Το ενδεχόμενο να εκμηδενιστεί κάθε πρόοδος που επιτεύχθηκε στον έλεγχο των πυρηνικών όπλων μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη, μετά την απροσδόκητη στροφή του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος έδωσε εντολή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του να επιστρέψουν στις δοκιμές πυρηνικών όπλων ύστερα από διακοπή 32 χρόνων, επικαλούμενος την πρόοδο της Ρωσίας και της Κίνας στο πεδίο των πυρηνικών εξοπλισμών.
Η ανακοίνωση έγινε με ανάρτηση στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Τραμπ, Truth Social, λίγη ώρα προτού επιβιβαστεί στο προεδρικό ελικόπτερο με κατεύθυνση το Μπουσάν της Νότιας Κορέας, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ. Η συνάντηση κατέληξε σε εκεχειρία ενός χρόνου στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, αλλά η ανακούφιση που προκάλεσε αυτή η εξέλιξη διεθνώς μετριάστηκε από την πυρηνική πίεση του Τραμπ στους ανταγωνιστές του.
«Λόγω των προγραμμάτων δοκιμών άλλων χωρών, έδωσα εντολή στο υπουργείο Πολέμου να ξεκινήσει δοκιμές των δικών μας πυρηνικών όπλων σε ισότιμη βάση. Η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα», έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος. Σε άλλο σημείο της ανάρτησης ανέφερε ότι οι ΗΠΑ διατηρούν το πλεονέκτημα ως προς τον αριθμό των πυρηνικών όπλων που διαθέτουν, σπεύδοντας να προσθέσει: «Η Ρωσία έρχεται δεύτερη και η Κίνα τρίτη με διαφορά, αλλά θα μας έχουν ισοφαρίσει μέσα σε πέντε χρόνια».
Ούτε στην αρχική του δήλωση, ούτε σε μεταγενέστερη συνομιλία του με δημοσιογράφους που τον συνόδευαν στην ασιατική περιοδεία του διευκρίνισε ο Τραμπ ποιες είναι οι «άλλες χώρες» που κατά δήλωσή του διεξάγουν πυρηνικές δοκιμές. Κανένα κράτος πλην της Βόρειας Κορέας, της τελευταίας χώρας που μπήκε στην πυρηνική λέσχη, δεν πραγματοποίησε τέτοιου είδους δοκιμές στη διάρκεια του 21ου αιώνα.
Η διεθνής συνθήκη του 1996 CTBT, την οποία έχουν υπογράψει, αν και δεν έχουν επικυρώσει, οι ΗΠΑ, απαγορεύει ρητώς τις δοκιμές πυρηνικών όπλων. Η Ρωσία πραγματοποίησε την τελευταία δοκιμή το 1990 και η Κίνα το 1996. Ινδία και Πακιστάν σταμάτησαν τις δοκιμές τους το 1998.
Εν αναμονή διευκρινίσεων από την Ουάσιγκτον διατυπώθηκε η εικασία ότι ο Τραμπ συγχέει τις δοκιμές πυρηνικών όπλων (κάτι που προϋποθέτει έκρηξη είτε στην ατμόσφαιρα, όπως γινόταν αρχικά, είτε στο υπέδαφος της Γης, όπως επικράτησε να γίνεται στη συνέχεια) με τις δοκιμές πυραύλων που μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός ότι η δήλωση Τραμπ ήρθε λίγες ημέρες μετά τις ανακοινώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν για δοκιμές νέων όπλων που έχουν τη δυνατότητα να εφοδιαστούν με πυρηνικές κεφαλές.
Την Κυριακή ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε δοκιμή του νέου πυραύλου Burevestnik (Θαλασσοβάτης), που κινείται με πυρηνική ενέργεια και θεωρείται δύσκολο να αναχαιτιστεί από τα υπάρχοντα μέσα αεράμυνας. Τρεις ημέρες αργότερα ανακοινώθηκε η δοκιμή του Poseidon, ενός επίσης πυρηνοκίνητου, υποβρύχιου drone, ικανού να φέρει πυρηνική κεφαλή.
Ρωσία και Κίνα αποδοκίμασαν την απόφαση και τον κάλεσαν να την επανεξετάσει.
«Σχετικά με τις δοκιμές του Burevestnik και του Poseidon, ελπίζουμε ότι ο πρόεδρος Τραμπ είναι σωστά πληροφορημένος. Δεν υπάρχει τρόπος να θεωρηθούν δοκιμές πυρηνικών όπλων», σχολίασε ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, εκφράζοντας την ελπίδα να συνεχίσουν οι ΗΠΑ την εφαρμογή της CTBT. Εσπευσε όμως να προειδοποιήσει: «Αν κάποιοι παραβιάσουν το μορατόριουμ (πυρηνικών δοκιμών), η Ρωσία θα απαντήσει ανάλογα».
Η κινεζική αντίδραση
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκε και το Πεκίνο. «Η Κίνα ελπίζει ότι οι ΗΠΑ θα εκπληρώσουν με συνέπεια τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της CTBT και θα τιμήσουν τη δέσμευσή τους για σταμάτημα των πυρηνικών δοκιμών», δήλωσε ο Γκούο Τζιαγκούν, εκπρόσωπος Τύπου του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. Διεθνή Μέσα ερμήνευαν τη χρονική στιγμή της ανάρτησης Τραμπ ως χειρονομία ισχύος ενόψει της κρίσιμης συνάντησής του με τον Σι, με αντικείμενο τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων.
Η επιστροφή των ΗΠΑ στις πυρηνικές δοκιμές θα απαιτούσε προετοιμασία αρκετών μηνών στο πεδίο δοκιμών της Νεβάδας, όπου πραγματοποιήθηκε η τελευταία (υπόγεια) δοκιμή, τον Σεπτέμβριο του 1992. Εάν τελικά αυτό επιλέξει ο Τραμπ, δεν είναι σαφές ποιους στόχους θα εξυπηρετούσε η απόφασή του. Πολιτικοί αναλυτές και ειδικοί σε θέματα πυρηνικών όπλων εκτιμούν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα έδινε, άθελά του, το πράσινο φως στους δύο βασικούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα, για ανεξέλεγκτες δοκιμές, με στόχο την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση του οπλοστασίου τους.
«Ανακοινώνοντας ανοήτως την πρόθεσή του να επιστρέψει στις πυρηνικές δοκιμές, ο Τραμπ θα πυροδοτήσει μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις στη Νεβάδα, όπως και αντιδράσεις συμμάχων των ΗΠΑ. Θα πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση πυρηνικών δοκιμών από αντιπάλους των ΗΠΑ και θα ανατινάξει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Οπλων», δήλωσε ο Ντάριλ Κίμπαλ, εκτελεστικός διευθυντής της Ενωσης Ελέγχου Εξοπλισμών, που έχει έδρα την Ουάσιγκτον.
«Η κίνηση αυτή συναντάει τη σφοδρή αντίθεση όλων των χωρών που προσβλέπουν σε έναν ειρηνικό κόσμο χωρίς πυρηνικά», τόνισε από την πλευρά του ο Χίρο Χαμασούμι, γενικός γραμματέας της ένωσης επιζώντων από τους βομβαρδισμούς της Χιροσίμα και του Ναγκάσκι, η οποία τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης το 2024.
Γιατί σταμάτησαν οι δοκιμές και τι σηματοδοτεί η επανέναρξή τους
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, ΗΠΑ και Ρωσία διαθέτουν από 5.000, περίπου, πυρηνικές κεφαλές, από τις οποίες γύρω στις 2.000 σε κάθε χώρα είναι ενεργές. Στα δύο κράτη αντιστοιχεί αθροιστικά περίπου το 90% των πυρηνικών κεφαλών όλου του κόσμου. Η Κίνα εκτιμάται ότι διαθέτει αυτή τη στιγμή περίπου 600 πυρηνικές κεφαλές, με τον ρυθμό να επιταχύνεται τα τελευταία χρόνια επί προεδρίας Σι Τζινπίνγκ.
Οι ΗΠΑ άνοιξαν την πυρηνική εποχή τον Ιούλιο του 1945, με τη δοκιμή μιας ατομικής βόμβας 20 κιλοτόνων στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού. Λίγες ημέρες μετά, στις 6 και τις 9 Αυγούστου, ρίπτονταν οι πρώτες ατομικές βόμβες στις πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι, που εξανάγκασαν την Ιαπωνία σε συνθηκολόγηση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, η τότε Σοβιετική Ενωση έπαιρνε τη σκυτάλη, με την έκρηξη της πρώτης της πυρηνικής βόμβας, τον Αύγουστο του 1949. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη, κατά τη διάρκεια των πέντε δεκαετιών μεταξύ του 1945 και της Συνθήκης για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT) του 1996, πραγματοποιήθηκαν πάνω από 2.000 πυρηνικές δοκιμές – εκ των οποίων οι 1.032 από τις ΗΠΑ και οι 715 από τη Σοβιετική Ενωση.
Η Βρετανία έχει πραγματοποιήσει 45 δοκιμές, η Γαλλία 210 και η Κίνα 45. Από το 1996, χρονιά υπογραφής της CTBT, έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί δέκα πυρηνικές δοκιμές. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη, δύο από αυτές έχει διεξαγάγει η Ινδία, το 1998, άλλες δύο το Πακιστάν επίσης το 1998, και τις υπόλοιπες η Βόρεια Κορέα (τα έτη 2006, 2009, 2013, 2016 δις και 2017).
Πριν από 33 χρόνια
Η τελευταία δοκιμή των ΗΠΑ έγινε το 1992, της Κίνας και της Γαλλίας το 1996 και της Σοβιετικής Ενωσης το 1990. Η Ρωσία, η οποία κληρονόμησε το μεγαλύτερο μέρος του σοβιετικού πυρηνικού οπλοστασίου, δεν έχει πραγματοποιήσει ποτέ τέτοια δοκιμή. Εν μέσω διογκούμενων ανησυχιών για τις (χερσαίες, υπεδάφιες και υποθαλάσσιες) επιπτώσεις των πυρηνικών δοκιμών, υπεγράφη το 1996 η διεθνής συνθήκη, που απαγόρευε σε κάθε χώρα την οποιαδήποτε πυρηνική δοκιμή, είτε για στρατιωτικούς είτε για πολιτικούς σκοπούς.
Οι θιασώτες της αντιπυρηνικής εκείνης συνθήκης υποστήριζαν πως, περιορίζοντας την «κούρσα» των πυρηνικών δοκιμών που είχε προκαλέσει ο Ψυχρός Πόλεμος, θα μπορούσαν να αποκλιμακωθούν οι εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Επιπλέον, ο αντίκτυπος των δοκιμών της Δύσης στον Ειρηνικό και αυτών της Σοβιετικής Ενωσης στο Καζακστάν και στην Αρκτική ήταν σημαντικός τόσο για το περιβάλλον όσο και για τους ανθρώπους. Σύμφωνα με ειδικούς και ακτιβιστικές οργανώσεις, εκατομμύρια άνθρωποι τόσο στον Ειρηνικό όσο και στο Καζακστάν είδαν τις εκτάσεις τους να μολύνονται από τις πυρηνικές δοκιμές και αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας εδώ και δεκαετίες. Η CTBT υπεγράφη από τη Ρωσία το 1996 και επικυρώθηκε το 2000. Αντιστοίχως, οι ΗΠΑ υπέγραψαν τη συμφωνία το 1996, αλλά δεν την επικύρωσαν ποτέ. Το 2023, ο Πούτιν ανακάλεσε επισήμως την επικύρωση της CTBT από τη Ρωσία, ευθυγραμμιζόμενος στο καθεστώς χρόνων των ΗΠΑ.
Η επαναφορά των πυρηνικών δοκιμών θεωρείται από τους αναλυτές ένα μέσο συλλογής πληροφοριών για τα όπλα που δοκιμάζονται ή αποστολής ενός μηνύματος. Οι δοκιμές παρέχουν στοιχεία για τη λειτουργία και τις δυνατότητες κάθε νέου πυρηνικού όπλου – και, ασφαλώς, για το αν τα παλαιότερα όπλα εξακολουθούν να λειτουργούν.
Το 2020, η Washington Post μετέδωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ είχε συζητήσει το ενδεχόμενο διεξαγωγής πυρηνικής δοκιμής. Από τον Μπαράκ Ομπάμα και μετά, όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι έχουν συνταχθεί υπέρ των σχεδίων εκσυγχρονισμού του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου – η συντήρηση και η αναβάθμιση του οποίου αποτιμάται σε σχεδόν 1 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Σύμφωνα με τους αναλυτές, εκτός από την παροχή τεχνικών δεδομένων, η εκάστοτε δοκιμή μπορεί να εκληφθεί από τη Ρωσία και την Κίνα ως επίδειξη στρατηγικής ισχύος των ΗΠΑ.
Φόβοι και ενστάσεις
«Η επανέναρξη του προγράμματος πυρηνικών δοκιμών των ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές ενέργειες που θα αναλάβει η κυβέρνηση Τραμπ – μια δοκιμή των ΗΠΑ θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα ανεξέλεγκτο τσουνάμι εξελίξεων, με άλλες χώρες να ανταποκρίνονται ενδεχομένως με δικές τους πυρηνικές δοκιμές, αποσταθεροποιώντας την παγκόσμια ασφάλεια και επιταχύνοντας μια νέα κούρσα εξοπλισμών», προειδοποιούσαν οι ειδικοί σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο στο Bulletin of Atomic Scientists.
RUSSIA, REUTERS, Α.P.

