«Η επιτάχυνση της διπλωματίας είναι αναμφισβήτητη, αλλά ο κίνδυνος να ντεραπάρει το όχημα είναι υψηλός». Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε το ρεπορτάζ της γαλλικής Le Monde για τις διαβουλεύσεις της περασμένης Δευτέρας ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ, στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και στους επτά Ευρωπαίους σωματοφύλακες του Ουκρανού προέδρου.
Μοναδική στα χρονικά του Λευκού Οίκου, η πολυμερής αυτή συνάντηση θα μείνει στην Ιστορία για το όργιο κολακείας όλων των φιλοξενουμένων έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, με αποκορύφωμα τον ίδιο τον Ζελένσκι, ο οποίος πρέπει να έσπασε κάποιο παγκόσμιο ρεκόρ αφού ευχαρίστησε 15 φορές μέσα σε τεσσεράμισι λεπτά τον οικοδεσπότη του.
Τελικά απέφυγε μια επανάληψη του ανεκδιήγητου μπούλινγκ που είχε υποστεί στην προηγούμενη συνάντηση της 28ης Φεβρουαρίου, αλλά επί της ουσίας η ειρήνευση στη χώρα του εξακολουθεί να βρίσκεται τόσο μακριά όσο βρισκόταν προτού ξεκινήσει αυτό το ξέφρενο διπλωματικό ράλι με τη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα, ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
Ανευ όρων
Παρά τις συντονισμένες πιέσεις των Ευρωπαίων, ο Αμερικανός πρόεδρος έμεινε αμετακίνητος στη θέση ότι η άμεση κατάπαυση του πυρός δεν αποτελεί προϋπόθεση για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, κάτι που σημαίνει ότι η Μόσχα μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο για να επεκτείνει τα εδαφικά κέρδη. Ούτε υπήρξε κάποια αναφορά του Τραμπ σε κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και των χωρών που στηρίζουν οικονομικά την πολεμική μηχανή της, όπως διακαώς επιθυμούσαν ο Ζελένσκι και οι σύμμαχοί του.
Το μόνο χειροπιαστό όφελος που αποκόμισε ο Ουκρανός πρόεδρος ήταν η συμφωνία για αγορά αμερικανικών όπλων (κυρίως αντιαεροπορικών πυραύλων Patriot) αξίας 100 δισ. δολαρίων, το κόστος των οποίων θα επωμιστούν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Πέρα από την άμεση αξία αυτών των όπλων στο πεδίο της μάχης, ήταν ένα μήνυμα ότι οι ΗΠΑ δεν θα δεχθούν τον ευνουχισμό του ουκρανικού στρατού, μία από τις βασικές προϋποθέσεις που έχει θέσει ο Πούτιν από τον Ιούνιο του 2024 προκειμένου να υπάρξει ειρηνευτική συμφωνία.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες προέβαλαν ως σημαντική θετική στροφή του Τραμπ την υιοθέτηση του ουκρανικού αιτήματος για ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας. Ωστόσο αυτό το κομβικό για την επίτευξη ειρήνευσης θέμα περιβάλλεται από πυκνή αχλύ μυστηρίου, την οποία ούτε στο ελάχιστο δεν διέλυσε η σύνοδος επιτελών του ΝΑΤΟ, την Τετάρτη.
Την περασμένη Κυριακή, ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος Στιβ Γουίτκοφ είχε μιλήσει για εγγυήσεις «ανάλογες με το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ» περί συλλογικής άμυνας σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης εναντίον οποιουδήποτε μέλους της Συμμαχίας.
Ο γρίφος με τις εγγυήσεις – Το κρίσιμο για την επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας ζήτημα των εγγυήσεων ασφαλείας που θα λάβει το Κίεβο παραμένει ομιχλώδες. Βρετανία, Γαλλία, Εσθονία και Λιθουανία προτίθενται να στείλουν στρατεύματα στην Ουκρανία, ενώ οι ΗΠΑ υπόσχονται μόνο «αεροπορική υποστήριξη».
Είναι γνωστό ότι τη θέση αυτή από καιρό υποστηρίζει η Τζόρτζια Μελόνι. Λιγότερο γνωστό είναι ότι η Ιταλίδα πρωθυπουργός εισηγείται κάτι τέτοιο ως εναλλακτική στην αποστολή ευρωπαϊκών στρατευμάτων, εν είδει «ειρηνευτικής δύναμης», κάτι που βρίσκει την Ιταλία κατηγορηματικά αντίθετη λόγω του προφανούς κινδύνου ένοπλης σύγκρουσης με τη Ρωσία.
«Σαν ΝΑΤΟ»
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι το Κρεμλίνο ουδέποτε πρόκειται να αποδεχθεί αυτό που υπονόησε ο Γουίτκοφ. Ενα καθεστώς για τη μεταπολεμική Ουκρανία που «θα μοιάζει με ΝΑΤΟ, χωρίς να είναι ΝΑΤΟ», στα μάτια της Ρωσίας μεταφράζεται ως «ΝΑΤΟ νέτο σκέτο». Ολοι οι ρεαλιστικά σκεπτόμενοι αναγνωρίζουν ότι βασικός στόχος που παρακίνησε τον Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία ήταν να αποτρέψει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και γενικότερα την περαιτέρω διεύρυνση της Συμμαχίας προς Ανατολάς.
Προφανώς δεν έχει κανένα λόγο ύστερα από τριάμισι χρόνια ενός πολέμου υψηλού κόστους να δεχθεί την είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ από την πίσω πόρτα, τη στιγμή μάλιστα που έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία. Εκτός αν μιλάμε για μια γενικόλογη πολιτική διακήρυξη, σαν το περίφημο Μνημόνιο της Βουδαπέστης (1994) περί εγγυήσεων ασφαλείας σε Ουκρανία, Λευκορωσία και Καζακστάν, σε αντάλλαγμα για την παραίτησή τους από τα πυρηνικά όπλα που κατείχαν από την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης. Η ρωσική εισβολή του 2022 έδειξε τι πρακτική αξία είχαν αυτές οι εγγυήσεις και το Κίεβο ασφαλώς δεν θα δεχθεί να επαναληφθεί η Ιστορία ως φάρσα.
Δύναμη καθησυχασμού
Με αυτά τα δεδομένα, οι διαβουλεύσεις εστιάζονται στην πρόταση του Εμανουέλ Μακρόν και του Κιρ Στάρμερ για αποστολή ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης, που θα εγγυάται την ουκρανική ασφάλεια μετά την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης. Ρεπορτάζ διεθνών Μέσων κάνουν λόγο για μια «δύναμη καθησυχασμού», δυναμικότητας εκατοντάδων στρατιωτών αρχικά, χιλιάδων στη συνέχεια, που θα τοποθετηθεί μακριά από τη γραμμή επαφής, πιθανόν στο Κίεβο και στην Οδησσό.
Ο Τραμπ εμφανίστηκε να ευνοεί αυτή την ιδέα, ξεκαθαρίζοντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα στείλουν στρατιώτες τους σε ουκρανικό έδαφος, αλλά μπορεί να προσφέρουν κάποια υποστήριξη «από τον αέρα», χωρίς να διευκρινίσει αν εννοούσε εμπλοκή στρατιωτικών αεροπλάνων ή μόνο παροχή πληροφοριών από τους δορυφόρους και τις μυστικές υπηρεσίες τους.
Τα ερωτήματα είναι αυτονόητα και μέχρι στιγμής αναπάντητα:
- Τι αποστολή θα έχει, με τι εξοπλισμό θα θωρακιστεί και από ποιον θα παίρνει εντολές μια τέτοια δύναμη;
- Τι θα συμβεί αν εμπλακεί, σκόπιμα ή από ατύχημα, σε ένοπλη σύγκρουση με τους Ρώσους, ιδίως αν Ευρωπαίοι στρατιώτες πέσουν νεκροί;
- Τι θα κάνουν τότε ο Μακρόν, ο Στάρμερ και όποιοι άλλοι έχουν στείλει στρατιώτες τους; Θα θάψουν την είδηση μαζί με τους νεκρούς τους ή θα ξεκινήσουν στρατιωτικά αντίποινα κατά της Ρωσίας διακινδυνεύοντας πυρηνικό πόλεμο;
- Και ακόμη, ποιες χώρες θα στείλουν στρατιώτες τους στη διακεκαυμένη ζώνη;
Τα «όχι» της Μόσχας – Η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί την εγκατάσταση στρατιωτικής δύναμης χωρών-μελών του ΝΑΤΟ σε ουκρανικό έδαφος, ούτε να αποδεχθεί το σχέδιο περί ενεργοποίησης του άρθρου 5 στην περίπτωση της Ουκρανίας, σαν να είναι ήδη μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας
Μέχρι στιγμής, τα μεγάλα λόγια υπέρ της Ουκρανίας δεν συνοδεύονται από ανάλογες δεσμεύσεις, καθώς μόνον η Βρετανία, η Γαλλία και οι λιλιπούτειες Εσθονία και Λιθουανία έχουν προσφερθεί να στείλουν στρατό, ενώ η Τουρκία προσφέρεται να βοηθήσει στην επιτήρηση της ειρήνης στη Μαύρη Θάλασσα.
Το σημαντικότερο, η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί σε καμία περίπτωση την εγκατάσταση στρατιωτικής δύναμης χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στη γειτονική της χώρα.
Οπως επανέλαβε την Πέμπτη ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, η Μόσχα επιμένει στο σχήμα που είχε προτείνει στις ειρηνευτικές συνομιλίες της Κωνσταντινούπολης, την άνοιξη του 2022: Να δοθούν στην Ουκρανία εγγυήσεις ασφαλείας από τα πέντε κράτη-μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, κάτι που σημαίνει ότι Ρωσία και Κίνα θα έχουν δικαίωμα βέτο αναφορικά με τη σύσταση, τον χαρακτήρα και τους κανόνες εμπλοκής τής όποιας πολυεθνικής δύναμης. Αλλά και αυτό θα μεταφραστεί ως δώρον άδωρον από το Κίεβο και τους συμμάχους του.
Στο Ντονέτσκ
Παραμένει άκρως αμφίβολο, για την ώρα, ακόμη και το αν θα πραγματοποιηθεί συνάντηση Πούτιν – Ζελένσκι, όπου θα αναμένεται να τεθούν επί τάπητος όλα αυτά τα δυσεπίλυτα θέματα, μαζί βέβαια με το εδαφικό. Ελβετία, Αυστρία, Ουγγαρία και Τουρκία ερίζουν για τη φιλοξενία της πολυαναμενόμενης συνάντησης, αλλά η Μόσχα δεν βιάζεται, υπολογίζοντας ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ της στο πεδίο της μάχης, αν και οι Ουκρανοί κατάφεραν τις τελευταίες ημέρες να αναχαιτίσουν την προέλαση των Ρώσων στο μέτωπο του Ντονέτσκ.
Επιπλέον, ο Σεργκέι Λαβρόφ επανέλαβε ότι, εάν υπάρξουν κάποια στιγμή συμφωνίες, αυτός που θα τις υπογράψει θα πρέπει να έχει φρέσκια νομιμοποίηση από τον ουκρανικό λαό, υπονοώντας τη διενέργεια εκλογών που έχουν καθυστερήσει λόγω του πολέμου. Ολα αυτά επιτείνουν την αίσθηση πως το ενδεχόμενο της ειρήνευσης στην Ουκρανία μοιάζει με τη γραμμή του ορίζοντα, που όσο την πλησιάζουμε, τόσο απομακρύνεται.


«Σαν ΝΑΤΟ»
