«Nation Building»: Η Μεγάλη Χίμαιρα

Γράφουν οι Κωστής Καρποζήλος, Κωστής Κορνέτης

8' 25" χρόνος ανάγνωσης

Ο αναγκαστικός εκδημοκρατισμός

Του Κώστα Καρπόζηλου

Ο Πολ Μπρέμερ το 2003 ανέλαβε επικεφαλής της μεταβατικής, υπό συμμαχικό έλεγχο, κυβέρνησης στο Ιράκ μετά την ήττα του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο Αμερικανός διπλωμάτης στη συνέχεια έγραψε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο εστιάζοντας στον ένα χρόνο που έζησε στο Ιράκ με τον δηλωτικό υπότιτλο «The Struggle to Build a Future of Hope». Σε αυτό, ο Μπρέμερ επανέρχεται σε ένα σχήμα που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο στις τάξεις όσων υποστήριζαν την αμερικανική εισβολή και κατοχή: την αναλογία με το 1945. Σε μια χαρακτηριστική αποστροφή σημείωνε: «η ιδεολογία του Μπάαθ (…) έπρεπε να εκριζωθεί οριστικά και αμετάκλητα από την κοινωνία, όπως ακριβώς η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να εκριζώσει πλήρως τον ναζισμό από τη Γερμανία στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου». Για να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων, είναι ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η παραμονή του Μπρέμερ στο Ιράκ θεωρήθηκε τεράστια αποτυχία. Εκδιώχθηκε από τη θέση του έπειτα από ένα χρόνο με ένα πυκνό σύννεφο κατηγοριών για οικονομική κακοδιαχείριση, αυταρχικές πολιτικές και αδυναμία κατανόησης της σύνθετης πραγματικότητας του σύγχρονου Ιράκ.

Το σχήμα «όπως ακριβώς και τότε» –ο πυρήνας μιας απλουστευτικής αντίληψης της ιστορικής αναλογίας– είναι εξαιρετικά διαδεδομένο σε στιγμές κρίσης προσφέροντας είτε ένα –φαινομενικό– ερμηνευτικό πλαίσιο για την κατανόηση του τι συμβαίνει γύρω μας, είτε ένα ασφαλές σημείο αναφοράς για τη νομιμοποίηση των παροντικών επιλογών μας. Τις τελευταίες μέρες, μέσα στην ανασφάλεια του πολέμου, έχει εμφανιστεί στη δημόσια σφαίρα μια ανανεωμένη εκδοχή της ιστορικής αναλογίας. Σύμφωνα με αυτήν, η επίθεση του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια πολιτική κρίση που θα ανοίξει τον δρόμο στον εκδημοκρατισμό του. Στον εύλογο –νομίζω– αντίλογο ότι αυτή η προσδοκία –πέρα από το ότι νομιμοποιεί μια επίθεση που απειλεί την ασφάλεια του πλανήτη– προσκρούει στην πρόσφατη εμπειρία του Αφγανιστάν, της Λιβύης ή του Ιράκ επιστρατεύεται ξανά το ταλαίπωρο 1945: το παράδειγμα της Ιαπωνίας και της Γερμανίας. Αφού έγινε τότε γιατί να μη γίνει και τώρα;

Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Επειδή δεν είμαστε στο 1945. Βρισκόμαστε σε μια τελείως διαφορετική εποχή. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε την εξέλιξη των πραγμάτων δίχως κάτι στοιχειώδες: την ιστορικοποίηση, δηλαδή την κατανόηση των συνθηκών και των παραμέτρων, κάθε ιστορικής στιγμής. Ο εκδημοκρατισμός των ηττημένων τού τότε ήρθε ύστερα από μια παρατεταμένη και ανεπανάληπτη –ευτυχώς μέχρι σήμερα– εμπειρία ολοκληρωτικού πολέμου που έληξε με την ολική ισοπέδωσή τους. Η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, που προβάλλεται ως το κατεξοχήν παράδειγμα της επιτυχούς μετάβασης, ήρθε –και αυτό δεν είναι αδιάφορη λεπτομέρεια– μετά τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η διαφορά. Η κύρια έγκειται στο ότι στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποκρυσταλλώθηκε η δυναμική των ιδεών του εκδημοκρατισμού και του διεθνούς δικαίου που αποτέλεσε τον κοινό κώδικα αντιστασιακών κινημάτων, της συνεργασίας Ηνωμένων Πολιτειών, Μεγάλης Βρετανίας και Σοβιετικής Ενωσης, και της ίδρυσης του ΟΗΕ και άλλων υπερεθνικών οργανισμών. Προφανώς αυτό το σύστημα είχε κραυγαλέες αντιφάσεις, αλλά εντέλει λειτούργησε ως ένα κοινό πλαίσιο λήψης –αλλά και αξιολόγησης– αποφάσεων. Τέλος, η μεταπολεμική μετάβαση στηριζόταν στη λογική των εφαρμοσμένων κοινωνικών πολιτικών για να μην επαναληφθεί η κρίση του 1929: της καταπολέμησης της ανεργίας, του κεντρικού σχεδιασμού της ανοικοδόμησης, της ενισχυμένης θέσης των εργατικών συνδικάτων και των δυνατοτήτων πολιτικής εκπροσώπησης αυτών που είχαν πολεμήσει –είτε νικήσει είτε χάσει– στον πόλεμο.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν χαρακτηρίζει την εποχή μας. Αντί λοιπόν να ανατρέχουμε στο 1945, ίσως μπορούμε να σκεφτούμε περισσότερο την πραγματικότητα που κληροδότησαν οι στρατιωτικές επεμβάσεις της εποχής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η λογική του αναγκαστικού εκδημοκρατισμού δεν έχει να προσκομίσει ούτε ένα επιτυχημένο παράδειγμα ακόμα και με τα δικά της μέτρα. Αντίθετα, έχει να αναμετρηθεί με την άνοδο είτε σκοταδιστικών καθεστώτων είτε ψευδεπίγραφων δημοκρατιών όπου αυτά που τους ενώνουν είναι ο αυταρχισμός, η διαφθορά, οι εμφύλιες συγκρούσεις και η γενίκευση της αποσταθεροποίησης. Υπάρχει εδώ μια κρίσιμη λεπτομέρεια: τα παραπάνω στοιχεία συνυπάρχουν, αρμονικά, με την εμπέδωση ενός μοντέλου εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών που δεν υπόσχεται καν την κοινωνική διανομή του πλούτου. Η όποια κοινωνική συναίνεση εξασφαλίζεται με την εξαγορά, τον καταναγκασμό και τη βία.

Αντί να ανατρέχουμε στο 1945, ίσως μπορούμε να σκεφτούμε περισσότερο την πραγματικότητα που κληροδότησαν οι στρατιωτικές επεμβάσεις της εποχής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Συχνά στη δυτική φαντασία –εμποτισμένη από την αποικιακή εμπειρία και την πεποίθηση ότι αυτή και μόνο αυτή έχει κάθε φορά «δίκιο»– κυριαρχεί η αντίληψη ότι όλος ο πλανήτης αναμένει την άφιξη των δυνάμεων του εκδημοκρατισμού. Αυτό οδηγεί και σε μια βολική αποφυγή του ερωτήματος τι εκπροσωπούν σήμερα δυνάμεις που μιλούν μεν τη γλώσσα της «δημοκρατίας», αλλά την υπονομεύουν καθημερινά. Υπάρχει κάποιος που μπορεί να ισχυριστεί ότι ο τραμπισμός ενδιαφέρεται για τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την εξαγωγή της Δημοκρατίας; Η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση – ούτε καν το 1945. Σήμερα όμως η παγκόσμια δυναμική του πολιτικού αυταρχισμού, οι ανακολουθίες των κρατών που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την πρόοδο, η κυνική εφαρμογή του δίκιου του ισχυρότερου, αφήνουν όλο και λιγότερα περιθώρια για ιστορίες απελευθέρωσης από τα δεσμά του σκότους. Αν θέλουμε όντως να σκεφτούμε –με όλα τα προβλήματα που έχει αυτό– με όρους ιστορικών αναλογιών, η κατάσταση δεν παραπέμπει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραπέμπει στον Πρώτο. Στην εποχή και στον πόλεμο του ιμπεριαλισμού.

Αν θέλουμε να σκεφτούμε –με όλα τα προβλήματα που έχει αυτό– με όρους ιστορικών αναλογιών, η κατάσταση δεν παραπέμπει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραπέμπει στον Πρώτο.  

*Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός.


Εθνος από έξω προς τα μέσα;

Του Κωστή Κορνέτη*

Κατά τη διάρκεια της πρώτης του προεδρικής θητείας, ο Ντόναλντ Τραμπ διακήρυξε, επ’ αφορμή της συνεχιζόμενης κριτικής για την αμερικανική εμπλοκή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, ότι οι ΗΠΑ «δεν είναι εδώ για να χτίζουν έθνη, αλλά για να σκοτώνουν τρομοκράτες». Η τρομακτική αυτή φράση απηχούσε το πνεύμα απομονωτισμού που πρέσβευε ο Αμερικανός πρόεδρος και μιλούσε στην καρδιά ενός αμερικανικού κοινού που είχε κουραστεί μετά από δύο δεκαετίες στρατιωτικής εμπλοκής σε μακρινούς τόπους. Το ερώτημα όμως που αναδύθηκε ήταν το εξής: μπορείς να επέμβεις στρατιωτικά σε ένα κράτος και να αποχωρήσεις χωρίς να έχεις χτίσει κάτι που να στέκεται στα πόδια του;

Ο όρος nation-building («οικοδόμηση έθνους») που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, παράλληλα με το state-building («οικοδόμηση κράτους»), παρέπεμπε όχι απλώς στην κρατική λειτουργικότητα, αλλά σε βαθύτερες διαδικασίες που έχουν να κάνουν με την κοινωνική συνοχή και την εκπαίδευση. Σύμφωνα με το κλασικό αμερικανικό αφήγημα, η Ιαπωνία και η Γερμανία μετά το 1945 είναι δύο λαμπρά παραδείγματα επιτυχημένου nation-building. Εκεί, η δημοκρατία και οι θεσμοί την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν επιβλήθηκαν μόνο «από τα πάνω», αλλά συνοδεύτηκαν από παιδεία, οικονομική ανασυγκρότηση και ενσωμάτωση σε ένα νέο διεθνές σύστημα, παρά τον Ψυχρό Πόλεμο που είχε ήδη αρχίσει – στη γερμανική περίπτωση κυρίως μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό έγινε εφικτό γιατί προηγήθηκαν η πλήρης ήττα και η ριζική αναθεώρηση της εθνικής ταυτότητας των χαμένων, που συνοδεύτηκαν από μακροχρόνια υποστήριξη από πλευράς των νικητών.

Μισόν αιώνα αργότερα, την επαύριον της 11ης Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ φαντάστηκαν την ανασύσταση της Μέσης Ανατολής με την «εξαγωγή της δημοκρατίας» μέσω του πολέμου σε χώρες όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο συνδυασμός στρατιωτικής επέμβασης και κοινωνικής ανασυγκρότησης έγινε δόγμα. Μόνο που οι χώρες στις οποίες ενεπλάκησαν οι αμερικανικές δυνάμεις δεν υποτάχθηκαν σε αυτή την πρακτική και κυρίως σε αυτό το αφήγημα. Η ίδια «συνταγή» όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά προκάλεσε το αντίθετο αποτέλεσμα, τροφοδοτώντας ένοπλες εξεγέρσεις. Οι πολιτικοί επιστήμονες Χάρης Μυλωνάς και Κιθ Ντάρντεν κάνουν λόγο για «προμηθεϊκό δίλημμα»: Πώς μεταβιβάζεις οργάνωση και στρατιωτική ισχύ σε μια τοπική κοινωνία, χωρίς αυτή να στραφεί εναντίον σου; Σίγουρα όχι παραβλέποντας τη γεωπολιτική αστάθεια, την έλλειψη τοπικής νομιμοποίησης ή τις εθνοτικές και πολιτικές ταυτίσεις των εμπλεκομένων, επισημαίνουν οι ίδιοι.

Την επαύριον της 11/9, οι ΗΠΑ φαντάστηκαν την ανασύσταση της Μέσης Ανατολής με την «εξαγωγή της δημοκρατίας» μέσω του πολέμου. Μόνο που οι χώρες στις οποίες ενεπλάκησαν οι αμερικανικές δυνάμεις δεν υποτάχθηκαν σε αυτή την πρακτική.

Εν προκειμένω, σε αντίθεση με το success story του μεταπολεμικού σχεδίου για τη Γερμανία ή την Ιαπωνία, οι ΗΠΑ δεν επένδυσαν ούτε σε χρόνο ούτε σε κατανόηση του πολιτισμικού και κοινωνικού τοπίου στο οποίο εισήλθαν. Η στρατηγική «πρώτα η τάξη, μετά η ελευθερία» απέτυχε παταγωδώς. Το κράτος είτε μετατράπηκε σε εργαλείο διαχωρισμού, βαθαίνοντας τις τοπικές διαμάχες, είτε παρέμεινε δυσλειτουργικό. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν η ριζική απώλεια εμπιστοσύνης των ίδιων των πολιτών προς το εν λόγω κράτος και τους όποιους θεσμούς του. Οταν το nation-building γίνεται μέσο επιρροής και όχι δημοκρατικής συμμετοχής, χάνεται η εμπιστοσύνη – το κατεξοχήν εργαλείο διάσωσης μιας μεταπολεμικής κοινωνίας. Ενα έθνος, εξάλλου, δεν χτίζεται μέσα σε μία δεκαετία: είναι γενεακή υπόθεση, όπως σημειώνει ο Μυλωνάς.

Η αποτυχία του nation-building όμως δεν είναι μόνο επιχειρησιακή – είναι βαθιά ηθική και πολιτική. Ποιο είναι το δικαίωμα ενός τρίτου να οικοδομήσει το έθνος «άλλων»; Και ποια αφήγηση θα επιβάλει ως «εθνική»; Η πίστη στο κράτος, οι θεσμοί, η κοινή αφήγηση και η αίσθηση συμμετοχής δεν μεταφέρονται ούτε με όπλα ούτε με χρηματοδοτήσεις υποδομών. Nation-building χωρίς τοπική νομιμοποίηση, χωρίς χρόνο, χωρίς σεβασμό στις υπάρχουσες ταυτότητες είναι καταδικασμένο όχι απλώς να αποτύχει, αλλά να χειροτερέψει την κατάσταση. Δεν είναι λίγες οι φορές που πολιτικές ένταξης ή «εκδυτικισμού» μέσω στρατού ή γραφειοκρατίας, αντί να δημιουργήσουν εθνική ταυτότητα, παρήγαγαν φανατισμό, αντίδραση και τελικά διάλυση.

Οταν ένας άλλος Αμερικανός πρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωνε την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021, έβαζε τέλος σε μια εποχή. Οχι μόνο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», αλλά και της ίδιας της έννοιας του nation-building. Για πολλούς, αυτό υπήρξε το νεκροταφείο της απόπειρας οικοδόμησης ενός έθνους «από τα έξω». Σήμερα, με αφορμή τον πρόσφατο αμερικανικό βομβαρδισμό του Ιράν, το ερώτημα επιστρέφει. Θα μπορούσε αυτό να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή για τη χώρα –ένα nation– ή έστω state-building, μακριά από τα θεοκρατικά πρότυπα του υπάρχοντος ιρανικού έθνους; Η αλήθεια είναι πως και τώρα όπως και τότε η εμμονή στην εξαγωγή θεσμών και αξιών συγχέει την ανασυγκρότηση με τον ηγεμονικό ανασχεδιασμό. Το έθνος δεν χτίζεται από έξω προς τα μέσα. Χτίζεται από τη μνήμη, την παιδεία και τη συμμετοχή. Γιατί αλλιώς δεν χτίζεις ούτε έθνος ούτε κράτος. Σπέρνεις την επόμενη κρίση.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT