Σκληρά αντίποινα σημαίνουν πλήρη εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση. Απουσία αποφασιστικής αντίδρασης σημαίνει αδυναμία που δίνει χώρο για δράση στην αντιπολίτευση. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν έθεσαν εξ ορισμού υπαρξιακά ζητήματα για το θεοκρατικό καθεστώς, το οποίο με τη χθεσινοβραδινή περιορισμένη επίθεση στην αμερικανική βάση του Κατάρ επέλεξε μια απάντηση μετρημένης έντασης ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί που επιτάσσουν οι συνθήκες.
«Αν η Τεχεράνη προβεί σε αντίποινα που θα ανατροφοδοτήσει πιο αποφασιστικές ενέργειες από την αμερικανική πλευρά, το πιθανότερο είναι οι ΗΠΑ να μετατοπίσουν την ατζέντα τους στοχεύοντας πια στην ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος. Oμως, αν το καθεστώς δεν αντιδράσει στους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, θα ενθαρρύνει τους εσωτερικούς του αντιπάλους. Γι’ αυτό και ήδη βλέπουμε σημαντική κινητοποίηση των δυνάμεων του καθεστώτος εντός του Ιράν, σε συνδυασμό με μαζική καταστολή, ως πρώτο βήμα. Υστερα από αυτό, ο ανώτατος ηγέτης Χαμενεΐ θα πρέπει να δει πώς θα αντιδράσει, αλλά νομίζω κάποιο είδος απάντησης σίγουρα επίκειται. Θα χάσει τεράστια ιδεολογική αξιοπιστία εάν δεν πράξει τίποτε», έλεγε στην «Κ» διπλωματικός σύμβουλος στην Ουάσιγκτον πριν από την επίθεση στο Κατάρ.
Η ιρανική πλευρά ούτως ή άλλως υποστήριξε ότι τα αμερικανικά πλήγματα στις πυρηνικές εγκαταστάσεις της δεν προκάλεσαν τη ζημιά την οποία επικοινωνεί ο Λευκός Οίκος, παράμετρος η οποία πράγματι τίθεται υπό διερεύνηση, υπό την έννοια ότι πρακτικά δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς με ακρίβεια τι ζημιά προκάλεσαν οι βόμβες και τι ποσοστό της πυρηνικής ικανότητας είχε ενδεχομένως μεταφερθεί σε άλλα σημεία.
Συνεπώς, αυτή η γκρίζα ζώνη πληροφόρησης πρόσφερε κατά μία έννοια τη δυνατότητα στην Τεχεράνη να αποφασίσει μέτριας έντασης αντίποινα με βάση το αφήγημα ότι παραμένει ζωντανή η προοπτική του πυρηνικού της προγράμματος· ιδίως αν ληφθεί υπόψη η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων για το Ιράν, όπως την αντιλαμβάνονται γεωπολιτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ: «Πρώτα η ενδυνάμωση και θωράκιση του καθεστώτος στο εσωτερικό, ύστερα η επανενεργοποίηση της διαδικασίας για την απόκτηση πυρηνικής ικανότητας και μετά τα αντίποινα».
Σημειωτέον, παράλληλα με την αντιπολίτευση η οποία θα επιδιώξει να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία, λειτουργούν και δυνάμεις οι οποίες τώρα συσπειρώνονται γύρω από το καθεστώς δυσχεραίνοντας την ανατροπή του. «Το Ιράν δεν είναι Συρία», τονίζουν με νόημα αυτές τις ώρες παρατηρητές των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κέρδιζε εξ αρχής έδαφος το σενάριο της ιρανικής επίθεσης σε αμερικανικές βάσεις της αραβικής χερσονήσου ή του Ιράκ, στα πρότυπα των ιρανικών αντιποίνων το 2020 μετά τη δολοφονία του στρατιωτικού ηγέτη Σουλεϊμανί από αμερικανικό χτύπημα. Eνας περιορισμένος αριθμός πυραύλων σε αμερικανικές βάσεις –σε σημεία όπως το Μπαχρέιν, το Ιράκ, το Κουβέιτ, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα– θα επέτρεπε -όπως και έκανε- στις αμερικανικές δυνάμεις να βγουν σχετικά αλώβητες, ιδίως από τη στιγμή που ανέμεναν ήδη τα αντίποινα – είχαν μάλιστα ενημερωθεί εκ των προτέρων, απομακρύνοντας τα στρατεύματα από την περιοχή και ενισχύοντας τα αντιπυραυλικά τους συστήματα.
Σε αντίθετη περίπτωση, μια καταιγιστική πυραυλική επίθεση της Τεχεράνης στις αμερικανικές βάσεις, η οποία θα οδηγούσε σε σημαντικές απώλειες, θα ενέπλεκε τις ΗΠΑ σε μια πιο παρατεταμένη σύγκρουση –στην πραγματικότητα σε πόλεμο– με το Ιράν.
Σε ό,τι αφορά το σενάριο των αντιποίνων που θα στοχεύουν σε οικονομικές επιπτώσεις, πρόκειται για τον διασκορπισμό του στόλου των μικρών σκαφών του Ιράν για τη διατάραξη της διέλευσης στα Στενά του Ορμούζ, με κατάληξη τον αποκλεισμό της δραστηριότητας, που αντιστοιχεί έως και στο 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου. Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, η εμπλοκή του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ θα ήταν εξόχως πιθανή. Oμως, ούτως ή άλλως, οι χώρες που θα υπέφεραν περισσότερο από μια αντίστοιχη ενέργεια θα ήταν η Κίνα ως ο βασικός αγοραστής του ιρανικού πετρελαίου και κατ’ επέκταση το ίδιο το Ιράν. Γι’ αυτό και οι αγορές τιμολογούν μέχρι στιγμής με σχετική ψυχραιμία το συγκεκριμένο ρίσκο.
Η αισιόδοξη εκδοχή θα ήταν φυσικά να αποδεχθεί το Ιράν, έστω και τώρα, μια συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Κάθε άλλη εξέλιξη ενισχύει σαφώς τον κίνδυνο της αστάθειας στην περιοχή. Στον βαθμό που η σύγκρουση θα αποδειχθεί παρατεταμένη, οι ΗΠΑ θα υποχρεωθούν να επικεντρωθούν ακόμη μια φορά στη Μέση Ανατολή –ήδη το κάνουν– κόντρα στις εισηγήσεις για μετατόπιση του γεωπολιτικού τους ενδιαφέροντος στην Ασία. Η Κίνα από την πλευρά της θα ζημιωθεί κατά βάση για εμπορικούς και οικονομικούς λόγους από τις εντάσεις.
Η Ρωσία θα είναι ίσως ο μεγάλος κερδισμένος, εφόσον θα έχουν αυξηθεί οι τιμές του πετρελαίου –βασική πηγή εισοδήματος για τη ρωσική οικονομία– και θα έχει αποσπαστεί περαιτέρω η προσοχή των ΗΠΑ από το μέτωπο της Ουκρανίας.

