν την απόφαση να συμμετάσχουν εκεί», έγραψε. Ο ίδιος δεν επιστρατεύτηκε ποτέ.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Τζον Νίκολς, ο Τσέινι υπέβαλε επανειλημμένα αιτήσεις για αναβολές και εξαιρέσεις για να αποφύγει την υποχρεωτική στράτευση. «Ο Τσέινι αντέδρασε στην προοπτική να φορέσει τη στολή της χώρας του», είχε θανατηφόρα αλλεργία στο μουντό χρώμα της ελιάς», ανέφερε ο Νίκολς, στο περιοδικό The Nation το 2011. Ο Τσέινι δήλωσε ότι θα χαιρόταν να υπηρετήσει.
Η «σύνδεση» με τον Νταρθ Βέιντερ
Κατά τη διάρκεια των δέκα ετών που υπηρέτησε ως ο μοναδικός βουλευτής του Ουαϊόμινγκ, ο Τσέινι είχε εξαιρετικά συντηρητικό ιστορικό, ψηφίζοντας σταθερά κατά του δικαιώματος στην άμβλωση. Ψήφισε επίσης κατά της απελευθέρωσης του φυλακισμένου ηγέτη της Νότιας Αφρικής Νέλσον Μαντέλα και κατά του ελέγχου των όπλων και της χρηματοδότησης μέτρων για το περιβάλλον και την εκπαίδευση.
Η σύζυγός του Λιν, η οποία ήταν η αγαπημένη του από το λύκειο, έγινε συντηρητική φωνή σε πολιτιστικά ζητήματα. Η Λιζ, η μεγαλύτερη κόρη του ζευγαριού, εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2016, αφού έχτισε τη φήμη της για την προώθηση μαχητικών απόψεων εξωτερικής πολιτικής παρόμοιες με του πατέρα της.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως αντιπρόεδρος, οι κωμικοί της τηλεόρασης αργά το βράδυ αναφέρονταν στον Τσέινι ως Νταρθ Βέιντερ. Το αγνόησε αστειευόμενος ότι ήταν τιμή του που τον συνέκριναν με τον κακό του «Πόλεμου των Αστρων».
Το 2006 έγινε πρωτοσέλιδο κατά τη διάρκεια κυνηγετικού ταξιδιού στο Τέξας, όταν τραυμάτισε κατά λάθος τον φίλο του, δικηγόρο Χάρι Γουίτινγκτον, στο πρόσωπο.
Η κριτική συνέχισε να καταδιώκει τον Τσέινι ακόμη και μετά την αποχώρησή του από την κυβέρνηση Μπους. Το 2018 «ενέπνευσε» τη δημιουργία καυστικής ταινίας με πρωταγωνιστή τον Κρίστιαν Μπέιλ, ο οποίος πήρε 18 κιλά και ξύρισε το κεφάλι του για να μιμηθεί την κοιλιά και τη φαλάκρα του πρώην αντιπροέδρου.
«Ευχαριστώ τον Σατανά που μου έδωσε έμπνευση για το πώς να παίξω αυτόν τον ρόλο», δήλωσε ο Μπέιλ παραλαμβάνοντας το βραβείο Χρυσές Σφαίρες για την ερμηνεία του ως Τσέινι.

