Αν και πιθανώς αυτή τη στιγμή ακούγεται παράλογο, πολλά μέλη της Χαμάς πίστευαν πως η σφαγή της 7ης Οκτωβρίου θα κατάφερνε όχι μόνο να πληγώσει το Ισραήλ αλλά και να το καταστρέψει τελείως. Το πίστευαν διότι έτρεφαν ελπίδες πως η επίθεση θα εμπνεύσει τη γειτονική Χεζμπολάχ αλλά και το Ιράν να μπουν στη μάχη με επιθέσεις μεγάλης κλίμακας. Κι επίσης πίστευαν πως το Ισραήλ, παρά την υψηλή τεχνολογία του, ήταν αδύναμο. Οι εκτιμήσεις αυτές αποδείχθηκαν λανθασμένες, αλλά όχι αβάσιμες. «Σε 20 χρόνια θα είστε αδύναμοι και τότε θα σας επιτεθώ», είχε πει πριν από 20 χρόνια στον Ισραηλινό οδοντίατρο της φυλακής όπου κρατούνταν ο Γιαχία Σινουάρ, βασικός ενορχηστρωτής της επίθεσης. Αυτό που έβλεπαν ο Σινουάρ και άλλα μέλη της Χαμάς ήταν ένα Ισραήλ πρόθυμο να επιστρέψει 1.000 Παλαιστινίους κρατουμένους σε αντάλλαγμα για έναν Ισραηλινό. Ενα Ισραήλ του οποίου οι ηγέτες έλεγαν σκληρά λόγια, αλλά φοβούνταν να πάρουν μεγάλα ρίσκα γιατί δεν ήθελαν να αναστατώσουν τους πολίτες που επιθυμούσαν ευημερία και ηρεμία. Μία χώρα που αγχωνόταν για την παγκόσμια εικόνα της. Αυτά κατάλαβε ο Σινουάρ διαβάζοντας εβραϊκές εφημερίδες, μια συνήθεια που απέκτησε στα πολλά χρόνια που πέρασε στις ισραηλινές φυλακές. Αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο σφάλμα του. Οι δημοσιογράφοι έχουν την τάση να προσπερνούν τα υγιή στοιχεία και να επικεντρώνονται στα προβλήματα. Ως αποτέλεσμα, ο Σινουάρ ήταν καλά ενημερωμένος με τα προβλήματα, αλλά όχι με την κρυφή δύναμη.
Πιθανώς να μη μάθουμε ποτέ αν ο Σινουάρ, που σκοτώθηκε στη Γάζα, κατάλαβε ποτέ το μέγεθος της αστοχίας του. Το Ισραήλ δεν κατέρρευσε μπροστά στη σφαγή, η οποία στοχοποίησε σκόπιμα απλούς πολίτες ώστε να δημιουργήσει φόβο στους Ισραηλινούς και να αποσταθεροποιήσει τη χώρα. Δεν περιορίστηκε σε λίγες ημέρες μάχης, όπως είχε κάνει σε προηγούμενους πολέμους, δεν κατέρρευσε κάτω από τη σοβαρή διεθνή πίεση, ούτε θυσίασε τους στρατιωτικούς του στόχους για να πάρει πίσω τους ομήρους του. Αντίθετα, επέμεινε και κέρδισε – όσο μπορεί να διαρκέσει μία νίκη στη Μέση Ανατολή. Αλλαξε το παιχνίδι σε Λίβανο και Συρία. Πλήγωσε και ταπείνωσε το Ιράν, του οποίου το καθεστώς υφίσταται τριγμούς. Πήρε πίσω όσους ομήρους παρέμεναν ζωντανοί χωρίς να χρειαστεί να αποχωρήσει από τη Γάζα. Ταυτόχρονα διατήρησε διπλωματικούς δεσμούς με τα φιλικά αραβικά κράτη. Και, παρά τις διαδηλώσεις στους δρόμους του κόσμου και τα ανούσια εμπάργκο στα όπλα, διατηρεί τη στήριξη της μοναδικής ξένης κυβέρνησης που έχει σημασία στον κόσμο: των ΗΠΑ.
Για όλα αυτά πλήρωσε ένα ακριβό τίμημα. Ο αντισημιτισμός σημειώνει παγκόσμια άνοδο. Μία ολόκληρη γενιά νεαρών προοδευτικών (μαζί με όλο και περισσότερους ακροδεξιούς) πιστεύει πως το εβραϊκό κράτος είναι η αποθέωση του Κακού. Ισως όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν και αμφιβάλλω: το Ισραήλ είχε ήδη κριθεί ένοχο για εγκλήματα πολέμου από όλους εκείνους που «πρώτα καταδικάζουν και μετά κρίνουν» από τις πρώτες μέρες του πολέμου. Αμφιβάλλω επίσης ότι οι περισσότεροι Ισραηλινοί θα προτιμούσαν μία στρατηγική ήττα σε αντάλλαγμα για τη συμπάθεια και την αποδοχή της Δύσης. Ομως οι Ισραηλινοί δεν πολέμησαν μόνο επειδή βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία ζωτική απειλή. Αντιμετώπισαν επίσης και ένα ζωτικό ψεύδος: το ψεύδος ότι το Ισραήλ είναι ένα αποικιοκρατικό – εποικιστικό κράτος, ένα είδος που εισέβαλε σε μία γη στην οποία δεν έχει καμία δουλειά να βρίσκεται. Η τρέχουσα εκεχειρία φέρνει μαζί της μία σειρά από δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το τι θα ακολουθήσει. Για τους Ισραηλινούς, για τους Παλαιστινίους και για όποιον επενδύσει στο μέλλον τους. Απαντά όμως και σε μία σειρά από σοβαρά ερωτήματα. Οι Ισραηλινοί είναι αδύναμοι; Είναι το κράτος τους χτισμένο στην άμμο; Είναι η πίστη τους αδύναμη; Αυτά πίστεψαν ο Γιαχία Σινουάρ και οι υποστηρικτές του. Ο τάφος που έσκαψε ο ίδιος για τον εαυτό του θα πρέπει να αποτελέσει μία οριστική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.

