Εξι μήνες έπειτα από την ανατροπή του Μπασάρ αλ Ασαντ, ο κλοιός των δυτικών κυρώσεων, υπό το βάρος του οποίου ζούσε επί χρόνια η Συρία, αρχίζει πια να χαλαρώνει, γεννώντας προσδοκίες όχι μόνον εντός αλλά και εκτός των συριακών συνόρων: στις τάξεις όσων θέλουν να αντιμετωπίζουν τη Συρία ως μέσο εξασφάλισης περιφερειακών κερδών και ανταλλαγμάτων.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πριν από περίπου δύο εβδομάδες την πρόθεσή του να άρει τις αμερικανικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί στη Δαμασκό επί Ασαντ, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση της άρσης των κυρώσεων κινούνται Ευρωπαϊκή Ενωση και Βρετανία.
Την περασμένη Πέμπτη, από τη Δαμασκό όπου πραγματοποίησε ιστορική επίσκεψη, ο Τομ Μπάρακ, νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία και –παράλληλα– νέος ειδικός απεσταλμένος της Ουάσιγκτον για τη Συρία, «εγκαινίασε» ένα νέο ενεργειακό ντιλ ύψους 7 δισ. δολαρίων.
«Η Συρία υπέγραψε την Πέμπτη (σ.σ.: 29 Μαΐου) μια ενεργειακή συμφωνία ύψους 7 δισ. δολαρίων με μια κοινοπραξία εταιρειών από το Κατάρ, την Τουρκία και τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλεται για την αναζωογόνηση του παραλυμένου ενεργειακού τομέα της χώρας που έχει πληγεί από τον πόλεμο. Η συμφωνία υπεγράφη στο προεδρικό μέγαρο στη Δαμασκό, παρουσία του μεταβατικού προέδρου Αχμεντ αλ Σάρα και του πρέσβη των ΗΠΑ (σ.σ.: στην Τουρκία) Τόμας Μπαράκ», γράφει το γαλλικό δίκτυο France 24. Πιο συγκεκριμένα, στην προαναφερθείσα κοινοπραξία συμμετέχουν τέσσερις εταιρείες: δύο από την Τουρκία (Kalyon GES Enerji Yatirimlari, Cengiz Enerj), μία από το Κατάρ (UCC Concession Investments) και μία από τις ΗΠΑ (Power International USA).
«Καθώς οι δυτικές κυρώσεις κατά της Συρίας χαλαρώνουν, η Τουρκία ελπίζει να μετατρέψει την οικονομική της εμπλοκή σε περιφερειακή επιρροή και να ενθαρρύνει την επιστροφή προσφύγων (σ.σ.: από την Τουρκία στη Συρία)», σημειώνει ο Μπαρίν Καγιάογλου σε ανάλυσή του στον ιστοχώρο Al-Monitor, υπογραμμίζοντας ότι η Αγκυρα θέλει να καταστεί βασικός παράγοντας της συριακής ανοικοδόμησης, με απώτερο στόχο να ενισχύσει την περιφερειακή της επιρροή.
Τουρκικές πηγές τοποθετούν το πιθανό συνολικό κόστος ανοικοδόμησης της Συρίας στα 530 δισ. δολάρια. Οπως αναφέρει ωστόσο ο Καγιάογλου, «για να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της Συρίας, η Τουρκία θα χρειαστεί φίλους (σ.σ.: χρηματοδότες) επειδή δεν είναι μια χώρα πλούσια σε κεφάλαια», ενώ και η ίδια η Συρία «δεν μπορεί να πληρώσει τον λογαριασμό, τουλάχιστον όχι σε πρώτη φάση, αφού, σε αντίθεση με το γειτονικό Ιράκ, δεν είναι τόσο πλούσια σε υδρογονάνθρακες».
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, τα αραβικά κράτη του Κόλπου, ιδίως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θα μπορούσαν –από οικονομική σκοπιά– να πρωταγωνιστήσουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας.
«Το μεγάλο παιχνίδι της Τουρκίας στη Συρία: Ανοικοδόμηση, αλλά μόνον εάν οι Αραβες του Κόλπου μπορέσουν να την πληρώσουν», γράφει ο Μπαρίν Καγιάογλου στο Al-Monitor, επικαλούμενος ως πηγή, μεταξύ άλλων, ερευνητές της τουρκικής (ερντογανικής) δεξαμενής σκέψης SETA.

