Τίποτα δεν είναι πιο ανυπόφορο από κάποιον που λέει «σας τα έλεγα εγώ» – γι’ αυτό συγχωρέστε με που θα είμαι ανυπόφορος. Στις 29 Σεπτεμβρίου 2023, ύστερα από μερικούς μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, δημοσίευσα ένα άρθρο που συνοψίστηκε εύστοχα στον τίτλο της εφημερίδας Guardian: «Αν ο Τζο Μπάιντεν δεν αποσυρθεί, ο κόσμος θα πρέπει να προετοιμαστεί για τη θητεία Τραμπ 2.0».
Δεν μπορούμε ποτέ να πούμε με βεβαιότητα τι θα είχε συμβεί «αν…», αλλά υπάρχει μια πολύ σοβαρή πιθανότητα: Αν ο Μπάιντεν άνοιγε τον δρόμο για μια προκριματική μάχη στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών το φθινόπωρο του 2023, ένας ισχυρότερος υποψήφιοςθα μπορούσε να νικήσει τον Τραμπ. Ολόκληρος ο πλανήτης θα είχε αποφύγει την καταστροφή που ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
«Δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από την καρδάρα με το χυμένο γάλα», μπορεί να πείτε. Ναι, αλλά πάντα αξίζει να παίρνεις μαθήματα για το μέλλον. Βρίσκομαι ξανά στις ΗΠΑ και μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Wall Street Journal δείχνει ότι το 63% των ψηφοφόρων έχει αρνητική εικόνα για το Δημοκρατικό Κόμμα. Για να το θέσω ήπια, οι Δημοκρατικοί έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους.
Ηταν τρελό
Ποια είναι λοιπόν τα σωστά διδάγματα; Ο λόγος που αναφέρω το παλιό μου άρθρο δεν είναι για να καυχηθώ ότι έχω κάποια εσωτερική πληροφόρηση για την πολιτική της Ουάσιγκτον· το αντίθετο: δεν είχα καμία. Ηταν απλώς εμφανώς τρελό να προτείνεις έναν ηλικιωμένο και εξασθενημένο υποψήφιο, ο οποίος θα ήταν 86 ετών στο τέλος της δεύτερης θητείας του. Συγκριτικά οι ηγέτες της Σοβιετικής Ενωσης, που θεωρούνται η επιτομή της παρηκμασμένης γεροντοκρατίας, ήταν αντίστοιχα 75 (Λεονίντ Μπρέζνιεφ), 69 (Γιούρι Αντρόποφ) και 73 (Κονσταντίν Τσερνιένκο) ετών όταν πέθαναν.
Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη σοφία για να το δει κανείς αυτό, και οι περισσότεροι Αμερικανοί το είχαν ήδη διακρίνει. Την εποχή που έγραψα το άρθρο μου, δημοσκόπηση έδειχνε ότι το 77% των Αμερικανών θεωρούσε τον Μπάιντεν υπερβολικά ηλικιωμένο για να υπηρετήσει άλλη μία θητεία. Μόνο οι στενοί συνεργάτες του, οι αριστεροί σχολιαστές και το κατεστημένο των Δημοκρατικών συνέχιζαν να συμφωνούν με τον πρόεδρο, την οικογένειά του και ό,τι αποκαλούνταν (δεν είναι αστείο) ανεπίσημα το «Πολιτικό Γραφείο» ότι είναι ο μόνος κατάλληλος για τον θώκο.
Στο πρόσφατο και πολυσυζητημένο βιβλίο τους «Original Sin», δύο κορυφαίοι δημοσιογράφοι της Ουάσιγκτον, ο Τζέικ Τάπερ του CNN και ο Αλεξ Τόμσον του Axios, υποστηρίζουν ότι υπήρξε, όπως υπονοεί και ο υπότιτλός τους, μια εκστρατεία συγκάλυψης. Η οικογένεια του Μπάιντεν και το «πολιτμπιρό» προσπάθησαν να κρύψουν την απότομη νοητική του έκπτωση, περιορίζοντας τις περισσότερες από τις συσκέψεις του μεταξύ 10 π.μ. και 4 μ.μ. Ακόμη και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου δεν τον έβλεπαν από κοντά για μήνες, ενώ οι εκτεταμένες συνεντεύξεις στα ΜΜΕ ήταν τόσο σπάνιες όσο… ένα Gay Pride στο Βατικανό.
Η σιωπή των media
Παρότι οι συγγραφείς αποδίδουν τις ευθύνες στον πρόεδρο, στη σύζυγό του, σε άλλα μέλη της οικογένειας και στους στενούς συνεργάτες του, υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που παραδόξως εξαιρούν τους εαυτούς τους και άλλους δημοσιογράφους της Ουάσιγκτον. Δεν έχω ανατρέξει στο σύνολο των ρεπορτάζ τους στο CNN και στο Axios – σίγουρα υπάρχουν δημοσιεύματα που αξίζει να αναφερθούν προς υπεράσπιση της δημοσιογραφικής τους πορείας. Ομως, δεν χωράει αμφιβολία πως οι Αμερικανοί πολιτικοί συντάκτες γενικά, και ειδικά οι αριστεροί σχολιαστές, άργησαν πολύ να πουν αυτό που οι λεγόμενοι «απλοί» Αμερικανοί είχαν ήδη δει.
Γιατί; Ο Εζρα Κλάιν των New York Times διερευνά αυτό το ερώτημα σε ένα επεισόδιο του εξαιρετικού του podcast. Αναγνωρίζοντας ότι η δική του έκκληση, τον Φεβρουάριο του 2024, να αποσυρθεί ο Μπάιντεν ήρθε με καθυστέρηση, συζητάει με τον Τάπερ γιατί οι περισσότεροι άλλοι άργησαν ακόμη περισσότερο. Η απάντηση φαίνεται να είναι μια σειρά παραγόντων: ο φόβος των δημοσιογράφων μήπως χάσουν την πρόσβαση στην εξουσία· η εκδικητική συσπείρωση του κατεστημένου των Δημοκρατικών· η υποταγή σε μια αυτοκρατορική προεδρία· η αγωνία για τον Τραμπ· η ανησυχία για την Κάμαλα Χάρις ως εναλλακτική υποψήφια.
63% των ψηφοφόρων έχουν αρνητική εικόνα για το Δημοκρατικό Κόμμα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Wall Street Journal.
Ο φόβος απώλειας της πρόσβασης στην εξουσία είναι επαγγελματική νόσος της δημοσιογραφίας. «Ενιωθες πως διαρρηγνύεις όλες τις σχέσεις σου με τον Λευκό Οίκο μονομιάς», λέει ο Κλάιν, ανακαλώντας τη δημόσια τοποθέτησή του τον Φεβρουάριο του 2024. «Ναι, όχι μόνο με τον Λευκό Οίκο αλλά με ολόκληρο το Δημοκρατικό Κόμμα», προσθέτει ο Τάπερ.
Στις σημειώσεις μου του Σεπτεμβρίου 2023 καταγράφω μια ιδιωτική συζήτηση με αρθρογράφο της Ουάσιγκτον: «Ναι, ο Μπάιντεν πρέπει να αποσυρθεί». Ο ίδιος όμως δεν μπορεί να το πει. [Οι σημειώσεις συνεχίζουν: «Η Τζιλ Μπάιντεν θα μπορούσε να το πει, αλλά της αρέσει αυτή η θέση (σ.σ. της Πρώτης Κυρίας)».]
Ξέρω επίσης, από άλλες πηγές, πόσο απειλητικό μπορούσε να γίνει το κατεστημένο των Δημοκρατικών. Ειδικά στην προσπάθειά του να αποτρέψει οιαδήποτε αμφισβήτηση της ικανότητας του Μπάιντεν να υπηρετήσει μια δεύτερη θητεία. Ακόμα και στα επικριτικά άρθρα που εμφανίστηκαν στα αμερικανικά ΜΜΕ υπήρχε ένας υπόρρητος σεβασμός προς την προεδρία. Ηταν σαν να ζητούσαν από ένα βασιλιά να αποσυρθεί από τον θρόνο – και όχι από έναν πολιτικό να παραιτηθεί από την κούρσα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ηλικίας 237 ετών αμερικανικό συνταγματικό σχήμα που συνενώνει τους ρόλους πρωθυπουργού και μονάρχη σε ένα πρόσωπο. Στη Βρετανία, κρατάμε αυτόν τον σεβασμό για τον μονάρχη, ενώ ο πρωθυπουργός υπόκειται κάθε Τετάρτη σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Κάποιος σε κατάσταση γεροντικής παρακμής όπως ο Μπάιντεν το 2023 δεν θα άντεχε ούτε δύο εβδομάδες στο Ουέστμινστερ. Υπήρχε επίσης ο πανικός για τον Τραμπ. Μετά τις επιτυχίες των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, θεωρήθηκε ότι ο Μπάιντεν ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον νικήσει. Πολύ περισσότερο αφού η εναλλακτική, η Κάμαλα Χάρις, εθεωρείτο σχετικά αδύναμη υποψήφια. Κι έτσι, από φόβο μήπως επιλέξουν την Κάμαλα και καταλήξουν με τον Τραμπ πρόεδρο, κατέληξαν με την Κάμαλα κι έπειτα τον Τραμπ.
Τα διδάγματα
Μερικά διδάγματα, λοιπόν, είναι ξεκάθαρα. Ο Τάπερ και ο Τόμσον ξεκινούν το βιβλίο τους με μια φράση του Τζορτζ Oργουελ: «Το να βλέπεις αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου απαιτεί συνεχή αγώνα». Ο Oργουελ μάς καλεί επίσης να λέμε πάντα αυτό που βλέπουμε – ειδικά όταν είναι άβολο για τη δική μας πλευρά. Αυτό είναι το διπλό τεστ για τους δημοσιογράφους: να το δεις και να το πεις.
Oσο για το κατεστημένο των Δημοκρατικών: Μην προσπαθείτε να εκφοβίσετε τα μέσα ενημέρωσης να αυτολογοκριθούν με το επιχείρημα ότι έτσι εξυπηρετούν τον αντίπαλο. Θα ήταν καλύτερο για εσάς οι δημοσιογράφοι να κάνουν απλώς τη δουλειά τους, στο πνεύμα του Oργουελ. Τέλος: Αλλάξτε την παλιά φρουρά. Ο Τσακ Σούμερ, αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, είναι μεγαλύτερος από τον Τσερνιένκο και πλησιάζει γρήγορα τον Μπρέζνιεφ. Α, και καλό θα ήταν να ακούτε τους ανθρώπους που υποτίθεται πως εκπροσωπείτε.
Νέοι αστέρες
Η τραγωδία σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα διαθέτει πληθώρα νέων πολιτικών ταλέντων – από τον Πιτ Μπούτιτζιτζ, τον Τζος Σαπίρο, την Γκρέτσεν Γουίτμερ και τον Γκάβιν Νιούσομ μέχρι το νέο αστέρι της Νέας Υόρκης, τον Ζόραν Μαμντάνι. Μπορεί να μην έχουν ακόμη μια κοινή ιδεολογική πλατφόρμα ικανή να κερδίσει προεδρικές εκλογές – στοχαστές όπως ο Εζρα Κλάιν και ο Ντέρεκ Τόμσον, συν-συγγραφείς του «Abundance», ενός άλλου επίκαιρου βιβλίου, επεξεργάζονται ενδιαφέρουσες ιδέες. Οι Δημοκρατικοί μπορούν πιθανότατα να κερδίσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις ενδιάμεσες εκλογές του χρόνου με νέα πρόσωπα – και εστιάζοντας στις σοβαρές συνέπειες της πολιτικής Τραμπ για την εργατική και μεσαία τάξη. Το 2027, ωστόσο, ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών, θα χρειαστεί να παραγάγουν όλα όσα απέτυχαν παταγωδώς να δημιουργήσουν το 2023.
Ηλικία προέδρων κατά την ημέρα της ορκωμοσίας τους



Οι αριθμοί
63% των ψηφοφόρων έχουν αρνητική εικόνα για το Δημοκρατικό Κόμμα, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Wall Street Journal.
77% των Αμερικανών θεωρούσαν τον Μπάιντεν υπερβολικά ηλικιωμένο
για να υπηρετήσει άλλη μία θητεία τον Σεπτέμβριο του 2023.
Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθ. Ευρωπαϊκών Σπουδών στην Οξφόρδη.

