Οι πλημμύρες της 29ης Οκτωβρίου 2024 δεν σάρωσαν μόνο γειτονιές και ζωές· σάρωσαν και την εμπιστοσύνη των κατοίκων της Βαλένθια στις τοπικές αρχές.
Με τουλάχιστον 228 νεκρούς, δεκάδες αγνοούμενους και εκατοντάδες σπίτια κατεστραμμένα, η Ισπανία δεν διερευνά απλώς πώς συνέβη μια φυσική καταστροφή τέτοιας κλίμακας. Διερευνά αν υπήρξε και ποινική αμέλεια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικαστικής έρευνας που ξεκίνησε η δικαστής Νουρία Ρουίθ Τομπάρα –η οποία είδε και το δικό της δικαστήριο να πλημμυρίζει– η ειδοποίηση του πληθυσμού έγινε πολύ αργά.
Η επίσημη ειδοποίηση κινδύνου μέσω smartphone στάλθηκε στις 8:11 μ.μ., την ώρα που η πόλη ήταν ήδη κάτω από τα νερά.
Μια ώρα νωρίτερα, άνθρωποι προσπαθούσαν να σωθούν πιασμένοι από κάγκελα παραθύρων, να ανέβουν σε στέγες αυτοκινήτων, ή να καλέσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα λέγοντας: «Δεν μπορώ να ξεφύγω, γλυκιά μου».
Η καθυστερημένη αντίδραση δεν ήταν θέμα έλλειψης πληροφόρησης. Η ισπανική μετεωρολογική υπηρεσία είχε προειδοποιήσει από τις 25 Οκτωβρίου για σφοδρή κακοκαιρία στη Μεσόγειο. Το ίδιο πρωί της πλημμύρας, στις 8:04 π.μ., έκανε έκκληση για «εξαιρετική προσοχή», προβλέποντας «ακραίο κίνδυνο».
Η Πολυτεχνική Σχολή της Βαλένθια ακύρωσε τα μαθήματα. Ομως η πολιτική ηγεσία της περιφέρειας καθυστέρησε δραματικά. Η πολιτική υπεύθυνη για τη διαχείριση εκτάκτων αναγκών, Σαλόμε Πράδας, κάλεσε την πρώτη σύσκεψη μόλις στις 5 μ.μ., τη στιγμή που οι κλήσεις στο αντίστοιχο 112 εκτοξεύονταν και τα νερά είχαν αρχίσει να κατακλύζουν χαράδρες.

Η Πράδας –πρώην γερουσιαστής, χωρίς εμπειρία σε διαχείριση κρίσεων, τοποθετημένη για να διατηρηθεί η συμμαχία του προέδρου Κάρλος Μαθόν με την άκρα Δεξιά– έχει τεθεί υπό δικαστική διερεύνηση για ανθρωποκτονία από αμέλεια.
Η ίδια δηλώνει πως οι τεχνικοί δεν της μετέφεραν εγκαίρως το εύρος του κινδύνου. Η δικαστής, ωστόσο, επισημαίνει πως οι πληροφορίες ήταν διαθέσιμες σε «αμέτρητες πηγές» και σε πραγματικό χρόνο, ακόμα και από την τηλεόραση, όπου δημοσιογράφοι μετέδιδαν από τις πληγείσες περιοχές ήδη στις 6 μ.μ.
Η ιστορία της 70χρονης Ντολόρες Ρουίθ έγινε σύμβολο της τραγωδίας. Σώθηκε κρατώντας για ώρες τα κάγκελα έξω από το σπίτι της, όμως είδε τον σύζυγό της και τους δύο ενήλικους γιους της να χάνονται στα νερά, ο ένας πίσω από τον άλλον, προσπαθώντας να σωθούν – πρώτα ο γιος για να σώσει τον σκύλο του, μετά ο άλλος γιος, έπειτα ο πατέρας.
«Αν είχαμε προειδοποιηθεί, θα είχαμε πάει στο σπίτι της αδελφής μου, δύο τετράγωνα πιο πέρα», λέει σήμερα η Ρουίθ, που δεν μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι της.
Εχει τοποθετήσει τις φωτογραφίες της οικογένειάς της στο τραπέζι της κουζίνας και τρώει κοιτώντας τους. «Νιώθω ζωντανή, αλλά μέσα μου είμαι νεκρή».
Η δικαστική έρευνα εξελίσσεται με ταχύτητα ασυνήθιστη για τα ισπανικά δεδομένα. Η δικαστής έχει ήδη καλέσει μάρτυρες, έχει συγκεντρώσει μηνύματα και τηλεφωνικά αρχεία, και εξετάζει αν η τραγωδία θα μπορούσε να είχε προληφθεί.
«Ολα όσα συνέβησαν, συνέβησαν μέσα σε ένα πλαίσιο σαφούς αδράνειας από τη διοίκηση», γράφει.
Η Πράδας αποπέμφθηκε έναν μήνα μετά την πλημμύρα. Ο Μαθόν, όμως, παραμένει στη θέση του, παρά τις μαζικές διαδηλώσεις και τις ευθείες κατηγορίες από ενώσεις θυμάτων ότι είναι αυτός που φέρει την πολιτική ευθύνη.
Την ώρα της πλημμύρας, ο πρόεδρος της περιφέρειας έδινε συνέντευξη Τύπου λέγοντας ότι η καταιγίδα θα κοπάσει ώς τις 6 μ.μ., και στη συνέχεια παρέμεινε σε γεύμα τριών ωρών με δημοσιογράφο.
Αν και η δικαστής τού προσέφερε τη δυνατότητα να καταθέσει, ο ίδιος δεν ανταποκρίθηκε.
Το ερώτημα που πλέον τίθεται στην Ισπανία είναι πολιτικό, κοινωνικό και νομικό: μπορεί μια δημοκρατία να καταλογίσει ποινικές ευθύνες για κρατική αδράνεια σε ακραία καιρικά φαινόμενα; Το δικαστήριο της Βαλένθια ίσως δώσει την απάντηση.
Πηγή: Washington Post

