«Πέρασε» το πιο επίμαχο φορολογικό νομοσχέδιο στην πρόσφατη πολιτική ιστορία των ΗΠΑ. Αφού «νίκησε» πριν απ’ όλους το κόμμα του. Οδήγησε σε «συνθηκολόγηση» media-κολοσσούς και πανεπιστήμια-σύμβολα. «Επιβλήθηκε» ακόμη και στον Eλον Μασκ. Eξι μήνες μετά την εκλογή του, η Αμερική κινείται στον αστερισμό του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιδίδεται σε μια θεαματική παράσταση επίδειξης ισχύος. Ορόσημο οι ενδιάμεσες εκλογές του 2026, όπου θα κριθούν τα αποτελέσματα του blitzkrieg που έχει εξαπολύσει ο Αμερικανός πρόεδρος στις ΗΠΑ.
Το «Big Beautiful Bill» είναι πλέον νόμος. Το φορολογικό νομοθέτημα του Ντόναλντ Τραμπ θεωρείται ότι από τη μια πλευρά ευνοεί τα υψηλά εισοδήματα με φοροαπαλλαγές και από την άλλη πλήττει το κοινωνικό δίχτυ προστασίας με περικοπές. Εξ ου και είναι αντιδημοφιλές ακόμη και στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος – διαφωνούντες γερουσιαστές του οποίου δηλώνουν ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιοι, γνωρίζοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν ούτως ή άλλως «ξοφλημένοι» από τον Τραμπ.
Πανηγυρισμοί
Η υπερψήφιση του νομοσχεδίου το απόγευμα της Πέμπτης και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων –πριν από την προθεσμία της 4ης Ιουλίου που είχε αυθαίρετα θέσει ο Τραμπ– συνιστούσε όχι μόνο μια μεγάλη νίκη για τον ίδιο, αλλά, όπως σημείωνε η Σούζαν Γκλάσερ στο New Yorker, «μια επίδειξη της “ωμής” δύναμης που ασκεί πάνω στο σημερινό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα». Το βράδυ της Τετάρτης, όταν για μερικές ώρες φαινόταν πως μια χούφτα δύσπιστων Ρεπουμπλικανών στη Βουλή ίσως είχε τις ψήφους να εμποδίσει τη συζήτηση του μέτρου, ήταν ο ίδιος ο Τραμπ που απαίτησε προσωπικά να κάνουν πίσω – και το πανηγύρισε μόλις συμμορφώθηκαν. «Το MAGA δεν είναι ευχαριστημένο», προειδοποίησε στον λογαριασμό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πριν ξημερώσει, η νίκη ήταν δική του και η Βουλή είχε ψηφίσει υπέρ του κανονισμού που θα διέπει τη συζήτηση του νομοσχεδίου. «Τι υπέροχη νύχτα ήταν», έγραψε το πρωί της Πέμπτης.
Ως ορόσημο πλέον κρίνονται οι ενδιάμεσες εκλογές του 2026, όπου θα κριθούν τα αποτελέσματα του blitzkrieg που έχει εξαπολύσει ο Αμερικανός πρόεδρος στις ΗΠΑ.
Για να αποτυπώσει την καθολική κυριαρχία του Τραμπ στο κόμμα του, η Γκλάσερ επικαλείται το παράδειγμα του Ρεπουμπλικανού της Καλιφόρνιας, Ντέιβιντ Βαλαντάο. Ο Βαλαντάο εκπροσωπεί μια εκλογική περιφέρεια όπου σχεδόν το 70% των κατοίκων βασίζεται στη βοήθεια του κράτους για την υγειονομική του περίθαλψη. Το Σάββατο ο Βαλαντάο εξέδωσε μια δήλωση που έμοιαζε κατηγορηματική – επέμενε ότι θα ψήφιζε «όχι» εάν οι πιο εκτεταμένες περικοπές στη δημόσια περίθαλψη από τη Γερουσία διατηρούνταν στο τελικό νομοσχέδιο. Ωστόσο, όταν όντως διατηρήθηκαν, αυτός ψήφισε «ναι». «Η βασική αρχή για την κατανόηση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στην εποχή του Τραμπ είναι η εξής: όταν τίθεται ζήτημα επιλογής ανάμεσα στον Τραμπ και στις αρχές ενός βουλευτή –ακόμη και στις πιο ένθερμα διακηρυγμένες–, ο Ρεπουμπλικανός επιλέγει τον Τραμπ», σημειώνει η Γκλάσερ.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα του Τομ Τίλις, γερουσιαστή από τη Βόρεια Καρολίνα, που ανακοίνωσε ότι, εξαιτίας της διαφωνίας του με τις περικοπές στο πρόγραμμα Medicaid, αποσύρεται από την πολιτική και δεν σκοπεύει να διεκδικήσει στις επόμενες ενδιάμεσες εκλογές την επανεκλογή του. Ο Τίλις ήταν ένας από τους δύο Ρεπουμπλικανούς της Γερουσίας που είχαν καταψηφίσει το πακέτο του Τραμπ.

Το νομοσχέδιο –σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου– θα κοστίσει 3,4 τρισ. δολάρια, ξεκλειδώνοντας φορολογικές περικοπές και αυξάνοντας τη χρηματοδότηση για την εθνική ασφάλεια, η οποία θα καλυφθεί από τη μεγαλύτερη περικοπή στο ομοσπονδιακό δίχτυ κοινωνικής προστασίας εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ.
«Στο Tax Foundation εκτιμάμε ότι το Big Beautiful Bill θα δημιουργήσει σημαντική ανάπτυξη, αλλά με σημαντικό κόστος. Είναι σε θέση να ωθήσει μακροπρόθεσμα το ΑΕΠ κατά 1,2%, να ενισχύσει τους μισθούς κατά 0,4% και να αυξήσει τις θέσεις εργασίας κατά περίπου 938.000. Στα πλεονεκτήματα ανήκει η μόνιμη επέκταση των επενδυτικών διατάξεων από τις φορολογικές περικοπές του 2017 και το γεγονός ότι αποφεύγεται μια αύξηση φόρων στο 62% των Αμερικανών, όπως επρόκειτο να συμβεί εάν το Κογκρέσο δεν ψήφιζε φορολογικό νομοσχέδιο φέτος. Ωστόσο, το νομοσχέδιο συνοδεύεται επίσης από ένα κόστος τρισ. δολαρίων. Υπολογίζουμε ότι θα μπορούσε να προσθέσει πάνω από 2,9 τρισ. δολάρια στο έλλειμμα των ΗΠΑ τα επόμενα δέκα χρόνια. Και μεγάλο μέρος αυτού του κόστους προέρχεται από τις προσωρινές διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως η μη φορολόγηση των αποδοχών από φιλοδωρήματα ή από υπερωρίες. Πολλές από αυτές τις πολιτικές θα συνεισφέρουν ελάχιστα στην ανάπτυξη της οικονομίας, όμως παράλληλα θα περιπλέξουν σημαντικά τον φορολογικό κώδικα», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» ο Ντάνιελ Μπαν, CEO του Tax Foundation στις ΗΠΑ. Ο ίδιος αναφέρεται στις διεργασίες που εκτυλίχθηκαν στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ γύρω από το επίμαχο νομοσχέδιο: «Μια φορολογική μεταρρύθμιση είναι πάντα δύσκολη. Και συνήθως η νομοθέτηση με ένα μόνο –κυβερνών– κόμμα προκαλεί μεγαλύτερες εντάσεις απ’ ό,τι στην περίπτωση μιας διακομματικής συναίνεσης. Τα μέλη του Κογκρέσου είχαν να διαχειριστούν πολλά αιτήματα: από τα δημοσιονομικά γεράκια που ήθελαν να δουν περισσότερες περικοπές δαπανών, από τους μετριοπαθείς που ήθελαν να δουν να συνεχίζονται πολλά φορολογικά κίνητρα της εποχής Μπάιντεν για την πράσινη ενέργεια, αλλά και από τον πρόεδρο Τραμπ που ήθελε να δει μια σειρά από προεκλογικές υποσχέσεις του να υλοποιούνται – πολλές από τις οποίες αυξάνουν σημαντικά το κόστος της νομοθεσίας».
Το νομοσχέδιο, κόστους 3,4 τρισ. δολαρίων, θα αυξήσει τη χρηματοδότηση για την εθνική ασφάλεια, μέσα από τη μεγαλύτερη περικοπή στο δίχτυ κοινωνικής προστασίας εδώ και δεκαετίες.
Οι συνέπειες
Από την πλευρά του ο Χάρι Χόλτσερ, καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο Georgetown University, εκτιμά ότι πολλοί Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές ή βουλευτές ψήφισαν υπέρ του νομοσχεδίου από φόβο, επειδή θέλουν να διατηρήσουν τη δουλειά τους και να μην αντιμετωπίσουν στις προκριματικές εκλογές τον ανταγωνισμό που υποκινείται από τον Τραμπ. «Αλλά πολλοί από τους ψηφοφόρους τους πιθανότατα θα χάσουν την υγειονομική περίθαλψη ή τα επιδόματα σίτισης και θα είναι πολύ δυσαρεστημένοι με αυτό. Το ίδιο το νομοσχέδιο δεν είναι δημοφιλές. Τι θα σημαίνει αυτό γι’ αυτούς τους Ρεπουμπλικανούς και αν θα υποστούν εκλογικές ήττες ούτως ή άλλως, το 2026 ή το 2028, μένει να το δούμε», λέει ο Χόλτσερ στην «Κ».

«Συνθηκολογήσεις»
Το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ συνδιαμορφώνουν οι «συνθηκολογήσεις» σε δύο μέτωπα τα οποία είχε ανοίξει ο Αμερικανός πρόεδρος, ο οποίος κατέγραψε αντίστοιχες νίκες. Η Paramount Global, μητρική εταιρεία του CBS News, συμφώνησε να καταβάλει 16 εκατ. δολάρια για τη διευθέτηση αγωγής που είχε καταθέσει ο Ντόναλντ Τραμπ με αφορμή ρεπορτάζ του «60 Minutes» το περασμένο φθινόπωρο – κατηγόρησε την εκπομπή ότι προέβη σε παραπλανητική επεξεργασία της συνέντευξης με την Κάμαλα Χάρις για να ευνοήσει την εμφάνιση της τότε αντιπροέδρου. Συγχρόνως, το Πανεπιστήμιο Penn της Πενσιλβάνιας έστειλε επιστολές με τις οποίες ζήτησε συγγνώμη από τις κολυμβήτριες που είχαν αγωνιστεί με τη Λία Τόμας, μια τρανς πρώην φοιτήτρια που κέρδισε τον εθνικό τίτλο αγωνιζόμενη για το πανεπιστήμιο το 2022 – ύστερα από εντολή του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία έκρινε ότι μια τέτοια συμμετοχή ήταν παράνομη, κανένα πανεπιστήμιο της Εθνικής Κολεγιακής Αθλητικής Ενωσης δεν έχει επιτρέψει τη συμμετοχή σε γυναικεία αθλήματα φοιτητών-αθλητών που δεν έχουν οριστεί ως γυναίκες εκ γενετής.
Ολα αυτά τη στιγμή που η κόντρα με τον Ελον Μασκ οδηγεί σε βουτιά τη μετοχή της Tesla και ο Ντόναλντ Τραμπ δηλώνει ότι θα εξετάσει ακόμη και το ενδεχόμενο απέλασης του γεννημένου στη Νότια Αφρική μεγιστάνα. Για την ώρα, ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους προέδρους που έχουν περάσει ποτέ το κατώφλι του Λευκού Οίκου δείχνει να κερδίζει τις μάχες που επιλέγει, διαμορφώνοντας σταδιακά μια νέα πολιτική πραγματικότητα στις ΗΠΑ.

