Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε την Τρίτη από το βήμα του ΟΗΕ ότι η Ευρώπη στοχεύει να τερματίσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου μέχρι το τέλος του 2025.
«Ο Τραμπ έχει απόλυτο δίκιο – το εξετάζουμε», είπε χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας την κριτική του Αμερικανού προέδρου προς τις ευρωπαϊκές χώρες ότι συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσική ενέργεια παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η Φον ντερ Λάιεν αναγνώρισε ότι έχει σημειωθεί πρόοδος, καθώς η Ευρώπη έχει ήδη μειώσει σημαντικά την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια, αλλά τόνισε ότι «ακόμα υπάρχουν ροές που συνεχίζονται» και στόχος είναι να σταματήσουν πλήρως εντός του έτους.
Η πρόεδρος της Κομισιόν είχε σύντομη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Τραμπ εξαπέλυσε σφοδρή κριτική κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατηγορώντας την ότι «κρατά ζωντανό» τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία μέσω της συνέχισης εισαγωγών ρωσικής ενέργειας.
«Πρέπει να σταματήσουν αμέσως όλες οι αγορές ενέργειας από τη Ρωσία. Αλλιώς όλοι σπαταλάμε τον χρόνο μας», είπε.
Παρά το γεγονός ότι η Ε.Ε. έχει μειώσει σημαντικά την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια μετά την εισβολή του 2022, συνεχίζει να εισάγει ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η Ρωσία παραμένει ανάμεσα στους μεγαλύτερους εξαγωγείς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Ε.Ε., μαζί με το Κατάρ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις Βρυξέλλες να σχεδιάζουν πλήρη απεξάρτηση μέχρι το 2027.
Σύμφωνα με την Eurostat, στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 περίπου το 8% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ε.Ε. προήλθε ακόμη από ρωσικούς αγωγούς.
Παράλληλα, η Σλοβακία και η Ουγγαρία εξακολουθούν να λαμβάνουν περίπου 100.000 βαρέλια ρωσικού αργού ημερησίως μέσω του αγωγού Ντρούζμπα.
Αν και οι ποσότητες αυτές θεωρούνται μικρές σε παγκόσμια κλίμακα, είναι ζωτικής σημασίας για τα δύο κράτη-μέλη, των οποίων τα διυλιστήρια έχουν σχεδιαστεί να επεξεργάζονται ρωσικό πετρέλαιο.
Η μετάβαση σε άλλες προμήθειες θα ήταν δαπανηρή, ενώ οι εναλλακτικές θαλάσσιες εισαγωγές –π.χ. μέσω Κροατίας– παραμένουν περιορισμένης χωρητικότητας.
Reuters

