Υπάρχει κάποιο μυστικό που εξηγεί γιατί διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι, όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι, ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον και η Τσάρλι XCX, δείχνουν όλοι να έχουν τόση αυτοπεποίθηση και να είναι τόσο «κουλ»; Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, υπάρχουν έξι βασικά χαρακτηριστικά που τείνουν να μοιράζονται αυτοί οι άνθρωποι: οι «κουλ» προσωπικότητες θεωρούνται κατά κύριο λόγο εξωστρεφείς, ηδονιστές, ισχυροί, περιπετειώδεις, ανοιχτοί και ανεξάρτητοι.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στο Journal of Experimental Psychology: General, εξέτασε σχεδόν 6.000 συμμετέχοντες από 12 χώρες σε όλο τον κόσμο. Οι αντιλήψεις τους για το τι σημαίνει να είναι κανείς «κουλ» ήταν εντυπωσιακά όμοιες, ανεξάρτητα από τη χώρα διαμονής, την ηλικία, το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο ή το φύλο.
«Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν τα ίδια σε κάθε χώρα», λέει ο Κέιλεμπ Γουόρεν, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και καθηγητής στο Eller College of Management του Πανεπιστημίου της Αριζόνας, ο οποίος μελετάει την ψυχολογία των καταναλωτών τα τελευταία 20 χρόνια. Στο πλαίσιο της μελέτης ζητήθηκε από κάθε συμμετέχοντα να αναγνωρίσει τη λέξη «cool» στα αγγλικά, χωρίς να δοθεί κάποια μετάφραση, κάτι που υποδηλώνει ότι ήταν ήδη εξοικειωμένος –ή ίσως και γοητευμένος– με τις έννοιες του «κουλ» όπως αυτές διαμορφώνονται σε εύπορες δυτικές χώρες σαν τις ΗΠΑ.
Διάδοση στυλ
Υπό αυτήν την έννοια, η μελέτη προσφέρει μια εικόνα της διάδοσης των πολιτισμικών πεποιθήσεων από μια ομάδα ανθρώπων σε μια άλλη, λέει ο Τζόζεφ Χένριχ, ανθρωπολόγος και καθηγητής ανθρώπινης εξελικτικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη. «Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αμερικανική επιτυχία έχει οδηγήσει στη διάδοση μουσικών στυλ και ενός τεράστιου όγκου πολιτισμικού περιεχομένου – συμπεριλαμβανομένης, προφανώς, της έννοιας του “κουλ”», σημειώνει ο Χένριχ. Η έννοια του «κουλ» δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι το να είναι κανείς «κουλ» είναι κάτι θετικό: τα άτομα που είναι «κουλ» είναι και φιλικά, ικανά, μοντέρνα και ελκυστικά. Ωστόσο, ο Γουόρεν και οι συνεργάτες του ήθελαν να κατανοήσουν τι είναι αυτό που κάνει κάποιον ξεκάθαρα «κουλ» και όχι απλώς «καλό». Ετσι, οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να σκεφθούν συγκεκριμένα άτομα: κάποιον που είναι «κουλ», κάποιον που δεν είναι, κάποιον που είναι καλός και κάποιον που δεν είναι. Στη συνέχεια τούς ζήτησαν να αξιολογήσουν το κάθε πρόσωπο απαντώντας σε ερωτηματολόγια που μετρούσαν συνολικά 15 διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Παρότι οι «κουλ» και οι «καλοί» είχαν ορισμένα κοινά στοιχεία, οι καλοί –σε σύγκριση με τους «κουλ»– θεωρούνταν πιο συμμορφωμένοι, παραδοσιακοί, σίγουροι, ζεστοί, ευγενικοί, οικουμενιστές (δηλαδή άτομα που βλέπουν όλους και όλα ως ίσα ή εξίσου άξια φροντίδας και σεβασμού), πιο ευσυνείδητοι και ήρεμοι. Οσοι θεωρούνταν ικανοί χαρακτηρίζονταν εξίσου «κουλ» και «καλοί».
Η επιθετικότητα μπορεί να προσδώσει σε κάποιον κοινωνικό κύρος σε ορισμένες δυτικές κουλτούρες, ενώ στην Ανατολή συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Ενας περιορισμός της μελέτης ήταν ότι όποιος δεν γνώριζε τη λέξη «cool» αποκλειόταν αυτομάτως. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα δεν μπορούν να δείξουν πόσο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη σε διάφορες χώρες, ούτε αν σε ορισμένες κουλτούρες η έννοια του «κουλ» οδηγεί σε υψηλότερο κοινωνικό κύρος σε σύγκριση με άλλες. Επιπλέον, παρότι η μελέτη περιελάμβανε συμμετέχοντες από ένα ευρύ φάσμα ηλικιών, το δείγμα ήταν κυρίως νεαρής ηλικίας: η μέση ηλικία στις περισσότερες περιοχές ήταν περίπου 30 ετών ή και μικρότερη.
Αλλες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχουν σημαντικές πολιτισμικές διαφορές που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά τα οποία θεωρούμε αξιόλογα. «Παράγοντες όπως η επιθετικότητα μπορεί να μας προσδώσουν υψηλότερο κοινωνικό κύρος σε ορισμένες δυτικές κουλτούρες, ενώ στην Ανατολή οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα», λέει ο Μιτς Πρίνσταϊν, επικεφαλής ψυχολόγος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, ο οποίος έχει γράψει δύο βιβλία για τη δημοτικότητα – χαρακτηριστικό που μπορεί να είναι αποτέλεσμα τού να θεωρείται κανείς «κουλ».
Η έρευνα γύρω από την έννοια του «κουλ» δείχνει ότι η επιθυμία να θεωρείται κανείς «κουλ» είναι ιδιαίτερα έντονη κατά την εφηβεία και επηρεάζει όχι μόνο τις αγοραστικές επιλογές και τα πρότυπα θαυμασμού, αλλά και τον τρόπο που οι άνθρωποι μιλούν και το πώς διασκεδάζουν. Ωστόσο, αυτό που ευρέως θεωρείται «κουλ» μπορεί να διαφέρει από αυτό που εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε ως «κουλ». Γι’ αυτό και ο Γουόρεν και οι συνεργάτες του ζήτησαν από κάθε συμμετέχοντα να σκεφθεί πρόσωπα που ο ίδιος θεωρούσε «κουλ», σε αντιδιαστολή με πρόσωπα που θεωρούσε «καλά». Εχει ενδιαφέρον ότι, γενικά, τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με την καλοσύνη ή την προθυμία για βοήθεια αποδόθηκαν περισσότερο σε «καλούς» ανθρώπους, αλλά όχι απαραίτητα σε «κουλ».
Αξίζει η επιδίωξη;
Είναι λοιπόν το να είσαι «κουλ» ένα χαρακτηριστικό που αξίζει να επιδιώκει κανείς; Ο Γουόρεν, σχετικά με αυτό, απαντάει: «Εχω σοβαρές αμφιβολίες». Το να είσαι «κουλ», να παίρνεις ρίσκα και να επιδεικνύεις κοινωνική ωριμότητα στην εφηβεία μπορεί να σου προσφέρει δημοτικότητα σε νεαρή ηλικία. Ωστόσο, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2014 έδειξε ότι πολλοί έφηβοι που παρουσίαζαν τέτοιες συμπεριφορές δυσκολεύονταν αργότερα, στα 20 τους, εμφανίζοντας προβλήματα με το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τις διαπροσωπικές σχέσεις. «Κάνουν ολοένα και πιο ακραία πράγματα για να φαίνονται “κουλ”», λέει ένας από τους ερευνητές στους New York Times.
Για τα δημοφιλή παιδιά στο σχολείο, «το κύρος σημαίνει κυριαρχία, ορατότητα, προσοχή», λέει ο Πρίνσταϊν. Ωστόσο, προσθέτει, αυτό που συμβάλλει πραγματικά στη μακροπρόθεσμη επιτυχία είναι το πόσο αγαπητός είσαι. «Ακόμη και το πιο “ξενέρωτο” παιδί θα τα καταφέρει, αρκεί να έχει τουλάχιστον έναν στενό φίλο», συμπληρώνει. Ισως το να είσαι «κουλ» –ιδίως στη συγκαταβατική, περιφρονητική εκδοχή του τύπου «too cool for school» (με επιδεικτική αποστασιοποίηση και υπεροψία)– να μην είναι τελικά τόσο σημαντικό όσο φαίνεται.

