Ο φόβος φυλάει τα media

Η περίπτωση Κίμελ δείχνει ότι ο Τραμπ επιβάλλεται, προτού καν κάνει πράξη τα μέτρα «ελέγχου» κατά ΜΜΕ και οργανώσεων

ο-φόβος-φυλάει-τα-media-563824183 Ο Τζίμι Κίμελ στο πλατό της εκπομπής του στο Λος Αντζελες, το 2022. Η απόφαση του δικτύου ABC, που ανήκει στην Disney, να κόψει την εκπομπή του δημοφιλούς κωμικού –και επικριτή του Τραμπ– ελήφθη κατόπιν κριτικής από τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) και πιστό λοχαγό του Τραμπ, Μπρένταν Καρ, ο οποίος μάλιστα απείλησε το κανάλι ότι θα τεθεί υπό έρευνα αν δεν αναλάβει δράση κατά του τηλεπαρουσιαστή. Φωτ. Samuel Corum / The New York Times
Ο Τζίμι Κίμελ στο πλατό της εκπομπής του στο Λος Αντζελες, το 2022. Η απόφαση του δικτύου ABC, που ανήκει στην Disney, να κόψει την εκπομπή του δημοφιλούς κωμικού –και επικριτή του Τραμπ– ελήφθη κατόπιν κριτικής από τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) και πιστό λοχαγό του Τραμπ, Μπρένταν Καρ, ο οποίος μάλιστα απείλησε το κανάλι ότι θα τεθεί υπό έρευνα αν δεν αναλάβει δράση κατά του τηλεπαρουσιαστή. Φωτ. Samuel Corum / The New York Times
Φόρτωση Text-to-Speech...

Η δολοφονία του υπερδεξιού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ ήταν η θρυαλλίδα. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ενοχοποιήσει τη «ριζοσπαστική Αριστερά» και προαναγγέλλει αντίποινα. Ποιον περιλαμβάνει αυτός ο ορισμός; Περιθωριακές ομάδες της Antifa, τις οποίες ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα χαρακτηρίσει «τρομοκρατικές οργανώσεις», μέχρι και τους New York Times, έναντι των οποίων κατέθεσε αγωγή απαιτώντας 15 δισ. δολάρια, αλλά και το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα. Με μια λέξη, όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του.

Στις μέρες μετά τη δολοφονία του Κερκ, ο Αμερικανός πρόεδρος και κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του, από τον Τζέι Ντι Βανς και τον Στίβεν Μίλερ έως την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, έχουν απειλήσει να λάβουν μέτρα κατά ιδρυμάτων όπως το Open Society Foundations του Τζορτζ Σόρος, εκδοτικών οργανισμών και ατόμων στα αριστερά του πολιτικού φάσματος που χρησιμοποιούν «ρητορική μίσους» και «προωθούν την πολιτική βία». Ο Λευκός Οίκος φέρεται να επεξεργάζεται προεδρικό διάταγμα για την πολιτική βία και τον λόγο μίσους, ενώ προωθείται νομοθεσία για τη διεύρυνση του νόμου RICO (χρησιμοποιήθηκε στη δεκαετία του ’70 για την εκστρατεία πάταξης του οργανωμένου εγκλήματος) κατά «υποκινητών ταραχών».

Τι μπορεί να σταματήσει αυτό το κύμα διώξεων; «Η Πρώτη Τροπολογία [του Συντάγματος των ΗΠΑ] προστατεύει τις περισσότερες μορφές λόγου», λέει στην «Κ» ο Αζίζ Χουκ, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. «Αλλά η προστασία αυτή εξαρτάται από τους μηχανισμούς επιβολής της. Οι μηχανισμοί αυτοί, οι νομικές προσφυγές, είναι χρονοβόροι και κοστοβόροι – και συχνά δεν αποτρέπουν τη βλάβη που προκαλούν μέτρα περιστολής της ελευθερίας του λόγου προτού τα μέτρα αυτά τεθούν στην κρίση των δικαστών».

Ο Χουκ, πρώην μέλος της ομάδας της θρυλικής ανωτάτης δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, δίνει το παράδειγμα των δικηγορικών εταιρειών που προσέφυγαν κατά των εκδικητικών μέτρων του Τραμπ: «Οσο προχωρούσε η διαδικασία των προσφυγών, οι εταιρείες έχασαν πελάτες, υπέστησαν οικονομική ζημία. Συνεπώς, παρά την τυπική ύπαρξη των δικαιωμάτων που συνδέονται με την Πρώτη Τροπολογία, θα είναι πολύ δύσκολο [για όσους μπουν στο στόχαστρο] να δικαιωθούν».

Αυτολογοκρισία

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου σημειώνει επίσης ότι «οι ίδιες οι απειλές» της κυβέρνησης –κατά ιδρυμάτων, δημοσιογραφικών οργανισμών κ.ο.κ.– «ακόμη κι αν δεν γίνουν πράξη, οδηγούν σε αυτολογοκρισία – και αυτού του είδους η πίεση για την περιστολή του λόγου από μόνη της αποτελεί παραβίαση της Πρώτης Τροπολογίας».

Το ζήτημα της αυτολογοκρισίας έλαβε νέες διαστάσεις την Τετάρτη με την απόφαση του δικτύου ABC, που ανήκει στην Disney, να ακυρώσει την εκπομπή του δημοφιλούς κωμικού –και επικριτή του Τραμπ– Τζίμι Κίμελ, για σχόλια που έκανε σχετικά με την ιδεολογία του δολοφόνου του Κερκ και για το πώς το κίνημα MAGA επιχειρεί να την εκμεταλλευθεί πολιτικά. Η απόφαση ελήφθη κατόπιν κριτικής από τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) και πιστό λοχαγό του Τραμπ, Μπρένταν Καρ, ο οποίος μάλιστα απείλησε το κανάλι ότι θα τεθεί υπό έρευνα αν δεν αναλάβει δράση κατά του τηλεπαρουσιαστή. Ο Τραμπ χαιρέτισε την απόφαση του ABC – την οποία, από την πλευρά τους, επέκριναν σφόδρα κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, κάνοντας ειδική αναφορά στην παρέμβαση του Καρ.

Μέσα όπως το ABC και το CBS ανήκουν σε επιχειρηματικούς κολοσσούς που έχουν άλλα συμφέροντα, πιο σημαντικά από την ακεραιότητα των ειδησεογραφικών τους δικτύων.

«Η στρατηγική εκφοβισμού του Τραμπ έχει υπάρξει πολύ αποτελεσματική», μας λέει η Κέιτι Φάλοου, υψηλόβαθμο στέλεχος στο Ινστιτούτο Knight για την Πρώτη Τροπολογία στο Πανεπιστήμιο Columbia, σχολιάζοντας την ακύρωση της εκπομπής του Κίμελ. Το πρόβλημα, όπως εξηγεί, είναι ότι ορισμένα Μέσα, όπως το ABC και το CBS, ανήκουν σε επιχειρηματικούς κολοσσούς που έχουν άλλα συμφέροντα, πιο σημαντικά από την ακεραιότητα των ειδησεογραφικών δικτύων τους. Αντιθέτως, «οι New York Times ανήκουν σε μία οικογένεια και έχουν υιοθετήσει τη θέση ότι δεν θα κάνουν διακανονισμούς σε αγωγές δυσφήμησης».

Σημειώνεται ότι, μόλις προχθές, δικαστής απέρριψε την αγωγή Τραμπ κατά των ΝΥΤ, δίνοντάς του ωστόσο τη δυνατότητα να την τροποποιήσει. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η καταγγελία του Αμερικανού προέδρου παραβιάζει ομοσπονδιακό κανόνα που απαιτεί «μια σύντομη και σαφή δήλωση» ώστε να αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση.

«Κενές φωνασκίες»

Ο Ντέιβιντ Σούπερ, καθηγητής Νομικής και Οικονομικών στο Georgetown, λέει στην «Κ» ότι «είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο σοβαρά πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τις απειλές των αξιωματούχων της κυβέρνησης κατά της αντιπολίτευσης». Ορισμένες απειλές, σημειώνει, για παράδειγμα περί φυλάκισης της Χίλαρι Κλίντον ή της Κάμαλα Χάρις, «αποδείχθηκαν κενές φωνασκίες». Από την άλλη πλευρά, προσθέτει, ο Τραμπ «έχει παραβιάσει πολλούς εθιμικούς κανόνες που οι προκάτοχοί του δεν αμφισβήτησαν ποτέ. Οι ΗΠΑ έχουν σήμερα μια μυστική αστυνομική δύναμη, με πράκτορες που αρπάζουν βίαια ανθρώπους από τον δρόμο χωρίς εντάλματα και χωρίς να αποκαλύπτουν τα ονόματα, τα πρόσωπα ή ακόμη και το σώμα στο οποίο ανήκουν. Εχει αναπτύξει τον στρατό στην πρωτεύουσα και στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη. Οταν οι Δημοκρατικοί προειδοποιούσαν τον περασμένο φθινόπωρο ότι θα γίνουν αυτά τα πράγματα, χαρακτηρίζονταν υπερβολικοί».

Ο Σούπερ δεν βλέπει τα θεσμικά αντίβαρα να λειτουργούν, ούτε τον Τραμπ να αυτοπεριορίζεται. «Η κυβέρνηση έχει παραβιάσει πολλές δικαστικές εντολές και η Γερουσία επικύρωσε τον διορισμό ενός αξιωματούχου του υπουργείου Δικαιοσύνης παρά τις αξιόπιστες αναφορές ότι είχε δώσει εντολή στους υφισταμένους του να αγνοήσουν μια δικαστική απόφαση», σημειώνει. Ούτε η Γερουσία ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο «έχουν δείξει τη διάθεση να μπλοκάρουν τις έκνομες ενέργειες» του Λευκού Οίκου.

Στο ζήτημα της ρητορικής μίσους, πάντως, ο καθηγητής του Georgetown πιστεύει ότι υπάρχουν φραγμοί ενάντια της εργαλειοποίησής της κατά των πολιτικών αντιπάλων του Τραμπ. Οπως υπενθυμίζει, «το Ανώτατο Δικαστήριο τα τελευταία χρόνια έχει απορρίψει πολλές προοδευτικές και μετριοπαθείς πρωτοβουλίες, επικαλούμενο την Πρώτη Τροπολογία. Θα ήταν μια ανατροπή που θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη αν υιοθετούσε τις θέσεις της κυβέρνησης».

Και συνεχίζει, αναφερόμενος εμμέσως σε αποφάσεις όπως η Citizen United, που προστάτευσε ως «μορφή λόγου» τις απεριόριστες προεκλογικές χορηγίες: «Αν καταλήγαμε σε μια κατάσταση όπου οι δισεκατομμυριούχοι είχαν συνταγματικό δικαίωμα να στρεβλώνουν τις εκλογές με τεράστιες συνεισφορές σε εκστρατείες, αλλά οι απλοί άνθρωποι δεν είχαν δικαίωμα να επικρίνουν την κυβέρνηση δημοσίως, νομίζω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα έχανε κάθε αξιοπιστία».

Η Κέιτι Φάλοου του Knight Institute συμφωνεί με την εκτίμηση αυτή. «Το Ανώτατο Δικαστήριο τα τελευταία 40 χρόνια, αν όχι περισσότερο, έχει καταστήσει εξαιρετικά σαφές ότι ο λόγος που είναι κοινώς γνωστός ως ρητορική μίσους (ρατσιστική, σεξιστική κ.ο.κ.), ακόμη και αν είναι βαθιά προσβλητικός, προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία». Η Παμ Μπόντι [σ.σ.: η γενική εισαγγελέας], όταν χρησιμοποιεί τον όρο, σύμφωνα με τη Φάλοου, «εννοεί μάλλον λόγο που προσβάλλει τους συντηρητικούς». Ο περιορισμός του λόγου επειδή ενοχλεί ένα μέρος του πολιτικού φάσματος, ωστόσο, «είναι εντελώς αντίθετος με τις κλασικές αρχές της ελευθερίας του λόγου». Οι ανώτατοι δικαστές, συνεπώς, όπως εκτιμά, παρά την εμφανή απροθυμία τους να περιορίσουν τις τάσεις υπερδιόγκωσης της εκτελεστικής εξουσίας επί της δεύτερης θητείας του Τραμπ, δεν θα το επέτρεπαν. «Τουλάχιστον, έτσι πιστεύω. Ποιος ξέρει; Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ».

Βαθύς διχασμός

Η αποδοχή της λογικής της πολιτικής βίας δείχνει να αυξάνεται καθώς βαθαίνει η πόλωση στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το ίδρυμα για τα Ατομικά Δικαιώματα και την Ελευθερία Eκφρασης (FIRE), το ποσοστό των προπτυχιακών φοιτητών που θεωρούν ότι σε κάποιες περιπτώσεις είναι δικαιολογημένη η χρήση βίας για να μη συνεχιστεί μία ομιλία που λαμβάνει χώρα στην πανεπιστημιούπολη αυξήθηκε από 17% το 2020 σε 34% το 2025.

Ο Aλεξ Θεοδωρίδης, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Amherst/UMass, ειδικός στην ανάλυση της κοινής γνώμης, λέει στην «Κ» ότι «οι περισσότεροι κομματικά ταγμένοι Αμερικανοί θεωρούν πως το πρόβλημα πηγάζει από την άλλη πλευρά». Από δικές του έρευνες, σημειώνει, προκύπτει ότι «τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί είναι πιο επιεικείς απέναντι σε βίαιες πράξεις που διαπράττουν ομοϊδεάτες τους». «Το εγχειρίδιο του αυταρχισμού προβλέπει τη δημιουργία ενός κλίματος όπου ο φόβος αντιποίνων είναι αρκετά εμφανής ώστε να επικρατεί η αυτολογοκρισία και να φιμώνεται η αντιπολίτευση», καταλήγει. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT