Το φάντασμα του Μονάχου

Το 1938, Βρετανία και Γαλλία προσυπέγραψαν με τον Χίτλερ τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας χωρίς αυτήν. Είναι υπερβολικές οι συγκρίσεις με την Ουκρανία;

3' 48" χρόνος ανάγνωσης

Τον Σεπτέμβριο του 1938 η Ευρώπη ζούσε με τον φόβο ενός πολέμου. Η ναζιστική Γερμανία ζητούσε επίμονα την προσάρτηση της γερμανόφωνης περιοχής της Σουδητίας, η οποία ανήκε στην Τσεχοσλοβακία. Εάν η απαίτησή του δεν γινόταν αποδεκτή, ο Αδόλφος Χίτλερ απειλούσε ότι θα καταλάμβανε διά της βίας τα εδάφη που διεκδικούσε. Μόλις έξι μήνες νωρίτερα, η Γερμανία είχε προσαρτήσει πραξικοπηματικά την Αυστρία, παραβιάζοντας κατάφωρα τις συνθήκες ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χλιαρή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στο αυστριακό ζήτημα είχε πείσει τον Χίτλερ ότι μπορούσε ανέξοδα να επαναλάβει το εγχείρημα στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας.

Το «κουαρτέτο»

Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ υποδέχτηκε στο Μόναχο τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι και τους πρωθυπουργούς της Μεγάλης Βρετανίας Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας Εντουάρ Νταλαντιέ. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η μοίρα της Τσεχοσλοβακίας. Μόνο που απουσίαζαν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι: οι ίδιοι οι Τσεχοσλοβάκοι. Η παρουσία τους δεν θεωρήθηκε σκόπιμη. Οι ισχυροί της Ευρώπης θα αποφάσιζαν για την εδαφική ακεραιότητα της Τσεχοσλοβακίας ερήμην της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης, στην οποία απλώς θα ανακοίνωναν εκ των υστέρων τις αποφάσεις τους. Η διεθνής νομιμότητα, η συλλογική ασφάλεια και οι Αρχές της Κοινωνίας των Εθνών δεν είχαν συμπεριληφθεί στις αποσκευές των προσκεκλημένων στο Μόναχο.

Το φάντασμα του Μονάχου-1
[London Express/Getty Images]

Δεν χρειάστηκε πολύ για να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων, η οποία υπεγράφη στις 30 Σεπτεμβρίου και ανακοινώθηκε αμέσως στην αδημονούσα διεθνή κοινή γνώμη. Η Τσεχοσλοβακία ήταν υποχρεωμένη να παραχωρήσει τη Σουδητία στη Γερμανία μέσα σε διάστημα δέκα ημερών. Οι Τσεχοσλοβάκοι είχαν απομείνει μόνοι τους και δεν ήταν σε θέση να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση.

Εκτός από τις γερμανικές στρατιωτικές απειλές, δέχονταν τώρα και την αφόρητη πολιτική πίεσης της Βρετανίας και της Γαλλίας, των δύο χωρών τις οποίες υπολόγιζαν ως συμμάχους τους έναντι της ναζιστικής επιβουλής. Χωρίς εξωτερική βοήθεια, η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση ήταν ανήμπορη και αναγκάστηκε να αποδεχθεί το διπλωματικό τετελεσμένο του Μονάχου.

Την ίδια ημέρα, ο Τσάμπερλεν επέστρεψε στο Λονδίνο. Μόλις προσγειώθηκε, έκανε δηλώσεις, κραδαίνοντας το κείμενο της συμφωνίας του Μονάχου που έφερε την υπογραφή του Χίτλερ. «Η διευθέτηση του τσεχοσλοβακικού προβλήματος, η οποία έχει πλέον επιτευχθεί, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μόνο την απαρχή ενός ευρύτερου διακανονισμού που θα διασφαλίσει την ειρήνη στην Ευρώπη» είπε, χωρίς να κρύψει την ικανοποίησή του. Στην πραγματικότητα, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.

Η πολιτική του κατευνασμού που οι Δυτικοί είχαν εφαρμόσει έναντι του Χίτλερ όχι μόνο δεν απομάκρυνε τον πόλεμο, αλλά τον έφερνε ακόμη πιο κοντά, και μάλιστα με όρους ευνοϊκότερους για τη Γερμανία. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ προειδοποίησε εγκαίρως: «Αυτή είναι μόνο η πρώτη γουλιά, η πρώτη γεύση ενός πικρού ποτηριού το οποίο θα μας προσφέρεται χρόνο με τον χρόνο εκτός αν, μέσω μιας υπέρτατης ανάκαμψης της ηθικής υγείας και της πολεμικής μας ρώμης, σηκωθούμε ξανά και σταθούμε για την ελευθερία όπως στους παλιούς καιρούς».

Για να αποφύγουν τη σύγκρουση με τον Χίτλερ, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι τού πρόσφεραν στο πιάτο ό,τι είχε ζητήσει. Πίστεψαν ότι εάν τάιζαν το θηρίο, εκείνο θα χόρταινε. Δεν αντιλήφθηκαν ότι απλώς του άνοιγαν την όρεξη και ότι ο Χίτλερ θα συνέχιζε την εφαρμογή της «στρατηγικής του σαλαμιού»: κόβοντας ένα κομματάκι κάθε φορά, ισχυριζόταν ότι η αλλαγή που είχε επέλθει σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη κατάσταση, δεν ήταν μεγάλη· όμως το άθροισμα των κομματιών κατέληγε στην κατανάλωση ολόκληρου του σαλαμιού.

Τον Μάρτιο του 1939, οι Γερμανοί διέλυσαν εντελώς ό,τι είχε απομείνει από την Τσεχοσλοβακία, κουρελιάζοντας ακόμη και τη συμφωνία που οι ίδιοι είχαν λίγους μήνες νωρίτερα υπογράψει στο Μόναχο. Την 1η Σεπτεμβρίου, αφού προηγουμένως είχαν συνεννοηθεί με τους Σοβιετικούς, εισέβαλαν στην Πολωνία, υπολογίζοντας ότι οι Δυτικοί δεν θα αντιδρούσαν δυναμικά. Εσφαλαν. Ηταν το ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ενα κομμάτι τη φορά

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η συμφωνία του Μονάχου έγινε συνώνυμη της ασύγγνωστης υποχωρητικότητας, η οποία ενθαρρύνει τις αναθεωρητικές δυνάμεις να εκδηλώσουν ακόμη πιο ανοιχτά και βίαια τις επιθετικές διαθέσεις τους. Λίγο πριν συμπληρωθούν 87 χρόνια από την υπογραφή της, στο Ανκορατζ της Αλάσκας, το σκηνικό του Μονάχου μοιάζει να ξαναστήνεται. Ο επιτιθέμενος (η Ρωσία) και ο μείζων πόλος της Δύσης (οι ΗΠΑ) διαπραγματεύονται για το μέλλον και την εδαφική υπόσταση ενός πολύ λιγότερο δυνατού κράτους (της Ουκρανίας), δίχως αυτό να παρίσταται, έστω για να τηρηθούν τα προσχήματα.

Για όσες χώρες ανησυχούν για τις επεκτατικές τάσεις ισχυρών γειτόνων τους, τα νέα κάθε άλλο παρά καθησυχαστικά είναι. Αν η ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας του 2014 μοιάζει με το γερμανικό Ανσλους επί της Αυστρίας του 1938, τότε το Ντονμπάς θα ακολουθήσει τη μοίρα της Σουδητίας; Ισως οι στίχοι του Κ. Π. Καβάφη να γίνουν πιο επίκαιροι από ποτέ: «Στην Ρώμη δόθηκε ο χρησμός· έγιν’ εκεί η μοιρασιά».

*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συνιδρυτής του Strategic Thinking Lab.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT