Τα πρώτα 24ωρα της –εύθραυστης ακόμα– συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, στις συνομιλίες που διεξάγονται υπό την αιγίδα του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, παρακολουθούνται με μεγάλο ενδιαφέρον και από την Αθήνα, η οποία κατ’ αρχάς ευελπιστεί ότι δεν θα αποδειχθεί βραχύβια.
Η επιστροφή των σχέσεων του Ισραήλ με τις αραβικές χώρες σε τροχιά εξομάλυνσης εκ των πραγμάτων μπορεί να αναβιώσει ορισμένες διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη πριν από το 2023 και ήταν προς το συμφέρον και της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται, βεβαίως, η πιθανή επαναφορά και επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ (του Ισραήλ με διάφορες αραβικές χώρες), μέρος των οποίων ήταν και μακρόπνοα σχέδια όπως ο εμπορικός διάδρομος Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC), στο δυτικό σκέλος του οποίου φιλοδοξεί να βρεθεί η Ελλάδα.
Οι μεσάζοντες
Φυσικά δεν διαφεύγει την προσοχή και η αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας, η οποία, έπειτα από αρκετά κοπιώδεις προσπάθειες εκ μέρους του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια θέση στο τραπέζι των συζητήσεων και, υπό προϋποθέσεις, στην επόμενη μέρα στη Γάζα.
Διανύουμε εποχή στην οποία η σκληρή ισχύς μετράει και –κυρίως– γίνεται σεβαστή από τους μεγαλύτερους ηγεμόνες του κόσμου (όπως ο κ. Τραμπ), ως εκ τούτου τη θέση της Τουρκίας στο τραπέζι κέρδισε η στρατιωτική ισχύς της και η προθυμία να την αξιοποιήσει. Βέβαια, όπως επισημαίνουν όσοι έχουν παρακολουθήσει στενά τη διπλωματική κινητικότητα των τελευταίων δύο εβδομάδων, από όσα φαίνεται ο κ. Ερντογάν να ζήτησε στην Ουάσιγκτον, κατόρθωσε να αποσπάσει μια θέση στο τραπέζι για το μέλλον της Γάζας, αλλά όχι πολύ περισσότερα από τους Αμερικανούς. Η συμπάθεια του κ. Τραμπ προς τον κ. Ερντογάν παραμένει αυτή τη στιγμή το θεμέλιο της σημερινής καλής αμερικανοτουρκικής σχέσης και κατανόησης, ωστόσο δεν αποτελεί εγγύηση για τη διαιώνισή της.
Οι Συμφωνίες του Αβραάμ – Πιθανή επαναφορά των Συμφωνιών του Αβραάμ (του Ισραήλ με αραβικές χώρες), μέρος των οποίων ήταν και σχέδια όπως ο εμπορικός διάδρομος Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC), εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα.
Η τουρκική παρουσία στο τραπέζι για τη Γάζα, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα περιφερειακά μέτωπα όπου η Αγκυρα είναι ενεργή, όπως η Συρία και η Λιβύη, αποτελεί ένδειξη γεωπολιτικής ισχύος. Είναι όμως και ένδειξη υπερέκτασης και απλώματος των τουρκικών πόρων που μπορεί να κλονίσουν την πραγματική δυνατότητα της Τουρκίας να ασκεί καθοριστική επιρροή.
Οι άλλοι παίκτες
Το παιχνίδι στη Γάζα περιλαμβάνει αρκετούς παίκτες που διαθέτουν εξίσου καλή πρόσβαση στον Λευκό Οίκο και φαινομενικά ανεξάντλητες οικονομικές αντοχές (όπως η Σαουδική Αραβία), αλλά και ρίζες στην περιοχή. Οι ηγεμονικές βλέψεις της Αγκυρας είναι, βεβαίως, απολύτως απωθητικές για τους Αραβες, οι οποίοι αντικρίζουν με καχυποψία τη νεοοθωμανική ρητορική του κ. Ερντογάν και της κυβέρνησής του και θα ήθελαν να δουν την ιδιόρρυθμη αυτοκρατορική βουλιμία του να περιορίζεται.
Οπως σημειώνουν στην «Κ» καλά πληροφορημένες πηγές, οι Τούρκοι έχουν ήδη καταφέρει να έλθουν σε τριβές ακόμα και με τον μεταβατικό πρόεδρο της Συρίας Αχμέντ αλ Σάρα, τον οποίο –λίγο έως πολύ– εγκατέστησαν στη Δαμασκό οι υποστηριζόμενες από την Αγκυρα τουρκομανικές πολιτοφυλακές.
Φυσικά αν για τους Αραβες η Τουρκία γίνεται αντιληπτή ως μια δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις, η αντίστοιχη αίσθηση για το Ισραήλ είναι ακόμα εντονότερη. Μάλιστα, οι λιγότερο ηχηρές εξελίξεις στη Συρία μαρτυρούν ότι τα επόμενα χρόνια η χώρα μπορεί και να μετατραπεί σε πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία.
Το ρίσκο της Αγκυρας – Η παρουσία της Τουρκίας στο τραπέζι για τη Γάζα, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα περιφερειακά μέτωπα όπου η Αγκυρα είναι ενεργή, αποτελεί ένδειξη γεωπολιτικής ισχύος, αλλά και σπατάλης σημαντικών τουρκικών πόρων.
Από τη συνολικότερη ανάλυση δεν μπορεί να λείπει ο τρόπος με τον οποίο τελικά σύρθηκε και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς φαίνεται πλέον ακόμα πιο καθαρά ότι η αφορμή ήταν ο ιδιαίτερα λανθασμένος υπολογισμός του ότι το χτύπημα στην Ντόχα θα περάσει περίπου απαρατήρητο από τον Λευκό Οίκο. Η οργή του κ. Τραμπ για το χτύπημα στο Κατάρ ήταν, βεβαίως, απολύτως συνδεδεμένη με το γεγονός ότι αυτή η μικρή, πάμπλουτη χώρα του Κόλπου είχε εξασφαλίσει την προσωπική εύνοιά του.
Αθήνα – Ριάντ
Ο έτερος ηγέτης (πέρα από τον εμίρη του Κατάρ Ταμίμ μπιν Χαμάντ μπιν Καλίφα αλ Θάνι) που ο κ. Τραμπ συμπαθεί ιδιαιτέρως είναι ο πρίγκιπας διάδοχος του σαουδαραβικού θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Το γεγονός, βεβαίως, ότι η Ελλάδα διατηρεί τα τελευταία χρόνια άριστες σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, αξιοποιείται και διπλωματικά από την Αθήνα, η οποία –ούτως ή άλλως– διαθέτει διαύλους επικοινωνίας με το Βασίλειο, ενώ και σε στιγμές που απαιτήθηκε βοήθεια το Ριάντ ανταποκρίθηκε, μάλιστα χωρίς τυμπανοκρουσίες (βοήθεια με ελληνόκτητα πλοία που αντιμετώπιζαν απειλές από τους Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, ανταλλακτικά για ελληνικά οπλικά συστήματα και μεσολάβηση προς το καθεστώς της Δαμασκού για κάποια από τα λίγα ζητήματα που έχει η Ελλάδα στη Συρία).
Η Ελλάδα επιχειρεί να χρησιμοποιήσει όλους εκείνους τους πολλαπλασιαστές που της παρέχουν οι σχέσεις με όλους τους παραπάνω παίκτες. Η ελληνική διπλωματία προωθεί συνέχεια την εικόνα της Ελλάδας ως χώρας με φυσικό καθήκον στην προάσπιση των δικαιωμάτων των θρησκευτικών μειονοτήτων και, κυρίως, των Ελληνορθοδόξων της Μέσης Ανατολής, πεδίο στο οποίο αντιμετωπίζει ήδη έντονο και δύσκολο ανταγωνισμό από τη Μόσχα που από καιρό έχει αποδυθεί σε αγώνα εμβάθυνσης της επιρροής στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και κυρίως σε αυτό της Ιερουσαλήμ. Επιπλέον, η Ελλάδα έσπευσε με αρκετά καλά ζυγισμένες κινήσεις να καλλιεργήσει σχέσεις με την κυβέρνηση του Λιβάνου, την οποία και ενισχύει στρατιωτικά.
Φυσικά, το μεγαλύτερο ερώτημα –και για την Αθήνα– είναι τι μέλλει γενέσθαι στο Ισραήλ σε περίπτωση που δρομολογηθούν πολιτικές εξελίξεις. Στην Αθήνα εκτιμάται ότι ο χαρακτήρας των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων είναι στρατηγικός, ωστόσο σε μια εποχή διαρκώς απρόβλεπτων εξελίξεων, κάθε ημέρα μετράει διαφορετικά.

