«Επαρκή, ρεαλιστικό και συμβατό με το κράτος πρόνοιας», χαρακτήρισε ο Ισπανός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ τον στόχο του 2% για στρατιωτικές δαπάνες, εκφράζοντας ανοιχτά τη διαφωνία του με αυτόν του 5%, όπως τέθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη.
Εν τέλει, με επίκληση «στη μακροπρόθεσμη απειλή της Ρωσίας» και κατόπιν πιέσεων της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, οι σύμμαχοι υιοθέτησαν κοινή ανακοίνωση –ομολογουμένως πολύ μικρότερη σε μέγεθος συγκριτικά με το παρελθόν– στην οποία «δεσμεύονται να επενδύουν έως το 2035 το 5% του ΑΕΠ τους ετησίως σε βασικές αμυντικές ανάγκες καθώς και σε δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα και την ασφάλεια».
Παρ’ όλα αυτά, η αρνητική στάση του Σάντσεθ στον στόχο για εκτόξευση των αμυντικών δαπανών την προσεχή δεκαετία, προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του Τραμπ, ο οποίος απείλησε ανοιχτά τη Μαδρίτη ότι θα την αναγκάσει «να πληρώσει τα διπλάσια» σε δασμούς προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ισπανός πρωθυπουργός χαρακτήρισε την απειλή του Τραμπ «άδικη» και επισήμανε ότι οι εμπορικές συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης πραγματοποιούνται από την Κομισιόν.

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, κριτική για την ισπανική θέση υπήρξε και από άλλα κράτη, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης. «Εάν μια χώρα λάβει εξαίρεση, αυτό μπορεί να ισχύσει και για άλλες. Πώς μπορούν οι ηγέτες να υπερασπιστούν το 5% αφού επιστρέψουν στην πατρίδα τους, αν πολλές χώρες εξαιρεθούν;», δήλωσε πριν από μερικές ημέρες ο Γκιντριμάς Τζεγλινσκάς, πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας και Αμυνας στο κοινοβούλιο της Λιθουανίας και πρώην αξιωματούχος του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, κανείς δεν καταφέρθηκε εναντίον του κεντροαριστερού Σάντσεθ με τέτοια ένταση όπως ο Τραμπ, καθώς οι περισσότεροι αξιωματούχοι φαίνεται ότι περίμεναν πως ο Ισπανός πρωθυπουργός θα δεχθεί τελικά το κοινό ανακοινωθέν, ακόμα κι αν διαφωνεί. Η συντηρητική Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, για παράδειγμα, η οποία υιοθέτησε το 5% του Τραμπ (οι σημερινές δαπάνες της Ιταλίας για την άμυνα δεν ξεπερνούν το 1,5%) παρά την εύθραυστη οικονομική κατάσταση της χώρας της, χαμογέλασε όταν ρωτήθηκε γιατί δεν αντέδρασε στην εκτόξευση των δαπανών όπως ο Σάντσεθ. «Στην πραγματικότητα, ο Σάντσεθ έκανε ό,τι και η Ιταλία: υπέγραψε», σχολίασε.
Ενα μάλλον ανέφικτο 5%
Με βάση τα προαναφερθέντα, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί κράτη με υψηλά ελλείμματα και χρέος, πολλά από τα οποία δεν έχουν γεωγραφική εγγύτητα με τη «μακροπρόθεσμη απειλή» της Ρωσίας όπως διατυπώνεται στο κοινό ανακοινωθέν, δέχτηκαν χωρίς αντίδραση τον στόχο του 5% έως το 2035 για όλα τα μέλη. «Εάν είχαμε αποδεχθεί το 5%, η Ισπανία θα έπρεπε να διαθέσει επιπλέον 300 δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα μέχρι το 2035. Από πού θα προέρχονταν αυτά τα χρήματα; Από περικοπές στην υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση», εξήγησε ο Ισπανός πρωθυπουργός.
«Δίνουν έμφαση σε ποσοστά έναντι των απόλυτων δαπανών. Τα ποσοστά αποτελούν έναν πολιτικά βολικό στρογγυλό αριθμό που επιλέχθηκε για την απλότητά του και όχι για τη σημασία του».
Σπάζοντας -έστω και ρητορικά- τη φαινομενική ομοφωνία του ΝΑΤΟ, ο Σάντσεθ ανέδειξε ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό της συμμαχίας: τη διαφορά μεταξύ των στόχων που θέτει (το 5% στην προκειμένη περίπτωση) και των πραγματικών δυνατοτήτων και διαθέσεων. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την Caisse des Dépôts ξεκαθαρίζεται, για παράδειγμα, ότι η γαλλική αμυντική βιομηχανία «δεν είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις ανάγκες του επανεξοπλισμού των κρατών του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα να διατηρήσει τη θέση της ως δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αμυντικού υλικού παγκοσμίως».
Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν παραδεχθεί ότι το 5% είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί έως το 2035, ωστόσο, φαίνεται πως το αποδέχτηκαν ως στόχο πιθανώς για να ικανοποιήσουν έστω και βραχυπρόθεσμα την κυβέρνηση Τραμπ. Σύμφωνα με πηγές των Financial Times, ορισμένα μέλη της συμμαχίας θεώρησαν ότι η Ισπανία θα μπορούσε να είχε αποδεχθεί αθόρυβα την ασάφεια και τα μακρά χρονοδιαγράμματα που τίθενται δήλωσης της Συνόδου Κορυφής καθώς αυτά τα χαρακτηριστικά αποδυναμώνουν το εφικτό του στόχου για την απότομη εκτόξευση των στρατιωτικών δαπανών.
«Θα προχωρήσουμε σε μια νέα αναθεώρηση το αργότερο μέχρι το 2029 και η Ισπανία θα διαπιστώσει αν μπορεί να τηρήσει τις υποσχέσεις της με λιγότερες δημοσιονομικές δαπάνες», δήλωσε μετά τη Σύνοδο ο Γερμανός καγκελάριος, Φρίντριχ Μερτς, μεταθέτοντας ουσιαστικά το θέμα για το μέλλον.
Στα «χαρτιά» ο στόχος του 2014
Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που το ΝΑΤΟ θέτει στόχους που είτε αδυνατεί να πιάσει, είτε ως συνειδητή πολιτική τα κράτη-μέλη επιλέγουν να μην επιτύχουν για δημοσιονομικούς, κοινωνικούς ή και γεωπολιτικούς λόγους.
Ο μέχρι πρόσφατα υφιστάμενος στόχος των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ είχε συμφωνηθεί στη Σύνοδο Κορυφής της Ουαλίας το 2014 με ορίζοντα το 2024. Η δέσμευση για το 2% ήρθε τότε με φόντο την κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία στις αρχές του 2014 αλλά και την άνοδο της τρομοκρατικής οργάνωσης του ISIS στη Μέση Ανατολή. Το 2014, μόλις τρία μέλη του ΝΑΤΟ ξεπερνούσαν σε αμυντικές δαπάνες το 2%, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα.

Στα χρόνια μετά τη Σύνοδο της Ουαλίας, ο αριθμός των κρατών που έφτασαν το 2% αυξήθηκε ελάχιστα παρά την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ από το 2016 όπου επιχειρήθηκε επίσης πίεση για αύξηση αμυντικών δαπανών. Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2018, ο Τραμπ χαρακτήρισε τους συμμάχους του ΝΑΤΟ ως «παραβάτες» ζητώντας όχι 2% αλλά 4% του ΑΕΠ από όλα τα μέλη για στρατιωτικές δαπάνες. Στη Σύνοδο του 2019, ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος έριξε τους τόνους ως προς τους στόχους αλλά επιτέθηκε στον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν για τις δηλώσεις του περί «εγκεφαλικά νεκρού» ΝΑΤΟ. Εκείνη τη χρονιά, μόλις επτά μέλη είχαν φτάσει τον στόχο του 2%.
Τα περισσότερα κράτη -όχι όμως όλα με βάση το ανακοινωθέν του 2014- «έπιασαν» το 2% στα χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Σε αυτό το πλαίσιο επομένως έρχεται τώρα μια κοινή δήλωση που προβλέπει αύξηση 150% στις πολεμικές δαπάνες συγκριτικά με το ποσοστό-στόχο του 2014, όταν βασικά κράτη της συμμαχίας όπως η Ισπανία, η Ιταλία και ο Καναδάς δεν αγγίζουν καν το 2%.
Πάνω από 1 τρισ. οι δαπάνες του ΝΑΤΟ
Τα τελευταία χρόνια τα κοινά ανακοινωθέντα των Συνόδων Κορυφής του ΝΑΤΟ έκαναν συνεχή αναφορά στον στόχο του 2%. Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές έχουν σταθεί επικριτικά σε αυτήν την πρακτική, εστιάζοντας περισσότερο στο τεράστιο μέγεθος των δαπανών της συμμαχίας σε απόλυτα νούμερα αλλά και στην ασάφεια των τομέων της άμυνας που είναι θεμιτό να καταλήγουν τα χρήματα.
«Δίνουν έμφαση στα ποσοστά έναντι των απόλυτων δαπανών, τα οποία μπορούν να διαστρεβλώσουν την πραγματική εικόνα της παγκόσμιας στρατιωτικής ισορροπίας. Το ποσοστό αποτελεί έναν πολιτικά βολικό στρογγυλό αριθμό που επιλέχθηκε για την απλότητά του και όχι για τη σημασία του», αναφέρεται σε ανάλυση της καναδικής δεξαμενής σκέψης Centre for International Policy Studies (CIPS).

Σε απόλυτα νούμερα, αντί για ποσοστά, ο όγκος των κονδυλίων που «ρίχνουν» οι χώρες του ΝΑΤΟ συγκριτικά με τον υπόλοιπα κράτη είναι τεράστιος. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, το 2024, το ΝΑΤΟ αντιπροσώπευε πάνω από το ήμισυ των στρατιωτικών δαπανών όλων των χωρών του πλανήτη, οι οποίες ανέρχονται σε 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια.

«Η Ρωσία θα παραμείνει ένα βασικό επιχείρημα για την αύξηση των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ. Σύντομα, οι υποστηρικτές των υψηλότερων δαπανών είναι πιθανό να μετατοπίσουν την εστίασή τους στην Κίνα. Η αμυντική βιομηχανία, η οποία επωφελείται σημαντικά από τις πολιτικές που υποστηρίζουν υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του αφηγήματος», σχολιάζει το CIPS.
Από τις «δίκαιες ανησυχίες της Ρωσίας» στη «ρωσική απειλή»
Με βάση το ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, τα μέλη της συμμαχίας στο σύνολό τους καλούνται να ανεβάσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% ως απάντηση «στις απειλές και προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας, ιδίως τη μακροπρόθεσμη απειλή της Ρωσίας για την ευρωατλαντική ασφάλεια και τη διαρκή απειλή της τρομοκρατίας».
Πώς όμως πείθονται οι σύμμαχοι –ειδικά αυτοί χωρίς γεωγραφική εγγύτητα με τη Μόσχα– για τη «ρωσική απειλή», όταν ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφραστεί ουκ ολίγες φορές με θέρμη για τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τη ρωσική πολιτική στην ανατολική Ευρώπη;
Ο Αμερικανός πρόεδρος, αν και το τελευταίο διάστημα έχει προβεί σε πιο επικριτικές δηλώσεις, στο πρόσφατο παρελθόν έχει χαρακτηρίσει τον Πούτιν «ιδιοφυή» όσον αφορά την εισβολή στην Ουκρανία και έχει καυχηθεί επανειλημμένα για την «πολύ καλή σχέση» που έχει με τον Ρώσο πρόεδρο. Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, απευθυνόμενος στον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο Τραμπ υποστήριξε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ξεκίνησε από το Κίεβο και όχι τη Μόσχα: «Είσαι εκεί για τρία χρόνια. Επρεπε να το είχες τελειώσει. Δεν έπρεπε ποτέ να το ξεκινήσεις. Θα μπορούσες να είχες κάνει μια συμφωνία», είπε χαρακτηριστικά για να αναθεωρήσει τη δήλωση μία ημέρα μετά.
Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη ότι ο Αμερικανός πρόεδρος προβαίνει συχνά σε αμφιλεγόμενες δηλώσεις τις οποίες στη συνέχεια τροποποιεί, η πρόσφατη δήλωση του απεσταλμένου του Αμερικανού προέδρου, Κιθ Κέλογκ, σχετικά με την πολιτική επέκτασης του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη ήταν εξαιρετικά σαφής. Ερωτηθείς στα τέλη Μαΐου για δημοσίευμα του Reuters, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία επιθυμεί γραπτή δέσμευση για τη μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ώστε να συμπεριλάβει την Ουκρανία και άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (Μολδαβία και Γεωργία), ο Κέλογκ απάντησε ότι αυτή «είναι μια δίκαιη ανησυχία», από πλευράς της Μόσχας.
Οι ισχυρισμοί αυτοί της αμερικανικής κυβέρνησης έρχονται παράλληλα με τη συχνή αμφισβήτησή του άρθρου 5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ περί συλλογικής άμυνας που προβλέπει πως μια επίθεση σε ένα μέλος θεωρείται επίθεση σε όλα. Τον Φεβρουάριο ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι θα «ενθάρρυνε» τη Ρωσία να επιτεθεί σε κάθε μέλος του ΝΑΤΟ «που δεν πληρώνει τους λογαριασμούς του» ενώ λίγο πριν τη Σύνοδο Κορυφής δήλωσε ότι υπάρχουν «πολλές ερμηνείες» της εφαρμογής του άρθρου 5. Μία ημέρα μετά τη δήλωση αυτή ο Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύθηκε ξεκάθαρα για το άρθρο 5.
Στο κλίμα αυτό οι δυτικοί σύμμαχοι συμφώνησαν σε ένα ασαφές 5%, με ορίζοντα… το μακρινό 2035.

