Η υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, Παμ Μπόντι, δέχθηκε σκληρή κριτική στη Γερουσία για τη στάση του υπουργείου της στις έρευνες που αφορούν πολιτικούς αντιπάλους του Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και για την απόφασή της να μη δημοσιοποιήσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Τζέφρι Επσταϊν, τον καταδικασμένο για σεξουαλικά εγκλήματα χρηματιστή.
Ηταν η πρώτη της εμφάνιση ενώπιον της Επιτροπής Δικαιοσύνης της Γερουσίας μετά την επικύρωση του διορισμού της.
Η ακρόαση εξελίχθηκε σε υψηλούς τόνους, με τα μέλη να διχάζονται καθαρά κατά κομματική γραμμή.
Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της επιτροπής εξήρε τις προσπάθειες της Μπόντι να τερματίσει «την πολιτικοποίηση του υπουργείου» επί προεδρίας Μπάιντεν, ενώ ο επικεφαλής των Δημοκρατικών, γερουσιαστής Ντικ Ντέρμπιν, την κατηγόρησε ότι «μετέτρεψε το υπουργείο Δικαιοσύνης σε ασπίδα για τον πρόεδρο και τους συμμάχους του και σε όπλο κατά των αντιπάλων του».
«Αυτό που έχει συμβεί από τις 20 Ιανουαρίου 2025 θα έκανε ακόμη και τον Νίξον να φρίξει», είπε ο Ντέρμπιν.
Η Μπόντι, στις εναρκτήριες δηλώσεις της, υπογράμμισε την έμφαση της διοίκησης Τραμπ στην καταπολέμηση της βίας και των ναρκωτικών, καθώς και στην «υπεράσπιση» των ομοσπονδιακών επιχειρήσεων σε πόλεις με Δημοκρατική διοίκηση όπως η Ουάσιγκτον, το Πόρτλαντ και το Σικάγο.
Οταν δέχθηκε πίεση από Δημοκρατικούς για το αν υπήρξε συνεννόηση με το υπουργείο πριν από την αποστολή της Εθνοφρουράς σε αυτές τις πόλεις, απάντησε επιθετικά: «Εύχομαι να αγαπούσατε το Σικάγο όσο μισείτε τον πρόεδρο Τραμπ».
Η Μπόντι κατηγορείται ότι έχει εγκαταλείψει την ανεξαρτησία του υπουργείου, μετατρέποντάς το σε εργαλείο πολιτικής εκδίκησης.
Οι επικριτές της επισημαίνουν τις διώξεις εναντίον προσωπικοτήτων που έχουν βρεθεί στο στόχαστρο του Τραμπ. Ανάμεσά τους είναι ο πρώην διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμι, η γενική εισαγγελέας της Νέας Υόρκης Λετίσια Τζέιμς, ο γερουσιαστής Ανταμ Σιφ και ο πρώην διευθυντής της CIA Τζον Μπρέναν.
Ο Κόμι κατηγορήθηκε πρόσφατα ότι είπε ψέματα στο Κογκρέσο, ενώ αρκετοί εισαγγελείς που διαφώνησαν με την υπόθεση απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους.
Παράλληλα, σχεδόν 300 πρώην στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης υπέγραψαν επιστολή προς τη Γερουσία, καταγγέλλοντας «εκκαθαρίσεις» και «εκφοβισμό» υπαλλήλων.
Η υπόθεση Επσταϊν παρέμεινε επίσης στο επίκεντρο. Η Μπόντι αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις για τις προηγούμενες δηλώσεις της ότι «έχει τη λίστα πελατών» του Επσταϊν στο γραφείο της, κάτι που το FBI αργότερα διέψευσε.
«Δεν είπα ποτέ ότι την είχα εξετάσει», απάντησε, επιμένοντας πως «καμία τέτοια λίστα δεν υπάρχει».
Η Μπόντι είχε δεσμευτεί κατά την επικύρωσή της ότι «δεν θα πολιτικοποιήσει το αξίωμα» και «δεν θα στοχοποιήσει ανθρώπους λόγω πολιτικών πεποιθήσεων».
Ωστόσο, από τότε δεκάδες δικαστές, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων διορισμένων από τον Τραμπ, έχουν επικρίνει το υπουργείο για τις νομικές του θέσεις υπέρ της διοίκησης.
Πάνω από 5.000 υπάλληλοι έχουν αποχωρήσει ή απολυθεί.
Παρά τις επικρίσεις, ο Τραμπ επαίνεσε δημόσια την Μπόντι, γράφοντας στα κοινωνικά δίκτυα: «Η Μπόντι κάνει εξαιρετική δουλειά ως υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ».
Πηγή: Washington Post

