Ο Μπιορν Αντρέσεν, ο Σουηδός ηθοποιός που έζησε για πέντε δεκαετίες στοιχειωμένος από την εικόνα του 15χρονου εαυτού του, πέθανε στις 25 Οκτωβρίου, στα 70 του χρόνια. Για τον κόσμο ήταν ο Τάτζιο, ο απόκοσμος, ανδρόγυνος άγγελος του «Θάνατος στη Βενετία» (1971). Για τον σκηνοθέτη της αριστουργηματικής ταινίας, Λουκίνο Βισκόντι, ήταν «το πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο». Για τον ίδιο, εκείνος ο χαρακτηρισμός έγινε ένας σταυρός που θα σήκωνε για την υπόλοιπη ζωή του.

Στο ντοκιμαντέρ του 2021 «The Most Beautiful Boy in the World», παρακολουθούμε το τραγικό πορτρέτο ενός μεσήλικα πλέον Αντρέσεν, ο οποίος, αδύνατος και με μακριά, άσπρα γένια και μακριά μαλλιά, θυμίζει προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης. Καπνίζει αρειμανίως μέσα στο χαοτικά ακατάστατο διαμέρισμά του στη Στοκχόλμη, ενώ η σύντροφός του στέκεται ανήμπορη μπροστά στο βουνό από τα σκουπίδια, τους λογαριασμούς και τα αποτσίγαρα. «Δεν μπορείς να ζεις έτσι, Μπιορν», του λέει, αλλά εκείνος μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο. Ο νους του είναι χαμένος λες και τα εγκόσμια είναι κάτι που, καιρό πια, έχει αφήσει πίσω. Στις σκηνές αυτές θυμίζει έναν έκπτωτο άγγελο που έχει δεχθεί τη μοίρα του, ένα ουρανοκατέβατο ον που τα φτερά του τσακίστηκαν νωρίς από τους ανθρώπους.
Ολα ξεκίνησαν το 1970. Ο Βισκόντι, ένας αριστοκράτης κομμουνιστής με μεγάλη καλλιτεχνική επιρροή –στα 65 του τότε, με 30 χρόνια καριέρας και πολλά βραβευμένα αριστουργήματα, ήταν ήδη ένας ζωντανός θρύλος– ταξίδευε ανά την Ευρώπη αναζητώντας τον πρωταγωνιστή του. Μάλιστα, σε μια υπολογισμένη κίνηση αυτο-τεκμηρίωσης, κινηματογράφησε αυτήν την πανευρωπαϊκή οδύσσεια με το ντοκιμαντέρ «Alla ricerca di Tadzio» («Ψάχνοντας τον Τάτζιο»).
Η ιδέα της μεταφοράς του έργου του Τόμας Μαν στη μεγάλη οθόνη τον απασχολούσε χρόνια, αλλά η υλοποίησή της εξαρτιόταν από την εύρεση εκείνου του μοναδικού αγοριού που θα μπορούσε να ενσαρκώσει την αισθητική που περιέγραφε ο συγγραφέας: «Το πρόσωπό του, χλωμό, με μια γλυκιά εγκράτεια, με μελίχρωμες μπούκλες να το πλαισιώνουν, με τη μύτη ευθεία, το στόμα αξιαγάπητο, την έκφραση αγνής και θεϊκής γαλήνης, θύμιζε ελληνικό άγαλμα της ευγενέστερης περιόδου». Τελικά, το αγόρι αυτό βρέθηκε το 1970 στη Στοκχόλμη.
Τα πλάνα της οντισιόν (τα οποία περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ του 2021) είναι ηλεκτρισμένα με μια σιωπηλή ένταση. Ο χώρος, το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, θυμίζει αρένα όπου η δύναμη και η ομορφιά πρόκειται να συγκρουστούν. Από τη μία πλευρά ο «γερακίσιος» (και, τολμηρά για την εποχή του, ανοιχτά ομοφυλόφιλος) δημιουργός, περιτριγυρισμένος από τους βοηθούς του, παρατηρεί με ένα βλέμμα που είναι ταυτόχρονα γεμάτο εκτίμηση και βουλιμία. Μπροστά του, ο αδέξιος και επιφυλακτικός έφηβος, στέκεται χωρίς καμία άμυνα. Κάποια στιγμή ο Βισκόντι, με ένα νεύμα, του ζητεί να βγάλει την μπλούζα του. Η κάμερα τον περιεργάζεται. «Είναι πανέμορφος» («È bellissimo»), ακούγεται να λέει. «Πιο μεγάλος από ό,τι περίμενα. Αλλά είναι τέλειος», συμπληρώνει, μιλώντας για τον νεαρό λες και επρόκειτο για ένα άψυχο, πολυπόθητο καλλιτεχνικό αντικείμενο που μόλις είχε αποκτηθεί.
Στα γυρίσματα στο Λίντο της Βενετίας εφάρμοσε ένα αυστηρό καθεστώς για να σμιλέψει την ακατέργαστη ύλη του αγοριού της οντισιόν στο αιθέριο, σιωπηλό είδωλο που απαιτούσε η οθόνη. Του απαγορεύτηκε να διαβάσει τη νουβέλα του Μαν και απομονώθηκε από το υπόλοιπο συνεργείο, το οποίο είχε προειδοποιηθεί να μην αλληλεπιδρά μαζί του. Ο πρωταγωνιστής Ντερκ Μπόγκαρντ θα έγραφε αργότερα ότι δεν του επιτρεπόταν ποτέ «να βγει στον ήλιο, να κλωτσήσει μια μπάλα ποδοσφαίρου με τους φίλους του ή να κάνει οτιδήποτε θα μπορούσε να του δώσει τον παραμικρό βαθμό ευχαρίστησης».
Η πρεμιέρα στις Κάννες, το 1971, ήταν μία ακόμη τραυματική εμπειρία για τον δεκαεξάχρονο, πλέον, Σουηδό. Αργότερα θα περιέγραφε το αίσθημα ότι περιβαλλόταν από «σμήνη νυχτερίδων», αποκαλώντας αυτό που έζησε «έναν ζωντανό εφιάλτη». Μπροστά στον παγκόσμιο Τύπο, ο σκηνοθέτης έκανε δημοσίως σκληρά αστεία για το πώς ο νεαρός πρωταγωνιστής του «έχανε την ομορφιά του» και ο μικρός, εφόσον δεν καταλάβαινε τη γλώσσα, τον κοιτούσε με μια αθώα απορία. Στην πρεμιέρα του Λονδίνου, ο Βισκόντι του απένειμε τον τίτλο που θα τον καταδίωκε για πάντα: «Το πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο».
Tην ίδια χρονιά ήρθε και η πιο παράξενη στροφή της ζωής του: ταξίδεψε στην Ιαπωνία για μια προωθητική περιοδεία της ταινίας, η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία και τον μετέτρεψε γρήγορα σε λαϊκό είδωλο. Η ανδρόγυνη ομορφιά του έγινε το πρότυπο για την έννοια του «Μπισόουνεν» (Bishōnen – ιαπωνικό πρότυπο όμορφου νέου άνδρα) και ενέπνευσε διάσημους χαρακτήρες των εγχώριων κόμικς και κινουμένων σχεδίων, που «ζουν» ακόμη. Ηχογράφησε έως και ποπ τραγούδια στα ιαπωνικά και γύρισε διαφημίσεις, προκαλώντας υστερία ανάμεσα στα νέα κορίτσια, που θύμιζε «Beatlemania».
Η ζωή του ήταν μια σειρά από τραγωδίες που βάθαιναν τις ρωγμές: μετά την αυτοκτονία της μητέρας του, ακολούθησε ο θάνατος του νεογέννητου γιου του από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Οσο για τη μετέπειτα καριέρα του, όπως είχε πει ο ίδιος με πικρό αυτοσαρκασμό, ήταν «από τις λίγες που ξεκίνησαν από την απόλυτη κορυφή και ακολούθησαν σταθερά πτωτική πορεία». Επαιζε πιάνο επαγγελματικά, έκανε μικρούς ρόλους στη σουηδική τηλεόραση, αλλά ο κόσμος απαιτούσε εμμονικά να παραμείνει ο απόκοσμος Τάτζιο στο Λίντο της Βενετίας.
Οταν η Αυστραλή φεμινίστρια ακαδημαϊκός Ζερμέν Γκριρ χρησιμοποίησε τη φωτογραφία του 15χρονου εαυτού του στο εξώφυλλο του βιβλίου της «The Beautiful Boy» (2003) χωρίς την άδειά του, εκείνος εξοργίστηκε. Δεν ήταν όμως τόσο η «υφαρπαγή» της φωτογραφίας που τον ενόχλησε, όσο η υπενθύμιση μιας ανεξίτηλης δημόσιας εικόνας που για εκείνον ήταν πηγή πόνου.
Το 2019 ήρθε μια ειρωνική κάθαρση. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Αρι Αστερ τον επέλεξε για έναν μικρό ρόλο στην ταινία τρόμου «Midsommar» («Μεσοκαλόκαιρο»). Σε αυτήν, ο σκελετωμένος Αντρέσεν ενσαρκώνει λιτά και με ανατριχιαστική δύναμη ένα ηλικιωμένο μέλος μιας λατρευτικής κοινότητας σε μια παγανιστική τελετή, που σε μια σκηνή φρικιαστικής βίας πέφτει από ένα ύψωμα και, καθώς είναι ακόμη ζωντανός, κάποιοι του συντρίβουν το πρόσωπο με ένα τεράστιο σφυρί. Ηταν αντίδοτο σε εκείνη την καταραμένη «ομορφιά» και ο ίδιος λάτρεψε τον ρόλο. «Το να σε σκοτώνουν σε μια ταινία τρόμου», είχε σαρκάσει, «είναι το όνειρο κάθε αγοριού».

