Ζει ξανά η Αμερική το ματωμένο ’68;

Η έκρηξη πολιτικής βίας προκαλεί συγκρίσεις με τη χρονιά των δολοφονιών και των αιματηρών διαδηλώσεων. Ομως, από κάποιες απόψεις, τα πράγματα φαίνεται να είναι τώρα χειρότερα. Τι μας λέει η Ιστορία για το παρόν

7' 4" χρόνος ανάγνωσης

Η φρικτή εν ψυχρώ δολοφονία του υπερσυντηρητικού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ την ώρα που μιλούσε σε αμερικανικό campus φέρνει στον νου τη διάχυτη βία και τις απανωτές πολιτικές δολοφονίες που μάστιζαν τις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Εκείνα τα τρομερά χρόνια χαρακτηρίζονταν, αφενός, από την πεποίθηση πως «ο κόσμος μπορεί να αλλάξει» και, αφετέρου, από ένα μπαράζ βίας που σκίαζε την πολιτική. Τότε, όπως και τώρα, ο δημόσιος λόγος πολώθηκε, οι νεκροί στοίχειωσαν τα πρωτοσέλιδα και η αίσθηση ότι όλα μπορούν να εκραγούν ανά πάσα στιγμή διαπερνούσε τη δημόσια σφαίρα. «Γυρίζει» άραγε η Αμερική πίσω στο ’68;

Βιετνάμ και Μέμφις

Η χρονιά εκείνη ήταν το αποκορύφωμα μιας ολόκληρης δεκαετίας κρίσεων και μετασχηματισμών. Μαίνονταν ταυτόχρονα δύο ανεξέλεγκτοι πόλεμοι: ένας εξωτερικός, στο Βιετνάμ, με μια γενική στράτευση που έστελνε χιλιάδες νέους στο μέτωπο, αγκιστρώνοντας το αντιπολεμικό κίνημα στην καθημερινότητα σχεδόν κάθε οικογένειας· και ένας εσωτερικός, με τις φυλετικές διακρίσεις στον Νότο σε περίοπτη θέση και με συνεχιζόμενες ταραχές να μαστίζουν πολλές πόλεις. Είχαν προηγηθεί οι συγκλονιστικές δολοφονίες του Τζον Φ. Κένεντι και του Μάλκολμ Χ. Το 1968, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, θα έπεφταν νεκροί από σφαίρες ο μαύρος πασιφιστής ηγέτης Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών για την προεδρία, γερουσιαστής Ρόμπερτ Κένεντι, βυθίζοντας τη χώρα σε ένα εφιαλτικό σπιράλ βίας.

Την ίδια στιγμή τα πανεπιστήμια φλέγονταν. Η άγρια αστυνομική έφοδος στο Πανεπιστήμιο Columbia (που αποδόθηκε έξοχα στην ταινία «Φράουλες και Αίμα») και το ρεσιτάλ καταστολής κατά τη διάρκεια του συνεδρίου των Δημοκρατικών στο Σικάγο, με τα τηλεοπτικά δίκτυα να καταγράφουν λεπτό προς λεπτό τα δακρυγόνα και τα ανοιγμένα κεφάλια διαδηλωτών από τις συμπλοκές, ριζοσπαστικοποίησαν όχι μόνο τους φοιτητές αλλά κι ένα ευρύτερο κοινό. Η εμφάνιση οργανώσεων που διατράνωναν πως η αντιπαράθεση όφειλε να γίνει πιο «δυναμική», περνώντας «από τη διαμαρτυρία στην παρεμπόδιση», ήταν σύμπτωμα αυτής της ώθησης προς τα άκρα. Η κανονικοποίηση του χάους θα άνοιγε τον δρόμο για την άνοδο του Ρίτσαρντ Νίξον στην εξουσία στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Το δόγμα του Νίξον «νόμος και τάξη» υποσχόταν πως θα δώσει τέλος στις ταραχές, προχωρώντας σε συνταγματικές εκτροπές, όπως οι παράνομες μυστικές αποστολές του FBI.

Ο εσωτερικός εχθρός

Γιατί επιστρέφει ο παραλληλισμός αυτός σήμερα; Διότι αρκετά στοιχεία θυμίζουν τα σίξτις. Κατ’ αρχάς, η εμπέδωση της ιδέας της απειλής «εκ των έσω». Η ρητορική μίσους για «εγχώριους εχθρούς» και «προδότες» θυμίζει την αντικομμουνιστική γλώσσα του τότε, που ενέτασσε τους αριστερούς και τους φιλειρηνιστές στους «εχθρούς του έθνους». Σήμερα στόχος βαφτίζεται η «woke» κουλτούρα και οι υποτιθέμενοι εκφραστές της, που δαιμονοποιούνται στον έσχατο βαθμό – όπως συνήθιζε να κάνει κατά κόρον και ο μακαρίτης Κερκ.

Σε αυτά προστίθεται το οικονομικό και κοινωνικό άγχος. Παρά τις ριζικά διαφορετικές μακροοικονομικές συγκυρίες, το κοινό υπόστρωμα είναι μια διάχυτη υπαρξιακή ανασφάλεια. Τότε, για το αν θα κληθείς να υπηρετήσεις στο Βιετνάμ· σήμερα, για το αν θα σε «πνίξουν» οι πολιτισμικές μετατοπίσεις ή οι ανισότητες της νέας οικονομίας. Το άγχος γεννά ευαλωτότητα, υπεραπλουστεύσεις και στοχοποίηση των υποτιθέμενων αντιπάλων, που, κατά πολλούς, εξηγεί την πολιτική επικράτηση Τραμπ.

Αλλο κοινό στοιχείο είναι η «μαρτυροποίηση» ηγετικών προσωπικοτήτων. Οπως τότε, έτσι και τώρα, ο βίαιος θάνατος ή η επίθεση κατά συμβόλων της μιας ή της άλλης πλευράς λειτουργεί ως επιταχυντής της πόλωσης. O εξαγιασμός του Κερκ μετά θάνατον καταδεικνύει ακριβώς αυτόν τον κίνδυνο. Δεν έχουμε δει –ευτυχώς για την ώρα– στοχοποίηση πολιτικών του διαμετρήματος των Κινγκ και Κένεντι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη μυστηριώδη απόπειρα δολοφονίας κατά του ίδιου του Τραμπ πριν από τις εκλογές.

Στις κρίσιμες διαφορές συγκαταλέγεται το γεγονός πως το ’68 η έκρηξη της βίας δεν βασιζόταν πάνω στη διχοτομία Δημοκρατικοί – Ρεπουμπλικανοί. Σήμερα παρά την προσπάθεια απονομιμοποίησης του πολιτικού αντιπάλου ως «απόλυτου εχθρού» και την απενοχοποίηση της ιδέας ότι η «μερική» ή «διορθωτική» βία είναι θεμιτή, η έχθρα έχει κομματική ραφή. Δεν αιωρείται γενικώς και αορίστως, αλλά κουμπώνει στις ταυτότητες των κομμάτων. Αυτό την καθιστά «θεσμικά» πιο επικίνδυνη γιατί μπορεί δυνητικά να ενσωματωθεί ως οργανικό κομμάτι της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας. Ακόμη και ένα μεγάλο μέρος βίας που αντλεί από τη λογική του school-shooting –βασισμένο στην πλήξη, στην αναζήτηση φήμης και στην ψυχολογική αστάθεια– στήνεται πάνω σε πολιτικό σκηνικό που παρέχει πλαίσιο και σύμβολα. Ετσι βέβαια απειλεί να γίνει μόνιμο στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής.

Υπαρξιακή ανασφάλεια – Το κοινό υπόστρωμα είναι μια διάχυτη υπαρξιακή ανασφάλεια. Τότε, για το αν θα κληθείς να υπηρετήσεις στο Βιετνάμ· σήμερα, για το αν θα σε «πνίξουν» οι πολιτισμικές μετατοπίσεις ή οι ανισότητες της νέας οικονομίας.

Τα νέα media

Το οικοσύστημα των ΜΜΕ είναι μια άλλη μεγάλη διαφορά. Το 1968 οι Αμερικανοί μοιράζονταν –καλώς ή κακώς– μια κοινή ενημερωτική βάση: τρία εθνικά δίκτυα, τοπικό Τύπο, λίγα μεγάλα περιοδικά. Η διαφωνία αφορούσε την ερμηνεία των ίδιων γεγονότων. Σήμερα, από τα τρία δίκτυα περάσαμε στο ψηφιακό πανηγύρι. Τα πληροφοριακά «σιλό» δομούνται από αλγορίθμους που ανταμείβουν την οργή – το γνωστό «enragement is engagement». Η εικόνα του αίματος διαχέεται σε δευτερόλεπτα, με ελάχιστα φίλτρα επαλήθευσης και ισχυρά κίνητρα υπερβολής. Η διαφωνία για το «τι έγινε» είναι πλέον βαθύτερη από τη διαφωνία για το «τι σημαίνει» αυτό που συνέβη. Το δε εμπόριο της οργής είναι κομμάτι της στρατηγικής των μιντιακών σχηματισμών, όπως το Fox, που ρίχνουν λάδι στη φωτιά με τη viral διασπορά εικόνων βίας και ρητορικής μίσους, ενώ ακόμη και πιο μετριοπαθή Μέσα «κάνουν cancel» παρουσιαστές γιατί περνούν liberal μηνύματα.

Διαφοροποιητικό στοιχείο είναι και το ότι στον ύστερο 20ό αιώνα, οι πιο ορατές πολιτικές ριζοσπαστικοποιήσεις τοποθετούνταν κυρίως στην άκρα Αριστερά, με οργανώσεις όπως οι Weather Undergroud και φυσικά οι Μαύροι Πάνθηρες που ήταν πεπεισμένοι πως τα όπλα ήταν η μοναδική ικανή μορφή αυτοάμυνας απέναντι στις λευκές ρατσιστικές πρακτικές. Σήμερα στις ΗΠΑ η συστημική απειλή προς τους θεσμούς εκπορεύεται από τα δεξιά: απονομιμοποίηση εκλογικών αποτελεσμάτων, παραστρατιωτική αισθητική, εξιδανίκευση της λεγόμενης «διορθωτικής βίας». Αυτό δεν σημαίνει ότι η βία είναι μονοσήμαντη – άλλωστε η ατομική τρομοκρατία μπορεί να ξεπηδήσει από πολλές πλευρές. Αλλά για την ώρα είναι σαφές ποιο είναι το πρόσημό της.

Τέλος, είναι σημαντικό να έχουμε στον νου μας πως ο βασικός καταλύτης των μεγάλων συγκρούσεων των σίξτις ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ. Η γενική επιστράτευση –το περίφημο draft– συνέδεε την πολιτική με την ίδια την έννοια της ατομικής επιβίωσης. Σήμερα δεν υπάρχει ισοδύναμο στην αμερικανική δημόσια σφαίρα· και όσο μεγάλες κι αν είναι οι αντιδράσεις στα αμερικανικά campus ενάντια στην ισραηλινή εθνοκάθαρση στη Γάζα, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις εκατοντάδες νέους που στέλνονταν στην Ασία για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Από την άλλη, σίγουρα απουσιάζει η συγκρότηση ενός πειστικού, πλειοψηφικού, θετικού προτάγματος όπως υπήρξε τότε το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, που σε συνδυασμό με την περίφημη «αντικουλτούρα» των σίξτις συνέθεσε το μωσαϊκό των κοινωνικών κινημάτων της εποχής. Είναι ανατριχιαστικό πως στα ίδια ακριβώς campus όπου ανθούσε κάποτε η λεγόμενη νέα Αριστερά, σήμερα στοχοποιούνται φοιτητές αλλά και οι καθηγητές τους, μόνο και μόνο επειδή εκφράζονται ελεύθερα.

Ο ρόλος της ηγεσίας

Ενα μάθημα από το παρελθόν είναι πως σε στιγμές μεγάλης έντασης η ηγεσία οφείλει να ρίχνει τους τόνους. Σε κρίσιμες καμπές της αμερικανικής ιστορίας πρόεδροι και κυβερνήτες από διαφορετικά κομματικά μετερίζια δήλωναν σχεδόν τελετουργικά πως καταδίκαζαν τη βία, καλούσαν σε ενότητα. Αυτή η «κανονιστική ρουτίνα» δεν ήταν απλή τυπικότητα, αλλά θεσμικό ανάχωμα. Ακόμη και μια λιτή, δημόσια καταδίκη της βίας μπορεί να κάνει θαύματα. Αν αυτό δεν συμβεί, το κενό το καλύπτει ο εκδικητικός λόγος. Δυστυχώς, ο πρόεδρος Τραμπ, στην προσπάθειά του να εκμεταλλευτεί πολιτικά την ένταση, την εκτρέφει παραπάνω μέσω του εμπρηστικού του λόγου. Αντί να μιλήσει για εκτόνωση μετά τη δολοφονία Κερκ, έκανε λόγο για ανταπόδοση, αποδίδοντας συλλογική ευθύνη στον «ριζοσπαστικό αριστερό χώρο». Με τη συνεχή, δε, επίκληση της Εθνοφρουράς για την αντιμετώπιση της πολιτικής ανυπακοής, μοιάζει να νομιμοποιεί συγκεκριμένους στόχους που «αξίζει» να πληγούν.

Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι όπου αρκετοί από τους κινδύνους του παρελθόντος –κανονικοποίηση της βίας, δημαγωγία, κόπωση των μετριοπαθών φωνών– είναι ξανά παρόντες και μάλιστα ενισχυμένοι από νέα καύσιμα, όπως οι αλγόριθμοι της οργής και η ευκολότερη πρόσβαση στην οπλοφορία. Αξίζει όμως να κρατήσουμε από τα σίξτις τη δύναμη των μη βίαιων μαζικών κινημάτων να αλλάζουν θεσμούς. Ενα κομμάτι του ’68 κατέληξε στη βία μόνον όταν το χάος απορρόφησε τα αιτήματά του, προκαλώντας την αυτοαναίρεσή του. Σήμερα, το πιο ριζοσπαστικό όπλο είναι η νηφαλιότητα: η ψυχρή επιμονή στους κανόνες, η απόρριψη της δαιμονοποίησης, η υπεράσπιση της αλήθειας ως κοινό αγαθό. Πράγμα εξόχως δύσκολο όταν η άλλη πλευρά σε σπρώχνει στα κάγκελα και το ίδιο το κράτος είτε δεν κάνει τίποτα για αυτό, είτε συμμετέχει ενεργά στην πόλωση.

Ζει ξανά η Αμερική το ματωμένο ’68;-1

Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT