Ηταν 13 Σεπτεμβρίου του 1985 όταν οι Ιάπωνες γνώρισαν για πρώτη φορά ολόκληρο τον ψηφιακό κόσμο του Μάριο, του λιλιπούτειου υδραυλικού με το κόκκινο καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστάκι και τη βαριά ιταλική προφορά. Παρόλο που είχε αρχικά εμφανιστεί το 1981 ως Mr. Video στο δημοφιλές arcade παιχνίδι «Donkey Kong», λίγα χρόνια μετά ο Μάριο αποκτούσε τη δική του ιστορία. Στον πολύχρωμο κόσμο του συνυπήρχε με την Πριγκίπισσα Πιτς, τον αντίπαλό του Bowser, τα μανιταροειδή goombas, τα παράξενα blocks και τα μυστικά περάσματα.
Η κυκλοφορία του «Super Mario Bros.» ήρθε σε μια εποχή που τα βιντεοπαιχνίδια μόλις εισχωρούσαν στα σπίτια, στην αρχή δειλά, αλλά στη συνέχεια πιο συστηματικά. Η βιομηχανία ήταν ακόμα στα πρώτα της βήματα μετά την κατάρρευση των Arcade στην Αμερική και την Ιαπωνία, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η σημαντικότερη κονσόλα Nintendo Entertainment System (NES), που χρησιμοποιούσε τεχνολογία 8-bit, έφερε την επανάσταση. Το παιχνίδι εισήγαγε μια περιπέτεια γεμάτη ανακαλύψεις: πίστες που εξελίσσονταν και μικρές εκπλήξεις σε κάθε γωνιά. Η μουσική του, μια δημιουργία του Ιάπωνα συνθέτη Κότζι Κόντο, έγινε αμέσως αναγνωρίσιμη, ενώ ο τρόπος που είχαν σχεδιαστεί τα διαφορετικά επίπεδα έκανε κάθε ενασχόληση διασκεδαστική και ταυτόχρονα προκλητική.

Στις ευρωπαϊκές χώρες –ανάμεσά τους και η Ελλάδα– το «Super Mario Bros.» έφτασε δύο χρόνια αργότερα, το 1987. Οι ουρές που σχηματίζονταν στα καταστήματα, δημιούργησαν τις πρώτες ελληνικές αναμνήσεις του Μάριο. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που το είδα μπροστά μου. Ημουν 7-8 χρονών και βρισκόμουν σε ένα μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών», λέει στην «Κ» ο Βαγγέλης Καρπέτης. «Το Nintendo πίσω από μια γυάλα, σαν άπιαστος θησαυρός για μένα, σχημάτιζε μαγικές εικόνες στην οθόνη. Σε μια εποχή που τα βιντεοπαιχνίδια στην Ελλάδα ήταν συνώνυμα με τα μονόχρωμα παιχνίδια της Atari και τις στατικές οθόνες των Arcade, το Μάριο ήταν μια όαση χρωμάτων, όμορφων χαρακτήρων και υπέροχου, πρωτότυπου gameplay».
Ο Γιάννης Λούλατζης, μυημένος και ο ίδιος στα ηλεκτρονικά παιχνίδια — τόσο από τα ουφάδικα της εποχής, όσο και από το Atari και τους τότε οικιακούς υπολογιστές — τονίζει το συναρπαστικό σύμπαν του «Super Mario Bros.». «Μέσα από τα απλοϊκά και πιξελιασμένα γραφικά του, από μόλις 63KB αποθηκευτικού χώρου (σ.σ. ένα πολύ μικρό μέγεθος για τα δεδομένα ενός παιχνιδιού), ξεδιπλωνόταν ένας κόσμος πιο ζωντανός από ποτέ. Αμέτρητες πίστες με δράση σε πεδιάδες, γκρεμούς, μπουντρούμια, γέφυρες, κάστρα, ακόμα και κολύμπι στη θάλασσα», μας λέει. «Πληθώρα αντικειμένων και διαδραστικότητας με το περιβάλλον και τους αντιπάλους. Και ένας χειρισμός… ποίημα».
Τις πιο ωραίες αναμνήσεις έχει και ο Παναγιώτης Δεληγιάννης, για τον οποίο το παιχνίδι ήταν μια συλλογική εμπειρία. «Οταν αγόρασα το NES, σχεδόν κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο όλη η τάξη ερχόταν στο σπίτι μου και προσπαθούσαμε να το τερματίσουμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους τσακωμούς όταν κάποιος έχανε ζωή σε ένα κρίσιμο σημείο, αλλά και τον ενθουσιασμό κάθε φορά που κάναμε ένα βήμα παραπέρα για την επίτευξη του στόχου μας», θυμάται ο κ. Δεληγιάννης.
Η κονσόλα «απορρόφησε» τελικά και τον κ. Καρπέτη, που παραμέρισε τις αλάνες για να γίνει μέρος αυτής της περιπέτειας, η οποία μεγάλωνε και γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλής, εξαπλώνοντας τον ενθουσιασμό από στόμα σε στόμα. «Δεν ήταν ένα απλό, ατελείωτο κυνήγι πόντων. Επρεπε να ταξιδέψουμε σε ποικιλόμορφους κόσμους, να ανακαλύψουμε μυστικά, να υπερπηδήσουμε αμέτρητα εμπόδια, να ποδοπατήσουμε (κυριολεκτικά!) ορδές από koopas και, τελικά, να σώσουμε την πριγκίπισσα», σημειώνει. Οσο για τη μουσική, αυτή «ακόμη κουδουνίζει στο κεφάλι ενός μεσήλικα πια, καθώς συνόδευε τα απίστευτα δρώμενα στην οθόνη και, σε συνδυασμό με τα εμβληματικά ηχητικά εφέ, δημιουργούσε μια μαγική εμπειρία».

Παγκόσμια επιτυχία
Οπως σε όλο τον κόσμο, έτσι και στη χώρα μας, ο Μάριο κέρδισε γρήγορα τις καρδιές των παικτών: σύμφωνα με το Video Game Sales Wiki, περίπου 190.500 αντίτυπα του «Super Mario Bros.» πωλήθηκαν στην Ελλάδα καθιστώντας το ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια εκείνης της εποχής. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το παιχνίδι πούλησε πάνω από 40 εκατ. αντίτυπα, όπως αναφέρει το Guinness World Records, με περίπου 6,8 εκατ. από αυτά να έχουν πωληθεί στην Ιαπωνία.
Με το λανσάρισμα του Μάριο και της περιπέτειάς του, η Nintendo έδωσε νέα πνοή στη βιομηχανία των βιντεοπαιχνιδιών. Κάθε πίστα άνοιγε νέους δρόμους στη διασκέδαση και την αφήγηση, θέτοντας πρότυπα που αργότερα θα ακολουθούσαν πολλές εταιρείες και διαμορφώνοντας τον τρόπο που σχεδιάζονται σήμερα τα ψηφιακά παιχνίδια. «Ηταν μια εμπειρία ζωής για εκείνα τα χρόνια. Εμείς ήμασταν οι ήρωες, εμείς καταφέρναμε όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα», τονίζει ο κ. Καρπέτης.

Η εξέλιξη
Από τότε και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η φιγούρα του Μάριο ήταν πασίγνωστη, ενώ κυκλοφόρησαν κι άλλες, πιο εξελιγμένες κασέτες με τις αποστολές του. «Κατέφθασε στο θρυλικό Game Boy με τα Super Mario Land, ενώ στο NES η κυκλοφορία του Super Mario Bros. 2 και, κυρίως, του επικού Super Mario Bros. 3, τον καθιέρωσε ως φαινόμενο της ποπ κουλτούρας», αναφέρει. Τον συναντούσες σε καρτούν, αυτοκόλλητα, συλλεκτικά άλμπουμ, ρούχα, παγωτά και δημητριακά. «Οι επόμενες γενιές τον είδαν στο μοναδικό Super Mario World στο Super Nintendo και τελικά, το 1996, στο 3D με το Super Mario 64, ένα παιχνίδι-σταθμό που μας άφησε άφωνους με τα τρισδιάστατα γραφικά και το πρωτοποριακό gameplay με τον πρώτο αναλογικό μοχλό», προσθέτει.
Πιστός θαυμαστής του κόκκινου υδραυλικού, ο κ. Δεληγιάννης συγκινείται στο άκουσμα και μόνο των ήχων από τα παιχνίδια. «Ο Μάριο και όλοι οι ήρωες μεγάλωσαν μαζί μου. Τους ακολούθησα στις περιπέτειές τους και εξελιχθήκαμε μαζί», εξηγεί. Ο ίδιος, μάλιστα, εμφύσησε στον δωδεκάχρονο γιο του, τον Βίκτωρα, τον ίδιο ενθουσιασμό. «Είναι εδώ και χρόνια ο συνοδοιπόρος μου, κάτι σαν τον Λουίτζι, αφού του μετέδωσα το μικρόβιο και την αγάπη μου για αυτόν τον χαμηλού αναστήματος μυστακοφόρο ήρωα».

