Ο Ντόναλντ Τραμπ βαθμολόγησε τη συνάντησή του με τον Σι Τζινπίνγκ στο Μπουσάν με «δώδεκα στα δέκα», ενώ ο Economist στη σχετική του ανάλυση κάνει λόγο για «υπερφίαλη αποτίμηση».
Προσθέτει ωστόσο ότι ο κόσμος έχει λόγους να ανακουφιστεί: Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη δεν δείχνουν πρόθεση να αποσυνδεθούν μεταξύ τους, ούτε να συγκρουστούν για το καθεστώς της Ταϊβάν – σενάρια που θα είχαν τεράστιο κόστος για την Ασία και τον υπόλοιπο κόσμο.
Η συμφωνία τους όμως είναι ασαφής και προσωρινή· η πιο κρίσιμη διμερής σχέση του πλανήτη παραμένει χτισμένη στην άμμο.
Οι λεπτομέρειες όσων συμφωνήθηκαν στο Μπουσάν παραμένουν θολές, κάτι που αντικατοπτρίζει τη ρευστότητα της διπλωματίας πίσω από αυτήν.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσωρινή αναστολή των εμπορικών επιθέσεων: το Πεκίνο θα αναβάλει για έναν χρόνο τους περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, ενώ η Ουάσιγκτον θα διατηρήσει «παγωμένους» τον δασμό 100% στα κινεζικά προϊόντα και την απειλή επιβολής περιορισμών στις εξαγωγές προς θυγατρικές κινεζικών εταιρειών που βρίσκονται στη μαύρη λίστα.
Οι δύο πλευρές επίσης απομακρύνθηκαν από τη σύγκρουση για τη ναυτιλία.
Σημειώθηκε και κάποια πρόοδος: η Κίνα θα επαναλάβει τις αγορές αμερικανικής σόγιας, ενώ οι ΗΠΑ θα μειώσουν στο μισό τον τιμωρητικό δασμό 20% για όλα τα κινεζικά προϊόντα, ανταμείβοντας τις κινεζικές προσπάθειες περιορισμού των χημικών ουσιών για την παραγωγή φαιντανύλης.
Ο Τραμπ φάνηκε επίσης διατεθειμένος να επιτρέψει ορισμένες εξαγωγές ημιαγωγών προς την Κίνα, όχι όμως των πλέον προηγμένων.
Δεδομένης της εχθρικής στάσης ορισμένων κύκλων στην Ουάσιγκτον απέναντι στο Πεκίνο, η συμφωνία θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη. Με αυτή τη συνάντηση –την πρώτη από το 2019– ο Τραμπ έδειξε ότι αποδίδει υπερβολική σημασία στις εμπορικές σχέσεις για να τις θυσιάσει στο όνομα της αντιπαλότητας.
Ταυτόχρονα, δεν αντάλλαξε την Ταϊβάν με λίγους τόνους σόγιας.
Ωστόσο, η συμφωνία αποκαλύπτει και όσα δεν λειτουργούν. Οι δασμοί 47% που εξακολουθούν να επιβάλλονται στα κινεζικά προϊόντα θα θεωρούνταν αδιανόητα υψηλοί πριν από την εποχή Τραμπ.
Οι όροι είναι σαφώς προσωρινοί: Τυπικά, καθώς θα επανεξεταστούν σε έναν χρόνο, αλλά και ουσιαστικά, αφού ο Τραμπ διατηρεί την εξουσία να επιβάλει νέους δασμούς ή εμπορικά εμπόδια ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο.
Μια ακόμη εστία πιθανής σύγκρουσης είναι πως, σε αντίθεση με κάθε άλλη χώρα, η Κίνα αποτελεί ισοδύναμο αντίπαλο για την Αμερική καθώς μπορεί να αντέξει τις πιέσεις των ΗΠΑ.
Η σύνοδος του Μπουσάν ακολούθησε την περιοδεία του Τραμπ στην Ασία, όπου ηγέτες σε Ιαπωνία, Μαλαισία και Νότια Κορέα τον υποδέχθηκαν με δώρα και παραχωρήσεις, δεσμευόμενοι για επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ με αντάλλαγμα μια μικρή ανάσα στους δασμούς.
Η εξάρτηση από την αμερικανική ασφάλεια και τις αγορές δεν τους άφηνε περιθώρια.
Η Κίνα όμως είναι άλλη περίπτωση. Αντέχει την πίεση και απαντά εκεί όπου οι ΗΠΑ είναι ευάλωτες: στις σπάνιες γαίες και στη σόγια.
Καθώς προσαρμόζεται στη συγκρουσιακή φύση του νέου εμπορικού συστήματος, το σχέδιο του Σι Τζινπίνγκ να καταστήσει την κινεζική οικονομία πιο ανθεκτική φαίνεται να τον δικαιώνει.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η σύνοδος του Μπουσάν συνιστά παύση, όχι επίλυση.
Οι δύο δυνάμεις, βυθισμένες στην αμοιβαία καχυποψία, θα συνεχίσουν να αναμετρώνται και η επόμενη κρίση είναι θέμα χρόνου. Το θετικό είναι ότι, προς το παρόν, και οι δύο εξακολουθούν να πιστεύουν πως έχουν περισσότερα να κερδίσουν από την ανεκτικότητα παρά από τη σύγκρουση.
Πηγή: The Economist

