Γαλλία: Ανατομία ενός αδιεξόδου

Η πολιτική αποσταθεροποίηση δεν εξηγείται μόνο θεσμικά ή πολιτισμικά· έχει και υλικές ρίζες. Η αλληλουχία διαφόρων κρίσεων από το 2008 διαβρώνει την εμπιστοσύνη προς τις παραδοσιακές κομματικές «ομπρέλες» και αναδιανέμει τις κοινωνικές συμμαχίες

4' 15" χρόνος ανάγνωσης

Η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία οικοδομήθηκε στην πράξη πάνω στην προσδοκία μιας συμπαγούς, πειθαρχημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Από το δημοψήφισμα που θέσπισε την άμεση εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας το 1962 και για περίπου μισό αιώνα, οι πλειοψηφίες στο κοινοβούλιο ήταν δεδομένες, ακόμη και σε περιόδους «συγκατοίκησης», όποτε ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός προέρχονταν από διαφορετικές παρατάξεις. Το γεγονός αυτό παρήγαγε σταθερότητα, ξεκάθαρη κυβερνησιμότητα και μια σχετικά προβλέψιμη εναλλαγή εξουσίας μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.

Η τελευταία δεκαετία, όμως, σηματοδοτεί μια βαθιά μετάβαση: την τριχοτόμηση του κομματικού ανταγωνισμού μεταξύ της ριζοσπαστικής και οικολογικής Αριστεράς, του κεντρώου φιλελευθερισμού με ευρωπαϊκό πρόσημο και της εθνολαϊκιστικής και ταυτοτικής άκρας Δεξιάς. Ηδη από το 2017, οπότε και κατέρρευσαν οι σοσιαλιστές και διασπάστηκε η απισχνασμένη εκλογικά κεντροδεξιά παράταξη, ο κατακερματισμός είναι κανόνας στη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Και ενώ κατά την πρώτη θητεία του Μακρόν οι κυβερνήσεις ήταν πλειοψηφικές, από το 2022 ο κανόνας είναι αντιδημοφιλείς κυβερνήσεις μειοψηφίας που αναπληρώνουν την έλλειψη στήριξης με διαδικαστικά νομοθετικά εργαλεία.

Η πολιτική αποσταθεροποίηση της Γαλλίας δεν εξηγείται μόνο θεσμικά ή πολιτισμικά· έχει και υλικές ρίζες. Η αλληλουχία διαφόρων κρίσεων από το 2008 –χρηματοπιστωτική κρίση, Ευρωζώνη και δημοσιονομική προσαρμογή, πανδημία, ενεργειακό – πληθωριστικό κύμα– διαβρώνει την εμπιστοσύνη προς τις παραδοσιακές κομματικές «ομπρέλες» και αναδιανέμει τις κοινωνικές συμμαχίες. Τα στρώματα που πλήττονται από επισφάλεια, ακρίβεια και χωρικές ανισότητες στρέφονται σε προγράμματα προστατευτισμού και αναζητούν καταφύγιο στην πολιτική της εθνικής ταυτότητας.

Τα ανώτερα μορφωτικά – αστικά στρώματα, με επένδυση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στη «νέα οικονομία», αγκυρώνονται στον κεντρώο φιλελευθερισμό. Η οικολογική ατζέντα αποκτά αυτοτελή πολιτική γλώσσα, αναδιατάσσοντας την Αριστερά. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό εκκρεμές χωρίς «άγκιστρα» πλειοψηφίας: η κοινωνικοοικονομική ρευστότητα δεν μεταφράζεται σε σταθερό κυβερνητικό μπλοκ αλλά σε μεταβαλλόμενες, αποσπασματικές πλειοψηφίες επί συγκεκριμένων νομοσχεδίων· συχνά, δε, σε ακινησία.

Η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία διαθέτει πλούσια εργαλειοθήκη «εξορθολογισμένου κοινοβουλευτισμού». Η καταφυγή σε διαδικασίες τύπου άρθρου 49.3 για την επιβολή νομοσχεδίων και συγγενείς επιταχύνσεις είχαν νόημα ως δικλίδα για την προστασία μιας εύθραυστης, αλλά υπαρκτής πλειοψηφίας. Σήμερα, όμως, τείνει να λειτουργεί ως υποκατάστατο πλειοψηφίας, αποδυναμώνοντας τη νομιμοποίηση της νομοθέτησης και διαβρώνοντας τη συναινετική δυναμική που θα απαιτούσε ο κατακερματισμός.

Η κουλτούρα της σύγκρουσης –η καχυποψία προς τον συμβιβασμό ως «προδοσία»– κλειδώνει το σύστημα σε μειοψηφικές κυβερνήσεις με μέγιστο τακτικισμό και ελάχιστη στρατηγική. Κατά κάποιους, αυτή η συγκρουσιακή γαλλική παράδοση είναι κληρονομιά της κουλτούρας της ομοφωνίας της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ είναι –για παράδειγμα– απούσα από τον βρετανικό φιλελευθερισμό, όπου η διαφωνία θεωρείται λογικό επακόλουθο της απόκλισης διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων.

Τα σημερινά αδιέξοδα γεννιούνται ακριβώς στην τομή της οικονομίας με την πολιτική. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί και οι υπερεθνικοί κανόνες μειώνουν τον πολιτικό χώρο για μεγάλες αναδιανομές, εκχωρώντας ζήτηση στον ανταγωνισμό των ταυτοτήτων. Περιφερειακές και ταξικές ασυμμετρίες (μεταβιομηχανικές περιοχές vs μητροπολιτικά κέντρα) αποκλίνουν ως προς τις προτεραιότητες, με την περιφέρεια να αναζητάει βιομηχανική πολιτική και προστασία ζήτησης και τα μορφωμένα μεσοστρώματα των πόλεων να προτεραιοποιούν την καινοτομία και την πράσινη μετάβαση.

Ζητείται σταθερότητα – Το ερώτημα για τη Γαλλία δεν είναι αν θα επιστρέψει στο παρελθόν, αλλά πώς θα κατασκευάσει σταθερότητα μέσα στον κατακερματισμό,
καθώς ακόμα και η ανανέωση της λαϊκής βούλησης μπορεί πάλι να μη διαμορφώσει πλειοψηφική κυβέρνηση.

Η κρίση κόστους ζωής παράγει βραχυπρόθεσμη πολιτική ζήτηση (μέτρα ανακούφισης, έλεγχοι τιμών, φορολογικές παρεμβάσεις) που έρχεται σε ένταση με μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια (κλιματική / βιομηχανική μετάβαση). Χωρίς θεσμοθετημένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης –για παράδειγμα, ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο συνασπισμού με κοινωνικούς εταίρους– οι αναγκαίοι συμβιβασμοί δεν «κλειδώνουν» και η εκάστοτε κυβέρνηση αναζητάει μονομερείς συντομεύσεις.

Μια σύντομη συγκριτική ματιά σε γειτονικές χώρες αναδεικνύει ότι διαφορετικά πολιτικά συστήματα μπορούν να υποστηρίζουν κατακερματισμένα κοινοβούλια. Στη Γερμανία, ήδη από το 1949 κανένα κόμμα δεν κυβερνά μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο – με εξαίρεση την κυβέρνηση της ένωσης CDU/CSU του 1957-1961. Οι συνασπισμοί ξεκινούν με πολυσέλιδες συμφωνίες που κατανέμουν υπουργεία, στόχους και μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κόμματα πολιτικά δεσμεύονται από το κείμενο και εφαρμόζουν την πειθαρχία.

Στην Ισπανία, έπειτα από εβδομάδες ή και μήνες διαπραγματεύσεων μεταξύ εθνικών και περιφερειακών κομμάτων, ο πρωθυπουργός ζητάει ρητή επένδυση εμπιστοσύνης επί συμφωνημένης προγραμματικής δέσμης. Συχνή πρακτική είναι, δε, κυβερνήσεις μειοψηφίας με στοχευμένες συμφωνίες στήριξης. Στην Ιταλία επικρατούν συνασπισμοί με εκτεταμένη διαμεσολάβηση προεδρίας της Δημοκρατίας και προγραμματικές γέφυρες ανάμεσα σε ετερογενείς εταίρους· η διαπραγμάτευση είναι ο κανόνας.

Στις Κάτω Χώρες επιβιώνουν παρατεταμένοι σχηματισμοί επί μήνες, αλλά στηρίζονται σε λεπτομερή συμβόλαια και ισχυρή νομοθέτηση από εξειδικευμένες επιτροπές. Στη Σκανδιναβία, μειοψηφικές κυβερνήσεις με συμφωνίες ανοχής επιβιώνουν χάρη σε ενισχυμένη διαβούλευση σε επιτροπές και κουλτούρα συναίνεσης. Ο κοινός παρονομαστής στις παραπάνω χώρες: πρώτα έρχεται η πολιτική αρχιτεκτονική –ποιοι, με ποιο αντάλλαγμα, για ποιους στόχους– και μετά η νομοθέτηση. Οχι το αντίστροφο.

Η γαλλική οικονομική κρίση λειτούργησε ως επιταχυντής ενός πολιτικού μετασχηματισμού που ήδη κυοφορούνταν: το τέλος της βεβαιότητας της απόλυτης πλειοψηφίας και η ανάδυση ενός τριπολικού συστήματος, με ασύνδετο, κατακερματισμένο κοινοβούλιο. Το ερώτημα για τη Γαλλία δεν είναι αν θα επιστρέψει στο παρελθόν, αλλά πώς θα κατασκευάσει σταθερότητα μέσα στον κατακερματισμό, καθώς ακόμα και η ανανέωση της λαϊκής βούλησης μπορεί πάλι να μη διαμορφώσει πλειοψηφική κυβέρνηση. Οι κρίσεις και οι εποχές μετάβασης διαρκούν – το ίδιο και η εκλογική μεταβλητότητα, μέχρι να αποκρυσταλλωθούν πολιτικά οι νέες διαιρέσεις.

*Η κ. Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT