Αρθρο Κώστα Σταματόπουλου στην «Κ»: Υβρις χωρίς όρια

Αρθρο Κώστα Σταματόπουλου στην «Κ»: Υβρις χωρίς όρια

Προτού εκτυλιχθεί στα μάτια μας σε όλη της την έκταση η φρίκη του Ολοκαυτώματος, όχι μόνο συμπονούσαμε τον εβραϊκό λαό, αλλά με ενθουσιασμό παρακολουθούσαμε τους άθλους του

4' 48" χρόνος ανάγνωσης

Γιατί πρέπει, τραγικά μονότονα, όσο πίσω κι αν πάει κανείς στον χρόνο, μια Ραχήλ να οδύρεται απαρηγόρητη κλαίουσα τα τέκνα αυτής; Γιατί πρέπει σχεδόν κάθε γενιά να επαναλαμβάνει το ίδιο διπλό έγκλημα: αυτό της σφαγής των αθώων και της ανανδρίας; Αν στο πρώτο οι άμεσα ένοχοι δεν μπορεί παρά να είναι λίγοι, το δεύτερο έγκλημα, επίσης ειδεχθές λόγω δειλίας, απάνθρωπης παθητικότητας και αδιαφορίας, μας περιλαμβάνει σχεδόν όλους, έτσι ώστε πρέπον είναι οι λίγοι, οι ελάχιστοι που σε κάθε ιστορική περίοδο ξεφεύγουν από τον κανόνα αυτόν, να χαρακτηρίζονται «δίκαιοι».

Οπως πολλοί της γενιάς μου, ακόμη και προτού εκτυλιχθεί στα μάτια μας σε όλη της την έκταση η φρίκη του Ολοκαυτώματος, όχι μόνο βαθιά συμπονούσαμε τον εβραϊκό λαό, αλλά και με ενθουσιασμό παρακολουθούσαμε τους άθλους του. Η «Εξοδος», και ως τόλμημα και ως βιβλίο ή κινηματογραφική ταινία, μας έκανε να δακρύσουμε και χωρίς την παραμικρή δεύτερη σκέψη, συντασσόμασταν ολόψυχα με τους μπροστάρηδες εκείνους εποίκους, τους επιζώντες από τα στρατόπεδα και τα κρεματόρια, που επέστρεφαν στην άγονη γη των προγόνων τους και την έκαμαν να ανθήσει, χάρη στη σκληρή δουλειά τους. Και με ηρωισμό, νικηφόρα την υπερασπίστηκαν όταν απειλήθηκε από τους γείτονές της.

Το ό,τι ανείπωτα φρικτό είχε προηγηθεί, μας έκανε όχι μόνο να βλέπουμε τη μισή εικόνα, ή και κάτι λιγότερο, αλλά και να συγκατατιθέμεθα ή να παραβλέπουμε τόσο την επεκτατική πολιτική του Ισραήλ μετά τον πόλεμο των Εξι Ημερών το 1967, αλλά και να προσπερνούμε, σαν κάτι αμελητέο ή ενοχλητικό, την πάγια άρνησή του να θεωρήσει τον μέσο Παλαιστίνιο ως ισότιμο του μέσου Ισραηλινού. Από την άλλη, η άρνηση των Αράβων να δεχθούν την ύπαρξη του Ισραήλ και η δολοφονία των μετριοπαθών ηγετών από τους ακραία αδιαλλάκτους των δύο πλευρών καθιστούσαν σαφές ότι η σύγκρουση θα συνεχιζόταν με όλα τα υπάρχοντα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, και ότι στο εξής και για καιρό τον λόγο θα είχε σχεδόν αποκλειστικά η βία. Βία εδρασμένη σε άνιση ισχύ: από τη μία, ένα κράτος πάνοπλο, παντοιοτρόπως ενισχυόμενο από το σύνολο των δυτικών κρατών και κοινωνιών με όπλα, χρήμα και υποστηρικτική προπαγάνδα, και από την άλλη, ένας λαός άπελπις, εγκαταλελειμμένος ακόμη και από τους ομοφύλους και ομοθρήσκους του, και τον οποίο οι πάντες παρέδιδαν, αποκλείοντας κάθε άλλη διέξοδο, στα χέρια και στα μέσα των τρομοκρατών. Κατόπιν τούτου, τίποτε δεν ξεκίνησε την αποτρόπαιη 7η Οκτωβρίου, όπου για μία ακόμη φορά τη νύφη πλήρωσαν και πληρώνουν και από τις δύο πλευρές αθώοι. Από την ισραηλινή πλευρά αθώα θύματα της εκ μέρους της κοινωνίας τους ανοχής της επί δεκαετίες αποτρόπαιης ρατσιστικής πολιτικής της ηγεσίας τους. Και από την πλευρά των Παλαιστινίων αθώοι, που προσφέρθηκαν από τους πάντες ως όμηροι στα χέρια της Χαμάς και που οι νεκροί τους σήμερα εγγίζουν, αν δεν ξεπερνούν, τις 100.000.

Βλέπαμε επί μακρόν, έγραψα, τη μισή εικόνα, ή και κάτι λιγότερο, καθώς προσπερνούμε την ιδρυτική αδικία που έκαμε τους Αραβες Παλαιστίνιους που καμιά συμμετοχή δεν είχαν στο Ολοκαύτωμα να πληρώσουν αυτοί για τα εγκλήματα των Γερμανών. Η «δίκαιη» λύση –αν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο στην Ιστορία, όπου τα πάντα είναι σύγκρουση συμφερόντων και συσχετισμός ισχύος– θα ήταν αυτή που θα συνταίριαζε την τιμωρία των Γερμανών με τον προαιώνιο πόθο των Εβραίων να εγκατασταθούν εκ νέου στη γη που θεωρούσαν κοιτίδα τους. Αντί μιας προσπάθειας συγκερασμού των παραπάνω, διόλου ανέφικτης τότε, επελέγη, μέσα στην αμετάκλητη άμπωτη της αποικιοκρατίας, η δημιουργία του Ισραήλ ως εβραϊκού κράτους ναι, αλλά και ως συλλογικής αποικίας της Δύσης στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Κάτι που ξεκάθαρα φάνηκε στην κρίση του Σουέζ το 1956, όταν συνέπραξαν με το Ισραήλ η Γαλλία και η Μ. Βρετανία, ακόμη αμετανόητα ιμπεριαλιστικές, όπως και κάτι που επέτρεψε, με τη συνέργεια της Γαλλίας του στρατηγού Ντε Γκωλ, την απόκτηση από το Ισραήλ της ατομικής βόμβας.

Εκτοτε τίποτε δεν έχει μεταβληθεί, παρ’ όλη τη μετεξέλιξη του Ισραήλ σε κράτος φασιστικό, αποικιοκρατικό (Δυτ. Οχθη) και ξεκάθαρα ρατσιστικό, σε κράτος που με το ατιμώρητο καταπατά όποτε και όπως θέλει τους στοιχειωδέστερους κανόνες της διεθνούς τάξης και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Και η πρόσφατη ωμή δήλωση του Γερμανού καγκελαρίου, με αφορμή την επίθεση στο Ιράν, ότι το Ισραήλ εκτελεί για λογαριασμό «μας» τη βρωμοδουλειά, αυτό ακριβώς επιγραμματικά δηλώνει. Μετά το Ολοκαύτωμα, η γερμανική ενοχή, με την ανοχή της κυνικής, υποκριτικότατης λοιπής Δύσης, στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου, ηθικά αυτοκαταργημένης προ πολλού, επιτρέπει, αν δεν επευλογεί, την εξολόθρευση ενός άλλου λαού στον οποίο δεν αφήνεται άλλη διέξοδος από το να εγκαταλείψει τη γη του ή να πεθάνει. Υβρις χωρίς όρια.

Μολονότι εξαιρετικά καθυστερημένη, γιγαντώνεται σήμερα παντού η δίκαιη αντίδραση. Από τον Πάπα και τον βασιλέα των Βέλγων έως τα πλήθη που οργισμένα γεμίζουν πλατείες και οδούς. Αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης, που σέρνει τις συμβιβασμένες κρατικές ηγεσίες στο να δώσουν ένα τέλος στο έγκλημα, να δώσουν τέρμα στη βάσανο και στον συστηματικό αποδεκατισμό των Παλαιστινίων, με πρώτο ελαχιστότατο βήμα την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους. Το κάμουν –όσες το κάμουν– χλιαρά και απρόθυμα, με τόσο δε αργούς ρυθμούς ώστε αδυνατεί κανείς να μη σκεφθεί ότι ενδομύχως, πολλοί, πολύ θα εύχονταν να έχει τελειώσει το Ισραήλ και αυτή ακόμη τη «βρωμοδουλειά», προτού προχωρήσουν. Και χωρίς, φυσικά, ποτέ να παύσουν να στέλνουν στον Νετανιάχου όπλα και χρήματα. Αλλά, επιτέλους, πράγμα εξαιρετικά παρήγορο, εξαιρετικά ελπιδοφόρο για τη μετέπειτα πορεία της χώρας αυτής, φουντώνει η αντίδραση και μέσα στο ίδιο το Ισραήλ. Με τεράστιο αίσθημα ανακούφισης και χαράς παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα εκεί, αλλά και σε πολλές εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο, συντασσόμενοι πλήρως με όσους αγωνίζονται για τη νίκη του ανθρώπινου πάνω στο απάνθρωπο.

Ωστε, επιτέλους, να πάψουμε να νιώθουμε τιποτένιοι λόγω ανημποριάς, όπως σίγουρα θα ένιωθαν κάποιοι κάτοικοι του Μονάχου στον πόλεμο όταν, συνεχίζοντας να πηγαίνουν στις δουλειές τους την ημέρα και το βράδυ σε συναυλίες ή στο θέατρο, ο αέρας έφερνε μακάβριες οσμές από το γειτονικό Νταχάου.

* Ο κ. Κώστας Μ. Σταματόπουλος είναι ιστορικός, α΄ αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT