«Μην παίρνετε άδεια για διακοπές. Τι νόημα έχει; Αν δεν σας αρέσει η δουλειά σας, έχετε διαλέξει λάθος επάγγελμα». Αυτά έλεγε το 2004 ένας μεγαλοεπιχειρηματίας της αγοράς ακινήτων, γνωστός και από ένα δημοφιλές τηλεοπτικό ριάλιτι, στο βιβλίο του «Πώς να σκέφτεστε σαν δισεκατομμυριούχοι», όπου διεκτραγωδούσε τη «γελοία περίοδο» των θερινών διακοπών. Αυτό δεν εμπόδισε, είναι αλήθεια, τον Ντόναλντ Τραμπ να πάρει 17 ημέρες άδεια το πρώτο του καλοκαίρι στον Λευκό Οίκο, το 2017.
Οκτώ χρόνια αργότερα, ο 45ος και 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίζεται συνεπής στις αρχικές συμβουλές του: το καλοκαίρι πέρασε χωρίς να πάρει καθόλου άδεια. Η συνάντηση στην Αλάσκα με τον Πούτιν και όσα ακολούθησαν στη διεθνή διπλωματία ασφαλώς θα έπαιξαν τον ρόλο τους. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του αφορούσε το εσωτερικό μέτωπο. Καθώς το Κογκρέσο είχε κατεβάσει τα ρολά, ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε τη μοναξιά του στην Ουάσιγκτον για να προωθήσει σειρά μέτρων που εξασθενίζουν περαιτέρω τους μηχανισμούς ελέγχου και εξισορρόπησης της προεδρικής εξουσίας και επιταχύνουν τη δρομολογημένη πορεία προς μια αυταρχικού τύπου διακυβέρνηση.
Κομβικό ρόλο, από αυτή την άποψη, έπαιξε η θερινή εκστρατεία του εναντίον της εγκληματικότητας και της μετανάστευσης, φαινόμενα τα οποία στο δικό του μυαλό έχουν καταχωρισθεί ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ασφαλώς ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος και ούτε ο τελευταίος πολιτικός που επενδύει στο πεδίο του νόμου και της τάξης, αλλά ο τρόπος που το κάνει δεν έχει προηγούμενο, τουλάχιστον στον τελευταίο μισόν αιώνα.
Η αρχή έγινε τον Ιούνιο, όταν έστειλε την Εθνοφρουρά και εκατοντάδες πεζοναύτες στο Λος Αντζελες, μια πόλη-προπύργιο των Δημοκρατικών, που συγκλονιζόταν από μεγάλο κύμα διαδηλώσεων και ταραχών εναντίον της αγρίως αντιμεταναστευτικής πολιτικής του. Τον Αύγουστο ήρθε η σειρά της Ουάσιγκτον, όπου κατέβασε δυνάμεις της Εθνοφρουράς και ανάγκασε τους στρατιώτες της να περιπολούν με πιστόλια Μ17 και καραμπίνες Μ4, έχοντας αναλάβει καθήκοντα αστυνόμων. Προσφάτως μάλιστα απείλησε ότι θα πράξει το ίδιο στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη και στη Βαλτιμόρη, τις μεγαλουπόλεις άλλων τριών «γαλάζιων» πολιτειών, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς κυβερνήτες τους ότι είναι χαλαροί στην επιβολή της τάξης και ότι μόνον αυτός μπορεί να καταπολεμήσει το έγκλημα.
Οι ενδιάμεσες εκλογές
Πολλοί θεωρούν ότι στόχος του Τραμπ είναι να ανεβάσει τη δημοφιλία του που άγει την κατιούσα, όπως δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις, και να διαμορφώσει μια πολιτική ατζέντα βολική για τους Ρεπουμπλικανούς, στην πορεία για τις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές του 2026 για το Κογκρέσο. Οι εξωπραγματικές δηλώσεις του ενισχύουν την πεποίθηση πως ενδιαφέρεται λιγότερο για χειροπιαστά αποτελέσματα και περισσότερο για το πολιτικό θεαθήναι. «Η Ουάσιγκτον ήταν ένας λάκκος της κόλασης και τώρα είναι ασφαλής», δήλωσε τη Δευτέρα, για να προσθέσει: «Θα λύσουμε το πρόβλημα του Σικάγου μέσα σε μία εβδομάδα, ίσως και λιγότερο, πάντως μετά μία εβδομάδα δεν θα υπάρχει εγκληματικότητα στο Σικάγο». Τόσο γρήγορα, τόσο απλά. Είναι αλήθεια ότι οι «γαλάζιες» πόλεις τις οποίες έχει θέσει ή σκοπεύει να θέσει υπό στρατιωτική πολιορκία ο Τραμπ συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτές με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στη χώρα – αν και σε ορισμένες, όπως στην Ουάσιγκτον, η τάση είναι έντονα καθοδική την τελευταία διετία. Στην ίδια μαύρη λίστα, των περιοχών με υψηλή εγκληματικότητα, πάντως, περιλαμβάνονται πόλεις που βάφτηκαν στο «κόκκινο» των Ρεπουμπλικανών και ψήφισαν Τραμπ το 2024, όπως το Ντιτρόιτ, το Μέμφις και το Σεντ Λιούις. Το ερώτημα γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έστειλε την Εθνοφρουρά και δεν κατήγγειλε τις τοπικές αρχές είναι προφανώς ρητορικό.
«Η Ουάσιγκτον ήταν ένας λάκκος της κόλασης και τώρα είναι ασφαλής», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος για την «εκστρατεία» του κατά της εγκληματικότητας, ενώ μιλώντας για το Σικάγο τόνισε ότι το πρόβλημα θα λυθεί «σε μία εβδομάδα».
Στην αρχή της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας του, τον Δεκέμβριο του 2023, ο Τραμπ παραχώρησε συνέντευξη στον Σον Χάνιτι του Fox News, ο οποίος τον κάλεσε να απαντήσει στις κατηγορίες ότι σκεφτόταν, σε περίπτωση επανεκλογής του, να ενεργήσει σαν δικτάτορας. «Οχι, όχι σαν δικτάτορας, εκτός από μία ημέρα, την πρώτη ημέρα μου στην προεδρία», απάντησε.
Αυτή η παράξενη, για δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, ιδέα δεν φαίνεται να τον έχει εγκαταλείψει. «Αρκετοί άνθρωποι λένε “ίσως τελικά να μας αρέσει ένας δικτάτορας”, αλλά δεν είμαι δικτάτορας, είμαι ένας άνθρωπος με πολύ ανεπτυγμένη κοινή λογική». Στο μεταξύ, το σαφάρι μεταναστών συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, όπως μαρτυρεί, μεταξύ άλλων, η συνεχιζόμενη οδύσσεια του 30χρονου μετανάστη από το Σαλβαδόρ Κίλμαρ Αμπρέγο Γκαρσία, ο οποίος απελάθηκε παράνομα τον Μάρτιο, εστάλη σε μια διαβόητη φυλακή στην πατρίδα του, επέστρεψε στις ΗΠΑ, για να τεθεί εκ νέου υπό διωγμόν με εντελώς αστήρικτες και εκδικητικού χαρακτήρα κατηγορίες.
Διάχυτη είναι η αίσθηση πως αυτή την περίοδο ο Τραμπ έχει βαλθεί να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς με όσους του αντιτάχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, εργαλειοποιώντας το υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI, των οποίων ηγούνται δύο πιστοί οπαδοί του, η Παμ Μπόντι και ο Κας Πατέλ, αντίστοιχα. Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησαν δικαστικές έρευνες εναντίον του Μπαράκ Ομπάμα και συνεργατών του για υποτιθέμενες αθέμιτες παρεμβάσεις στην εκλογική μάχη του 2016. Στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης βρίσκονται επίσης οι πρώην διευθυντές της CIA Τζέιμς Μπρέναν και του FBI Τζέιμς Κόμι.
Παράλληλα με τον άλλοτε σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον, στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης βρίσκεται ο Μπαράκ Ομπάμα, καθώς και οι πρώην διευθυντές της CIA Τζέιμς Μπρέναν και του FBI Τζέιμς Κόμι.
Την περασμένη εβδομάδα, ομοσπονδιακοί πράκτορες εισέβαλαν νωρίς το πρωί στην οικία του Τζον Μπόλτον, πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ, ο οποίος στράφηκε στην πορεία εναντίον του και εξέδωσε ένα βιβλίο όπου σκιαγραφούσε μια ελάχιστα κολακευτική εικόνα του. Η πρώτη εικασία ήταν ότι επρόκειτο για άλλη μία εκδικητική επίθεση, φαίνεται όμως ότι ο Μπόλτον είχε λερωμένη τη φωλιά του, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι ευθύνεται για τη διαρροή απόρρητων πληροφοριών σε ξένες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, η γενική εικόνα δεν αλλάζει. Χαρακτηριστική ήταν η έκκληση του Τραμπ στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών να άρει τις άδειες των τηλεοπτικών δικτύων ABC και NBC, με το αιτιολογικό ότι μεροληπτούν εναντίον του.
Ο έλεγχος της Fed
Μεγάλη αναταραχή, όχι μόνο στους πολιτικούς κύκλους, αλλά και στις αγορές, προκαλεί και η επίμονη προσπάθειά του να ποδηγετήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed), θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της. Πρώτα ήρθαν οι αλλεπάλληλες επιθέσεις του εναντίον του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, ο οποίος δεν μείωσε τα επιτόκια με τον δραστικό τρόπο που θα επιθυμούσε ο Τραμπ, για να ακολουθήσει προσπάθειά του να εξοστρακίσει από τη διοίκηση της κεντρικής τράπεζας τη Λίζα Κουκ, επικαλούμενος υποτιθέμενες παρατυπίες σχετικά με το στεγαστικό της δάνειο.
Η εικόνα συμπληρώνεται με την απειλή ότι θα διακόψει τη χρηματοδότηση στο διάσημο Ινστιτούτο Σμισθόνιαν αν δεν αλλάξει την πολύ «woke», κατά τον Τραμπ, φυσιογνωμία του (ανάλογη εκβιαστική τακτική εφάρμοσε και απέναντι στα φημισμένα πανεπιστήμια της χώρας) και τον εξοστρακισμό στελεχών του ιστορικού πολιτιστικού Κέντρου Κένεντι, στην Ουάσιγκτον, το οποίο θέλει να μετονομάσει σε Κέντρο Μελάνια Τραμπ. Προοίμια «πολιτιστικής επανάστασης» με τη σφραγίδα της MAGA.

