Σε μια από τις πιο κρίσιμες καμπές της προεδρίας του, ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει πιστός στην πιο σταθερή του ταυτότητα: αυτήν του απρόβλεπτου ηγέτη.
Αντιμέτωπος με την πιθανότητα ενός πολέμου με το Ιράν, ο Αμερικανός πρόεδρος εναλλάσσεται ανάμεσα σε σκληρές προειδοποιήσεις και προτάσεις διαπραγμάτευσης – χωρίς να αποκαλύπτει αν σκοπεύει να προχωρήσει σε στρατιωτική δράση ή να επιδιώξει μια στρατηγική συμφωνία.
«Μπορεί να το κάνω, μπορεί και όχι. Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνω», απάντησε ο Τραμπ όταν ρωτήθηκε αν έχει αποφασίσει να πλήξει στρατιωτικά το Ιράν.
Ηταν μια από τις πολλές δηλώσεις του την Τετάρτη που άφησαν τα ενδεχόμενα ανοιχτά, δημιουργώντας ένα μείγμα αποτροπής και ασάφειας.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι το Ιράν «μπήκε σε μπελάδες» και τώρα θέλει να διαπραγματευτεί – φέρεται μάλιστα να πρότεινε να επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο.
Αργότερα την ίδια μέρα, μίλησε για πιθανή πτώση του ιρανικού καθεστώτος («οτιδήποτε μπορεί να συμβεί»), για συνεδρίαση στη «War Room» («ή Situation Room), αλλά αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε σαφή απάντηση: «Προτιμώ να παίρνω τις τελικές αποφάσεις ένα δευτερόλεπτο πριν χρειαστεί. Γιατί ειδικά στον πόλεμο, όλα αλλάζουν. Μπορεί να πας από το ένα άκρο στο άλλο. Ο πόλεμος είναι πολύ κακός».
Ανάμεσα στον διαμεσολαβητή και τον τιμωρό
Η στάση Τραμπ αντικατοπτρίζει την προσωπική του μέθοδο διακυβέρνησης, περισσότερο παρά ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο.
«Η πολιτική έρχεται από την κορυφή. Ο πρόεδρος είναι ισχυρός, αλλά και ασυνεπής. Αυτό καθιστά δύσκολο να είσαι αντίπαλος, σύμμαχος ή πολίτης», σχολίασε ο διπλωμάτης και πρόεδρος ε.τ. του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, Ρίτσαρντ Χάας.
Ο Τραμπ φέρεται να επέστρεψε πρόωρα από τη σύνοδο της G7 στον Καναδά, είτε για να παρακολουθήσει στενά την κατάσταση είτε επειδή ένιωσε ότι είχε ολοκληρώσει την αποστολή του.
Οι σύμβουλοί του επιμένουν ότι βασικός του στόχος παραμένει η αποτροπή απόκτησης πυρηνικού όπλου από το Ιράν, όμως δεν είναι σαφές αν ο ίδιος θεωρεί τη στρατιωτική εμπλοκή αναγκαία ή αποτρεπτική.
Η σύγχυση εντείνεται από τις δηλώσεις του ίδιου: «Θα τα είχατε καταφέρει, θα είχατε χώρα», είπε απευθυνόμενος στην ιρανική ηγεσία, την οποία κατηγόρησε ότι καθυστέρησε να διαπραγματευτεί.
«Είναι λυπηρό να το βλέπεις. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο».
Πίσω από την απειλή, η εικόνα του ισχυρού
Η στρατηγική Τραμπ δεν απέχει πολύ από προηγούμενες του κινήσεις. Θυμίζει τη στοχευμένη επίθεση στη Συρία το 2017, με 59 πυραύλους, σε απάντηση για χρήση χημικών όπλων.
Ηταν η ενσάρκωση της εικόνας ενός προέδρου που «δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη», όπως δήλωσε τότε: «Ολοι ήξεραν να μην τα βάζουν με την Αμερική».
Αλλά τώρα, καθώς ζητά από την Τεχεράνη «άνευ όρων παράδοση» και χαρακτηρίζει τον ανώτατο ηγέτη του Ιράν «εύκολο στόχο», αυξάνει τον πήχυ της σύγκρουσης, δυσκολεύοντας οποιοδήποτε άνοιγμα για διπλωματία.
«Αν θέλει διπλωματική λύση, δεν βοηθάει το να αναρτά τέτοια πράγματα στα social media», σχολίασε ο Χάας. «Θα άφηνα να μιλήσουν οι ενέργειες του Ισραήλ και η αμερικανική αποτροπή, και θα παρουσίαζα μια σκληρή, αλλά ρεαλιστική πρόταση για αποπυρηνικοποίηση».
Το μάθημα του Ομπάμα, η σκιά του 2016
Ο Τραμπ επανειλημμένα χρησιμοποιεί την «κόκκινη γραμμή» του Μπαράκ Ομπάμα στη Συρία ως παράδειγμα αποτυχημένης αποτροπής. Η δική του στάση, όπως την προβάλλει, είναι η ακριβώς αντίθετη: αποφασιστικότητα, απρόβλεπτη ισχύς και καθαρά μηνύματα προς τους αντιπάλους. Ομως ο ίδιος έχει επίσης στηλιτεύσει για χρόνια την εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Το δίλημμα είναι υπαρξιακό και για τον ίδιο: Θέλει να μείνει στην Ιστορία ως πρόεδρος-ειρηνοποιός ή ως ηγέτης που ανέλαβε δράση για την αποτροπή ενός πυρηνικού Ιράν;
«Ο πόλεμος είναι περίπλοκος», είπε.
«Πολλά κακά πράγματα μπορεί να συμβούν. Πολλές στροφές να γίνουν. Δεν θα έλεγα ότι κερδίσαμε κάτι ακόμα. Αλλά έχουμε προχωρήσει πολύ. Θα δούμε. Η επόμενη εβδομάδα θα είναι καθοριστική. Ισως λιγότερο από μία εβδομάδα».
Washington Post

