Με σηκωμένο τον γιακά και τα χέρια στις τσέπες, ο Εμανουέλ Μακρόν περπατάει μόνος στον Σηκουάνα λίγες ώρες μετά την παραίτηση του πέμπτου σε διάστημα τριών ετών πρωθυπουργού, Σεμπαστιάν Λεκορνί. Το εμβληματικό στιγμιότυπο που έγινε viral στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας είναι ενδεικτικό της πρωτόγνωρης απομόνωσης του Γάλλου προέδρου.
Ο Μακρόν αμφισβητείται πλέον ανοιχτά ακόμη και από πρώην πρωθυπουργούς του, όπως οι Γκαμπριέλ Ατάλ και Εντουάρ Φιλίπ, εξέλιξη που απηχεί το μέγεθος του πολιτικού αδιεξόδου στη Γαλλία. «Δεν καταλαβαίνω πλέον τις αποφάσεις του, ας δοκιμάσει κάτι διαφορετικό», είπε ο Ατάλ, ενώ ο Φιλίπ ζήτησε να σταματήσει το επώδυνο πολιτικό παιχνίδι του και να προκηρύξει προεδρικές εκλογές.
H υπερψήφιση του προϋπολογισμού ο οποίος θα προβλέπει περικοπές πολλών δισ. ευρώ (44 δισ. ήταν ο στόχος του προκατόχου του Λεκορνί, Φρανσουά Μπαϊρού) έως τα τέλη του έτους αποτελεί το επιτακτικό αίτημα των αγορών και των επενδυτών που έχουν θορυβηθεί από το έλλειμμα (5,4%-5,6% φέτος, πάνω από 5% το 2026) και επαναλαμβάνουν μονότονα τη φράση «τελευταία ευκαιρία».
Η πιο βραχύβια
O Λεκορνί (φωτογραφία)παραιτήθηκε, λίγες ώρες αφότου ανακοίνωσε τη σύνθεση του υπουργικού του συμβουλίου, καταρρίπτοντας το ρεκόρ της πιο βραχύβιας παραμονής στην εξουσία στη σύγχρονη Γαλλία. Σε μια απρόσμενη εξέλιξη, ο Μακρόν τον όρισε ξανά πρωθυπουργό το βράδυ της Παρασκευής, κατόπιν μακρών διαβουλεύσεων με τους ηγέτες των κομμάτων, οι οποίες απέβησαν άκαρπες.
Η νευρικότητα στις αγορές είναι απόρροια της ανησυχίας ότι η παράλυση στη Γαλλία και η στασιμότητα στη Γερμανία συμπαρασύρουν ολόκληρη την Ευρωζώνη. Επιτείνεται, δε, από τον φόβο ότι και οι δύο χώρες έχουν μια τελευταία ευκαιρία να αποτρέψουν την άνοδο της Ακροδεξιάς στην εξουσία τα επόμενα χρόνια: μια νίκη του Ζορντάν Μπαρντελά ή της Μαρίν Λεπέν της Εθνικής Συσπείρωσης (RN) –αν της το επιτρέψουν οι δικαστικές περιπέτειές της– στις επόμενες προεδρικές εκλογές και την επικράτηση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) στις ομοσπονδιακές εκλογές σε τέσσερα χρόνια ή και νωρίτερα, αν καταρρεύσει η κυβέρνηση του καγκελαρίου Φρίντριχ Μερτς.
Ο… τριπολισμός
Ο Ματιέ Γκαλάρ, εκτελεστικός διευθυντής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Ipsos, θεωρεί ότι το πρόβλημα στη Γαλλία είναι κυρίως θεσμικό. «Το πολιτικό μας σύστημα λειτουργεί πολύ καλά όταν υπάρχει σταθερή πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και καθαρή εναλλαγή ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά. Από το 2017, όμως, έχουμε περάσει από ένα διπολικό σε ένα τριπολικό σκηνικό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πλειοψηφικό εκλογικό μας σύστημα λειτουργεί πολύ λιγότερο αποτελεσματικά και είναι πολύ πιο δύσκολο για οποιοδήποτε κόμμα ή συνασπισμό να σχηματίσει σταθερή πλειοψηφία.
Επιπλέον, ο έντονα προεδρικός χαρακτήρας της Πέμπτης Δημοκρατίας αποθαρρύνει τους συμβιβασμούς – έτσι το σύστημα μοιάζει μπλοκαρισμένο. Δεν βλέπω πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν πραγματικά τα πράγματα χωρίς μια στροφή προς την αναλογική εκπροσώπηση και τον περιορισμό των εξουσιών του προέδρου», εξηγεί στην «Κ».
Μπροστά στο δίλημμα πρόωρες εκλογές ή νέος πρωθυπουργός, ο Γάλλος πρόεδρος επιλέγει προς το παρόν τη δεύτερη λύση. Η τρίτη, να παραιτηθεί ο ίδιος, εντάσσεται περισσότερο στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας των ΜΜΕ παρά σε μια ρεαλιστική προοπτική.
Μακριά από τον στόχο
Μιλώντας στην «Κ» ο Σαχίν Βαλέ, senior fellow στο German Council on Foreign Relations και σύμβουλος του Μακρόν όταν ο νυν πρόεδρος ήταν υπουργός Οικονομίας, είναι κατηγορηματικός: «Δεν νομίζω ότι η Γαλλία χρειάζεται προεδρικές εκλογές, ούτε –ξανά– πρόωρες βουλευτικές εκλογές». Η γνώμη του είναι, πάντως, πως ακόμη κι αν περάσει από την Εθνοσυνέλευση έως το τέλος του χρόνου ο προϋπολογισμός, «δεν θα πλησιάσει στον βαθμό δημοσιονομικής πειθαρχίας που χρειάζεται η Γαλλία».
Από την άλλη, η λύση των πρόωρων εκλογών θα οδηγούσε σε μια συγκατοίκηση της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν με τον Μακρόν επί ενάμιση χρόνο και «θα τους παρείχε αυτό που τους λείπει τώρα – την αξιοπιστία που συνδέεται με την άσκηση της εξουσίας», εξηγεί ο Γάλλος οικονομολόγος. «Μια τέτοια εξέλιξη θα βελτίωνε θεαματικά τις προοπτικές τους για [τις προεδρικές εκλογές] το 2027. Αν έπρεπε να κυβερνήσει η Ακροδεξιά για μεγαλύτερο διάστημα, το πιθανότερο είναι πως θα τα θαλάσσωνε. Σε κάτι τέτοιο πόνταρε και ο Μακρόν όταν προκήρυξε τις πρόωρες εκλογές τον Ιούνιο του 2024».
Ο Γκαλάρ από την πλευρά του θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει άρση του αδιεξόδου χωρίς νέα προσφυγή στις κάλπες. «Ο πρόεδρος κάνει ουσιαστικά ό,τι θέλει – είναι σχεδόν ανέγγιχτος μετά την εκλογή του. Αν θέλει να συνεχίσει να διορίζει κυβερνήσεις που πέφτουν η μία μετά την άλλη, αυτό είναι τεχνικά εφικτό. Ο Μακρόν, ωστόσο, προφανώς σκέφτεται και την υστεροφημία του. Το πλεονέκτημα της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης είναι ότι, μόλις γίνει, δεν μπορεί να επαναληφθεί για ένα χρόνο: “παγώνει” την κατάσταση και καθιστά άσκοπες τις εκκλήσεις για παραίτησή του, αφού οποιοσδήποτε πρόεδρος θα έπρεπε να συνεργαστεί με την ίδια Εθνοσυνέλευση. Παρ’ όλα αυτά, δεν βλέπω πώς μπορούμε να αποφύγουμε την επιστροφή στις κάλπες σχετικά σύντομα».
Οχι εκλογές
«Δεν νομίζω ότι η Γαλλία χρειάζεται –ξανά– πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Μια τέτοια εξέλιξη θα βελτίωνε τις προοπτικές της Ακροδεξιάς για [τις προεδρικές] το 2027».
Σαχίν Βαλέ
Senior fellow στο German Council on Foreign Relations και πρώην σύμβουλος του Μακρόν στο υπουργείο Οικονομικών.
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Ipsos για τα ζητήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη, η μετανάστευση βρίσκεται στην έκτη θέση, με μόλις το 18% των ερωτηθέντων να τη θεωρεί το κύριο πρόβλημα. Γιατί λοιπόν η Εθνική Συσπείρωση (RN) βρίσκεται τόσο ψηλά στις δημοσκοπήσεις;
Ο εκτελεστικός διευθυντής του ινστιτούτου απαντά ότι «η μετανάστευση δεν είναι το μόνο ζήτημα στο οποίο το RN θεωρείται ισχυρό. Υπάρχει και ο τομέας του νόμου και της τάξης. Ενα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος είναι πιθανό να ψηφίσει με βάση αυτό. Και όπως σε πολλές χώρες, η Ακροδεξιά επωφελείται και από την αντισυστημική ψήφο, την οποία η ριζοσπαστική Αριστερά δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει στον ίδιο βαθμό, όλους αυτούς τους ψηφοφόρους, δηλαδή, που έχουν βαρεθεί τα παραδοσιακά κόμματα».
Αριστερή αναξιοπιστία
To ερώτημα είναι γιατί η γαλλική Αριστερά δυσκολεύεται να κεφαλαιοποιήσει τη λαϊκή απογοήτευση απέναντι στον Μακρόν και στις κεντρώες και συντηρητικές δυνάμεις. «Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι αριστερές ιδέες στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα είναι πράγματι πολύ δημοφιλείς. Το παράδοξο όμως εξηγείται εύκολα: πρώτον, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που έχουν μεγάλη σημασία για ορισμένα τμήματα του εκλογικού σώματος: η μετανάστευση, το έγκλημα, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί κ.λπ. Και δεύτερον, η Αριστερά δεν θεωρείται αξιόπιστη στη διαχείριση της οικονομίας. Ο κόσμος συμμερίζεται τις ιδέες της, αλλά δεν πιστεύει ότι η Αριστερά θα μπορούσε να τις εφαρμόσει με επιτυχία – ή φοβάται ότι το αποτέλεσμα θα έπληττε τις επιχειρήσεις, την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας».
Και οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί, ο Λεκορνί, ο Φρανσουά Μπαϊρού και ο Μισέλ Μπαρνιέ, απέτυχαν επειδή δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη πλειοψηφία για την ψήφιση ενός προϋπολογισμού λιτότητας, μια πρόκληση που περιμένει και τον επόμενο με δεδομένο ότι οι φιλοπροεδρικοί βουλευτές αποτελούν μειοψηφία. Πριν από λίγες εβδομάδες, όταν παραιτήθηκε ο Μπαϊρού, η χώρα γνώρισε μαζικές κινητοποιήσεις και απεργίες, προκαλώντας ανησυχίες για αναβίωση του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων».
Να μπει τέλος
«Πρέπει να τερματίσουμε την πολιτική κρίση που εξοργίζει τους Γάλλους και την αστάθεια που βλάπτει την εικόνα και τα συμφέροντα της Γαλλίας», δήλωσε ο Σεμπαστιάν Λεκορνί αμέσως μετά τον –εκ νέου– διορισμό του στην πρωθυπουργία
Ο Γκαλάρ δεν πιστεύει ότι η Γαλλία θα ξαναζήσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Πράγματι, όμως, η οργή στην κοινωνία βράζει, «οπότε είναι πολύ πιθανό να δούμε μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις τις επόμενες εβδομάδες – κάτι που ήδη άρχισε να φαίνεται από τον Σεπτέμβριο. Το ερώτημα είναι αν θα λάβουν τη μορφή παραδοσιακών, συνδικαλιστικά οργανωμένων διαδηλώσεων ή πιο αυθόρμητων, άμορφων κινημάτων χωρίς ξεκάθαρα αιτήματα – τα οποία είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή πρόεδρο».
Πέφτει σε αργή κίνηση
«Για έναν ηγέτη που αυτοπροβαλλόταν ως σύγχρονος Σαρλ ντε Γκωλ είναι κάπως ειρωνικό να πέφτει σε αργή κίνηση και να οδηγεί σε αφαίμαξη το ίδιο αυτό σύνταγμα που θέσπισε το πολιτικό του πρότυπο. Η Πέμπτη Δημοκρατία της Γαλλίας γεννήθηκε μέσα από μια εξουθενωτική πολιτική αστάθεια και μια αέναη εναλλαγή πρωθυπουργών. Σας ακούγεται οικείο; Η κατάσταση το 1958 ήταν φυσικά χειρότερη, αλλά το σύστημα που δημιούργησε ο στρατηγός Ντε Γκωλ για να αποκαταστήσει την τάξη, απονέμοντας στον εαυτό του προεδρικές εξουσίες αμερικανικού τύπου, φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά του. Ο μακρονισμός το έχει φέρει στα πρόθυρα του γκρεμού», έγραψε αυτήν την εβδομάδα η Φλάβια Κροζ Τζάκσον στο Bloomberg.
Διεθνείς αναλυτές συγκρίνουν συχνά τη σημερινή Γαλλία με την Ελλάδα το 2010. «Δεν είναι συγκρίσιμη η κατάσταση στη Γαλλία με εκείνη της Ελλάδας την περίοδο 2008-2010, τουλάχιστον όχι ως προς τα περισσότερα οικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη ή την ικανότητά της να αντλεί φορολογικά έσοδα. Μια άλλη κρίσιμη διαφορά είναι το βάρος της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, θέλουν η Γαλλία να εξισορροπήσει τα δημόσια οικονομικά της, αλλά γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια σκληρή λιτότητα στη Γαλλία θα έπληττε σοβαρά και τη δική τους οικονομία – είμαστε υπερβολικά αλληλένδετοι για να συμβεί κάτι τέτοιο», επισημαίνει ο Γκαλάρ της Ipsos.
Αυτό που ανησυχεί περισσότερο τον Βαλέ είναι ότι «εξακολουθεί να υφίσταται στη Γαλλία ένα καθεστώς βαθιάς άρνησης για την ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Κανείς στη χώρα δεν μιλάει για μία σοβαρή προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος, είτε στα αριστερά, είτε στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Αν είχαμε νέες εκλογές τώρα, η προεκλογική εκστρατεία δεν θα επικεντρωνόταν σε αυτό το ζήτημα. Θα επικεντρωνόταν στην πολιτική της ταυτότητας ή στη γεωπολιτική. Δεν νομίζω ότι η κοινή γνώμη, ούτε όμως και το πολιτικό σύστημα έχουν αφυπνιστεί σχετικά με το μέγεθος των δημοσιονομικών προσκλήσεων που βρίσκονται μπροστά μας».
Δεδομένου ότι και η Γερμανία βρίσκεται σε στασιμότητα, μήπως οδεύουμε υπνωτισμένοι προς μια νέα κρίση της Ευρωζώνης; «Ναι, είναι σαφές ότι η γερμανική οικονομία, η οποία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και δύο χρόνια, δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση από τη γαλλική σε πολλούς τομείς, παρότι η Γαλλία εξακολουθεί να εμφανίζει κάποια μικρή ανάπτυξη. Αυτή τη στιγμή, στην πραγματικότητα, είναι η Ισπανία και ίσως η Ιταλία, που δείχνει να ανακάμπτει αργά, οι χώρες που κρατούν την Ευρωζώνη όρθια», καταλήγει ο Γκαλάρ.

