Μακρονισμός: Κέντρο χωρίς ρίζες

Οταν ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε την προεδρική εκλογή του 2017, υποσχέθηκε να ανανεώσει σε βάθος τη γαλλική πολιτική ζωή

4' 24" χρόνος ανάγνωσης

Οταν ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε την προεδρική εκλογή του 2017, υποσχέθηκε να ανανεώσει σε βάθος τη γαλλική πολιτική ζωή. Το σχέδιό του στηρίχθηκε σε μια φιλόδοξη και τολμηρή ιδέα: την υπέρβαση του παραδοσιακού διαχωρισμού Δεξιάς – Αριστεράς και την οικοδόμηση ενός «Κέντρου σε κίνηση», ικανού να συσπειρώσει τους φιλελεύθερους από όλες τις πλευρές απέναντι στους λαϊκισμούς και στα άκρα. Ο μακρονισμός θέλησε έτσι να γίνει μια εκσυγχρονιστική σύνθεση, μια υπέρβαση των παλαιών ιδεολογικών ρηγμάτων προς όφελος μιας τεχνοκρατικής, ορθολογικής και φιλοευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Οκτώ χρόνια αργότερα, το εγχείρημα αυτό φαίνεται να έχει αποτύχει. Οχι μόνον ο διαχωρισμός Δεξιάς – Αριστεράς δεν εξαφανίστηκε, αλλά έχει ανασυγκροτηθεί με ακόμη πιο συγκρουσιακό τρόπο. Ο γαλλικός πολιτικός χώρος εμφανίζεται σήμερα πολωμένος ανάμεσα σε ένα φιλελεύθερο-κεντρώο μπλοκ με φθίνουσα νομιμοποίηση, μια κατακερματισμένη και αποδυναμωμένη Αριστερά, και μια Ακροδεξιά σε πορεία εκλογικής κανονικοποίησης.

Η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές του 2022 –και ακόμη περισσότερο αυτή του 2024– είναι βαθιά διχασμένη, καθιστώντας δύσκολη κάθε σταθερή διακυβέρνηση. Η επανειλημμένη προσφυγή στη συνταγματική διάταξη του 49.3 –ενός μηχανισμού ψήφισης νομοσχεδίων χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση–, η κοινοβουλευτική αδυναμία και το αίσθημα μιας δημοκρατίας «σε αναστολή» τροφοδοτούν μια λανθάνουσα κρίση του πολιτεύματος.

Μακριά από το να παραγάγει ένα ισχυρό Κέντρο, ο μακρονισμός ευνόησε την ανάδυση ενός πολιτικού κενού στο Κέντρο, μέσα από το οποίο ευημερούν τα άκρα.

Αντί να έχει συμφιλιώσει τους Γάλλους με την πολιτική, ο μακρονισμός φαίνεται να έχει εντείνει τη δυσπιστία. Από τη μία, οι υποστηρικτές του εμφανίζονται ως τεχνοκρατική ελίτ αποκομμένη από τις κοινωνικές πραγματικότητες· από την άλλη, οι αντίπαλοί του καταγγέλλουν έναν θεσμικό αυταρχισμό μεταμφιεσμένο σε μεταρρύθμιση. Μακριά από το να παραγάγει ένα ισχυρό Κέντρο, ο μακρονισμός ευνόησε την ανάδυση ενός πολιτικού κενού στο Κέντρο, μέσα από το οποίο ευημερούν τα άκρα.

Εντεινόμενη δυσπιστία αναδύεται και στο επίπεδο της κοινωνίας. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπήρχε πριν από τη μακρονική προεδρία, όλες οι έρευνες γνώμης μετά το 2017 καταγράφουν πρωτοφανή αποδοκιμασία του πολιτικού προσωπικού. Η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία ως καθεστώς παραμένει πλειοψηφική, αλλά η εμπιστοσύνη στους φορείς της και στην αποτελεσματικότητα των θεσμών υποχωρεί ή παραμένει εύθραυστη. Αυτό είναι το υπόβαθρο της «παράλυσης»: Οι πολίτες δεν απορρίπτουν τη δημοκρατία, απορρίπτουν τον τρόπο που λειτουργεί.

Γιατί δεν πέτυχαν η υπέρβαση Δεξιάς – Αριστεράς και το «διαφορετικό Κέντρο»; Κατ’ αρχάς, λόγω της ασάφειας του προγράμματός του: η ιδέα ενός πολιτικού Κέντρου που «διαλέγει το καλύτερο» από την Αριστερά και τη Δεξιά μπορεί να ακούγεται συμφιλιωτική, ειδικά εφόσον προϋποθέτει ή υπόσχεται συμβιβασμό πολιτικών, άρα και μετριοπάθεια. Στην πράξη όμως οδήγησε σε ασάφεια ταυτότητας, ιδίως σε μια χώρα όπως η Γαλλία, όπου η διάκριση «Αριστερά – Δεξιά» –θεμελιώδης άξονας όλης της σύγχρονης πολιτικής– γεννήθηκε κυριολεκτικά μέσα στη Γαλλική Επανάσταση.

Δεν είναι απλώς μια ιδεολογική αντιπαράθεση· είναι προϊόν του τρόπου που οργανώθηκε και νομιμοποιήθηκε η πολιτική μετά το 1789. Ετσι, στο μακρονικό Κέντρο, οι ψηφοφόροι της Αριστεράς βλέπουν κυριαρχία οικονομικού φιλελευθερισμού· οι ψηφοφόροι της Δεξιάς βλέπουν έναν προοδευτισμό στα κοινωνικά ζητήματα, που τους αποξενώνει. Αρα, το Κέντρο μάλλον δημιούργησε μιαν αίσθηση πολιτικού κενού, παρά ένα πολιτικό άθροισμα.

Ο δεύτερος λόγος είναι η υπέρμετρη προεδροποίηση χωρίς κομματική κοινωνική γείωση. Αντί για σύγκλιση και διεύρυνση, προέκυψε αποξένωση, πολλώ δε μάλλον που εγκαινιάστηκε από ένα ύφος διακυβέρνησης «από τα πάνω». Ο μακρονισμός δεν κατάφερε να μετεξελιχθεί σε θεσμοποιημένο, γειωμένο κοινωνικά κόμμα· έμεινε πρωτίστως μια οργάνωση που περιστρέφεται γύρω από τον ηγέτη της. Η καταφυγή σε θεσμικά εργαλεία ταχείας λήψης αποφάσεων –όπως το 49.3– και οι σπασμωδικές κινήσεις κορυφής –όπως η αιφνιδιαστική διάλυση της Εθνοσυνέλευσης τον Ιούνιο του 2024– ενίσχυσαν την εντύπωση ενός αυτόνομου εκτελεστικού και αποδυνάμωσαν τη διαμεσολάβηση κομμάτων και σωμάτων.

Αυτή η βραχυχρόνια διαχείριση μέσω διαδικαστικών εργαλείων αντικατέστησε τη διαπραγμάτευση και την πειθώ, ενώ το εκκρεμές της νομιμοποίησης μετακινήθηκε από την κοινωνία προς το προεδρικό μέγαρο. Η εικόνα που προκύπτει είναι ενός συστήματος όπου ναι μεν ο κοινοβουλευτισμός επιστρέφει στο κέντρο του παιχνιδιού, χωρίς όμως να μπορεί να παραγάγει σταθερές πλειοψηφίες. Η τέλεια συνταγή θεσμικής κόπωσης και πολιτικής αδράνειας. Το αποτέλεσμα ήταν να βαθύνει το χάσμα αντιπροσώπευσης και να καταστεί δυσκολότερη η οικοδόμηση σταθερών πλειοψηφιών.

Τέλος, είχε μεν μια τυπικά σωστή εκλογική στρατηγική, χωρίς όμως τις δέουσες δημόσιες πολιτικές. Δεν αυτοπαρουσιάστηκε μόνον ως υπέρβαση Δεξιάς – Αριστεράς, αλλά και ως η πιο αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην άνοδο του ακροδεξιού Rassemblement National. Ούτε αυτή η υπόσχεση επαληθεύτηκε: Η Ακροδεξιά κέρδισε έδαφος, ακόμη και σε περιφέρειες όπου παλαιότερα υστερούσε, ενώ η μετατόπιση του προεδρικού χώρου προς τα δεξιά στη δεύτερη μακρονική θητεία έκοψε γέφυρες με την Κεντροαριστερά χωρίς να αποσπάσει μόνιμη συναίνεση από τη συντηρητική βάση. Η ηθικολογική καταγγελία του RN χωρίς υλικό, κοινωνικό αντίβαρο –πολιτικές για τους μισθούς, την κατοικία, κοινωνικές υπηρεσίες– πολλαπλασιάζει τα παράπονα και εντέλει ο θυμός εκφράζεται αντισυστημικά.

Ο μακρονισμός απέτυχε όχι επειδή η ιδέα της υπέρβασης είναι αδύνατη, αλλά επειδή δοκιμάστηκε ως «Κέντρο χωρίς ρίζες»: με ασθενή ταυτότητα, υπερσυγκεντρωτική διαχείριση και μια στρατηγική ανάσχεσης της Ακροδεξιάς, που αποδείχθηκε πολιτικά ανεπαρκής. Το κενό εκπροσώπησης που άφησε πίσω του δεν γεμίζει με επικοινωνία ούτε με θεσμικά τεχνάσματα· χρειάζεται αναπροσανατολισμός που να συνδέει την ευρωπαϊκή φιλοδοξία με ένα ευρύ κοινωνικό μπλοκ και μια δημοκρατία ικανή να πείθει πριν κυβερνήσει και να κυβερνά χωρίς να παραλύει. Αυτό δεν είναι μόνο γαλλικό διακύβευμα. Είναι το κεντρικό ερώτημα για όλες τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες που αναζητούν σήμερα νέο κέντρο βάρους.

Η κ. Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT