Με βάση τους περισσότερους δείκτες, η οστεοπαθητική αποτελεί μια ειδικότητα σε άνθηση. Ο αριθμός των οστεοπαθητικών έχει αυξηθεί κατά 70% την τελευταία δεκαετία και αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Περισσότερο από το ένα τέταρτο των φοιτητών ιατρικής στις Ηνωμένες Πολιτείες εκπαιδεύονται για να γίνουν οστεοπαθητικοί. Τα τελευταία χρόνια, το κύρος του κλάδου έχει ενισχυθεί καθώς οι οστεοπαθητικοί έχουν αναλάβει κορυφαίες ιατρικές θέσεις στη χώρα: ηγούνται μεγάλων ιατρικών οργανισμών, εποπτεύουν την ιατρική ομάδα της NASA, διαχειρίζονται τη δημοφιλέστερη ιατρική σελίδα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, επί τριών διαδοχικών κυβερνήσεων, έχουν την ευθύνη της ιατρικής φροντίδας του προέδρου των ΗΠΑ.
«Πιστεύω ότι –δεν θα πω έχουμε διεισδύσει– βρισκόμαστε παντού», λέει η δρ Τερέζα Α. Χάμπκα, πρόεδρος της Αμερικανικής Οστεοπαθητικής Ενωσης.
Ωστόσο η μεταβαλλόμενη εικόνα της ιατρικής έχει σε μεγάλο βαθμό περάσει απαρατήρητη από το ευρύ κοινό. Πέρα από κάποιες αόριστες αντιλήψεις και στερεότυπα ότι οι οστεοπαθητικοί είναι πιο ολιστικοί, ή ότι απλώς δεν έγιναν δεκτοί σε παραδοσιακές ιατρικές σχολές, λίγοι ασθενείς γνωρίζουν πραγματικά σε ποιον βαθμό η εκπαίδευση ενός οστεοπαθητικού μπορεί να επηρεάσει την υγειονομική τους φροντίδα. Μία από τις συχνότερες αναζητήσεις στο Google για τους οστεοπαθητικούς –οι οποίοι έχουν πλήρη δικαιώματα άσκησης του επαγγέλματος στις ΗΠΑ από το 1973– είναι το αν θεωρούνται γιατροί.
Στη διάρκεια της καριέρας της ως οστεοπαθητικού, η δρ Κριστίνα Γουίβερ έχει δει να τη συγχέουν με ορθοπεδικό, με ομοιοπαθητικό (δηλαδή εναλλακτικό θεραπευτή χωρίς πτυχίο ιατρικής) ή με χειροπρακτικό (επίσης χωρίς πτυχίο ιατρικής).
Πολλοί ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται καν ότι ο γιατρός τους είναι οστεοπαθητικός, εκτός αν τύχει να προσέξουν το πτυχίο του στον τοίχο, σημειώνει ο κοινωνιολόγος Νόρμαν Γκέβιτς, συγγραφέας βιβλίου και δεκάδων επιστημονικών δημοσιεύσεων για την οστεοπαθητική.
Στο παρελθόν, η διαφορά ανάμεσα σε έναν οστεοπαθητικό και έναν γιατρό ήταν πολύ πιο προφανής. Οταν το 1874 ο δρ Αντριου Στιλ, απογοητευμένος γιατρός του εμφυλίου πολέμου, εφηύρε την οστεοπαθητική, σκοπός του ήταν να δημιουργήσει μια προσέγγιση που θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις σκληρές ιατρικές πρακτικές της εποχής, όπως η αφαίμαξη και η χορήγηση τοξικών δόσεων υδραργύρου.
Η φιλοσοφία του βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι περισσότερες ασθένειες οφείλονταν σε κακή ευθυγράμμιση, κυρίως της σπονδυλικής στήλης, και ότι μπορούσαν να θεραπευτούν μέσω φυσικής ρύθμισης των οστών και των αρθρώσεων, και όχι με τη χορήγηση φαρμάκων. Οι μέθοδοί του γνώρισαν γρήγορα ευρεία απήχηση, καθώς η φήμη για τις «θαυματουργές» θεραπευτικές ικανότητες του Στιλ εξαπλωνόταν. Ο Στιλ άρχισε να εκπαιδεύει νέους θεραπευτές στη σχολή του στο Μιζούρι, προκαλώντας την οργή πολλών γιατρών, που τους θεωρούσαν «μέλη αίρεσης».
Τα τελευταία χρόνια, το κύρος του κλάδου έχει ενισχυθεί και όσοι την ασκούν έχουν αναλάβει κορυφαίες ιατρικές θέσεις.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, ωστόσο, το χάσμα ανάμεσα στις δύο ιατρικές φιλοσοφίες άρχισε να περιορίζεται, καθώς οι οστεοπαθητικοί άρχισαν να συνταγογραφούν φάρμακα και να ασκούν χειρουργική. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι οστεοπαθητικοί είχαν αποκτήσει άδεια άσκησης επαγγέλματος και στις 50 πολιτείες των ΗΠΑ. Σήμερα, η διάκριση μεταξύ οστεοπαθητικών και κλασικών γιατρών είναι πολύ πιο ασαφής. Αν και οι οστεοπαθητικοί φοιτούν σε ξεχωριστές ιατρικές σχολές, το πρόγραμμα σπουδών τους καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τα ίδια αντικείμενα, ενώ πολλοί από αυτούς συμμετέχουν στις ίδιες εξετάσεις.
Από το 2020, οι οστεοπαθητικοί και οι κλασικοί γιατροί παρακολουθούν τα ίδια προγράμματα ειδικότητας, όπου κάνουν πρακτική εκπαίδευση στην ειδικότητα που έχουν επιλέξει.
«Πιστεύω ότι μας ενώνουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι μας χωρίζουν», λέει η Γουίβερ, αναπληρώτρια κοσμήτορας στην Ιατρική Σχολή Οστεοπαθητικής του Πανεπιστημίου A.T. Still στην Αριζόνα. Και παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποιο στίγμα γύρω από την οστεοπαθητική, οι έρευνες δεν έχουν εντοπίσει σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο επαγγέλματα όσον αφορά τις επανεισαγωγές σε νοσοκομεία, τη θνησιμότητα έπειτα από νοσηλεία, τα αποτελέσματα επεμβάσεων ή άλλους δείκτες υγείας.
Η δρ Ανίτα Σκαρία, παθολόγος στο UNC Health στη Βόρεια Καρολίνα, αναφέρει ότι η πιο ολιστική προσέγγιση του οστεοπαθητικού –όπως το να ρωτάει για το άγχος ή τις διατροφικές συνήθειες του ασθενούς– ίσως στο παρελθόν την έκανε να ξεχωρίζει από τους συναδέλφους της κλασικούς γιατρούς. Ακόμη κι αυτό όμως έχει πλέον ατονήσει, καθώς όλο και περισσότερα ιατρικά ιδρύματα αναγνωρίζουν πως οι κοινωνικοί παράγοντες και ο τρόπος ζωής επηρεάζουν καθοριστικά την υγεία. «Δεν μπορώ να πω ότι είναι πια κάτι που με διαφοροποιεί», δηλώνει.
Αγροτικές περιοχές
Αυτό που εξακολουθεί να τους ξεχωρίζει είναι ο τόπος άσκησης του επαγγέλματός τους: οι οστεοπαθητικοί εργάζονται σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό σε αγροτικές περιοχές και στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Σήμερα, σχεδόν 60% των οστεοπαθητικών εργάζονται ως πάροχοι πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους γιατρούς, ενώ οι σχολές οστεοπαθητικής παράγουν πολύ περισσότερους επαρχιακούς γιατρούς από ό,τι οι σχολές ιατρικής.
Ο λόγος γι’ αυτή τη διαφορά εξαρτάται από το ποιον ρωτάει κανείς. Μια εξήγηση που συχνά προβάλλεται από τους κλασικούς γιατρούς είναι ότι τα προγράμματα κατάρτισης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη έχουν υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας σε σύγκριση με τις πιο προσοδοφόρες ειδικότητες, όπως η χειρουργική ή η αναισθησιολογία, ενώ οι θέσεις εργασίας σε αγροτικές περιοχές θεωρούνται λιγότερο ανταγωνιστικές.
Πολλοί οστεοπαθητικοί υποστηρίζουν ότι η φροντίδα των κοινοτήτων που έχουν παραμεληθεί ιστορικά από το ιατρικό κατεστημένο αποτελεί κεντρικό μέρος της οστεοπαθητικής φιλοσοφίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες σχολές οστεοπαθητικής ιδρύθηκαν σε αγροτικές ή «ιατρικά υποεξυπηρετούμενες» περιοχές, όπως το Κίρκσβιλ στο Μιζούρι, το Χάρογκεϊτ στο Τενεσί και το Ντιτρόιτ. Ο δρ Τζον Λιτσαρντόνε, ερευνητής στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Βόρειου Τέξας, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πολλές μελέτες για το επάγγελμα, εκφράζει αμφιβολίες για το κατά πόσον πολλοί απλοί οστεοπαθητικοί θα ήθελαν να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία με τους γιατρούς ομολόγους τους. Καθώς ο κλάδος έχει επεκταθεί, φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι είναι πλήρως ικανοποιημένοι με το να μην ξεχωρίζουν, σχολιάζει: «Θέλουν απλώς να είναι γιατροί».
