Από τον άστατο εμπορικό πόλεμο δασμών του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με την Ευρωπαϊκή Ενωση μέχρι την εξαιρετικά ασυνήθιστη παρέμβαση της υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νόεμ στις προεδρικές εκλογές της Πολωνίας, τα σημάδια δείχνουν ότι αυτή η αμερικανική κυβέρνηση όχι μόνο συνδιαλέγεται με πολύ διαφορετικό τρόπο με τους Ευρωπαίους εταίρους της απ’ ό,τι οποιαδήποτε προηγούμενη, αλλά τους αντιλαμβάνεται και με διαφορετικό τρόπο.
Δεν πρόκειται για την ψυχρή «στροφή προς την Ασία» της εποχής Ομπάμα· πρόκειται για κάτι πιο εκφοβιστικό. Η νέα προσέγγιση της Ουάσιγκτον προκαλεί ανησυχία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου πολλοί ίσως δικαιολογημένα αναρωτιούνται αν ο διατλαντισμός με τον οποίο μεγάλωσαν ανήκει πλέον στο παρελθόν.
Αυτό που διακυβεύεται για την Ευρώπη υπερβαίνει τα συγκυριακά ζητήματα: η ρήξη θέτει μια άνευ προηγουμένου πρόκληση στον τρόπο με τον οποίον οι Ευρωπαίοι φαντάζονται τον εαυτό τους και το μέλλον τους. Η διασύνδεση Ευρώπης και ΗΠΑ, που μετράει πάνω από δύο αιώνες, είναι μία από τις πιο ανθεκτικές διεθνείς σχέσεις. Κι όχι μόνο ανθεκτική, αλλά και βαθιά: κάθε πλευρά χρωστάει στην άλλη και κάθε μία τη χρησιμοποιεί ως καθρέφτη για την αυτογνωσία της. Υπήρξαν εντάσεις και ανακατατάξεις στην ισορροπία ισχύος ανάμεσά τους, όμως η πυκνότητα αυτής της κοινής ιστορίας κάνει τη σημερινή στιγμή να μοιάζει ξεχωριστή.

Οι απαρχές
Υπήρχαν αιώνες αθωότητας, όταν οι ιθαγενείς πληθυσμοί της Αμερικής αγνοούσαν την Ευρώπη, ώσπου ήρθαν οι πρώτοι άποικοι: οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως πολιτική οντότητα, αναδύθηκαν από την ευρωπαϊκή φαντασία. Οι Αμερικανοί που ίδρυσαν τη νέα πολιτεία μετά το 1776 ήταν κυρίως ευρωπαϊκής καταγωγής και οι θεσμοί τους, όσο κι αν ήθελαν να αποκοπούν από την παράδοση, είχαν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή σκέψη.
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ χρωστάει πολλά στον Διαφωτισμό της Παλαιάς Ηπείρου, ενώ οι πρώτοι αμερικανικοί νόμοι για την πολιτογράφηση βασίστηκαν σε αποικιακά βρετανικά πρότυπα, προσαρμοσμένα ώστε να εισάγουν ρητά φυλετικές προτιμήσεις υπέρ των λευκών – χαρακτηριστικό εξίσου θεμελιώδες με τη δουλεία στην αμερικανική πολιτική ζωή.
Η ανεξαρτησία της Αμερικής υπήρξε παράγωγο του μακρόχρονου ανταγωνισμού ανάμεσα στις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις: την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Και η νίκη δεν ήρθε αμέσως: η ευρωπαϊκή αποικιακή επιρροή στη Βόρεια Αμερική συνεχίστηκε και στον 19ο αιώνα, έως ότου περιοχές όπως η Φλόριντα, το Ορεγκον και η Αλάσκα εντάχθηκαν στις ΗΠΑ.

Καθώς προχωρούσε ο αιώνας, η Αμερική αποτίναξε την ευρωπαϊκή κηδεμονία και μετατράπηκε από αντίγραφο σε πρότυπο. Ο Αλέξης ντε Τοκβίλ, ίσως ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος αναλυτής του αμερικανικού πειράματος, έγραφε ότι πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχαν «πιο καθοδηγητικά διδάγματα». Οι Ευρωπαίοι συντηρητικοί έβλεπαν τον Εμφύλιο Πόλεμο ως υπενθύμιση των κινδύνων της δημοκρατίας· οι φιλελεύθεροι τον χαιρέτιζαν ως νίκη της ελευθερίας. Η Αμερική ήταν κάτι περισσότερο από πολιτικό εργαστήριο: ήταν εικόνα του ίδιου του μέλλοντος. Ο Βρετανός συνταγματολόγος Γουόλτερ Μπάτζετ χαρακτήρισε τους Αμερικανούς «έναν αληθινά σύγχρονο λαό». Εκτοτε η Αμερική έγινε για την Ευρώπη τρόπος να αυτοπροσδιορίζεται και να οραματίζεται το μέλλον της.
Παλαιός και Νέος Κόσμος
Η ιδέα ενός Παλαιού και ενός Νέου Κόσμου είναι πολύ παλαιά και χρονολογείται τουλάχιστον από την ευρωπαϊκή άφιξη στην Αμερική. Ηδη από τον 17ο αιώνα, οι γεωγράφοι χρησιμοποιούσαν αυτούς τους όρους. Μόνο αργότερα, όμως, οι Βορειοαμερικανοί –κατά τον αγώνα τους για ανεξαρτησία από το βρετανικό στέμμα– μετέτρεψαν αυτή τη γεωγραφική διάκριση σε ιδεολογική. Για πολλούς από αυτούς, η παλαιότητα των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν ένδειξη πως η Ευρώπη βρισκόταν στη «λάθος πλευρά της Ιστορίας».
Η Αμερική δεν ενσαρκώνει πλέον το μέλλον που η πλειονότητα των Ευρωπαίων θα ήθελε να μιμηθεί· οι αξίες της, οι ιστορικές αναφορές της και οι θεσμοί της μοιάζουν όλο και πιο ξένοι – η κοινωνία της, βαθιά και αθεράπευτα πολωμένη.
«Η Ευρώπη έχει γεράσει στη μωρία, στη διαφθορά και στην τυραννία», έγραφε ο Νόα Γουέμπστερ το 1778. Ο Τόμας Τζέφερσον, μετά τέσσερα χρόνια ως Αμερικανός πρέσβης στη Γαλλία, κατέληξε σε παρόμοια άποψη: «Η Ευρώπη ήταν φορτωμένη με δυστυχία», συνέδεσε, δε, το αμερικανικό συνταγματικό πείραμα με τον δρόμο προς την ανθρώπινη ευτυχία.
Με την ανεξαρτησία των δημοκρατιών της Λατινικής Αμερικής τη δεκαετία του 1820, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι άρχισαν να αναγνωρίζουν την πολιτική αντίθεση. Στην πατρίδα τους έβλεπαν την ευρωπαϊκή ήπειρο ενωμένη κάτω από την κυριαρχία συντηρητικών μοναρχών και αυτοκρατόρων που αντιτάσσονταν στη Γαλλική Επανάσταση και στην κληρονομιά του Ναπολέοντα. Κοιτάζοντας απέναντι από τον Ατλαντικό διέκριναν ένα απέραντο καταφύγιο δημοκρατικής ελευθερίας – το δυτικό ημισφαίριο. Καθιερώνοντας την ιδέα ότι ο Ατλαντικός Ωκεανός προστάτευε την αμερικανική ελευθερία από τους αντιδραστικούς ηγεμόνες, το Δόγμα Μονρόε του 1823 αποτελούσε μια προειδοποίηση προς τους Ευρωπαίους βασιλόφρονες: αφήστε τις Αμερικές στους Αμερικανούς.
Οι δρόμοι της Νέας Υόρκης υποδέχονταν πολιτικούς πρόσφυγες από την ευρωπαϊκή τυραννία· η Βοστώνη μετατράπηκε σε προπύργιο του ιρλανδικού ρεπουμπλικανισμού. Σε πόλεις της Βόρειας Αμερικής στήθηκαν αγάλματα προς τιμήν του Λάγιος Κόσουτ, του Ούγγρου πολιτικού. Ο Ιταλός Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, που αργότερα έγινε ένας από τους ήρωες της ιταλικής ενοποίησης, έβλεπε τον αμερικανικό λαό ως «το μοναδικό απόρθητο προπύργιο ενάντια στον ευρωπαϊκό δεσποτισμό».
Στο τέλος, οι μονάρχες του Παλαιού Κόσμου εγκατέλειψαν την ιδέα να εξαλείψουν την επανάσταση πέρα από τον Ατλαντικό. Καθώς οι ΗΠΑ ισχυροποιούνταν, η νεωτερικότητα μετατράπηκε σε κοινή ιστορία ανταλλαγών: ιδέες, τεχνολογία, και –πάνω απ’ όλα– άνθρωποι περνούσαν τον Ατλαντικό. Η μαζική μετανάστευση επέτρεψε στις ΗΠΑ να επεκταθούν έως τον Ειρηνικό. Ποτέ πριν, ούτε μετά δεν αποτέλεσαν οι μετανάστες τόσο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού όσο στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι ευρωπαϊκές αξίες διαμόρφωσαν την αισθητική και τα επιτεύγματα της αμερικανικής ελίτ: τα αρχιτεκτονικά στυλ, τα μουσεία, τα πανεπιστήμια ακολουθούσαν ευρωπαϊκά πρότυπα.
Ομως ο ρόλος των ΗΠΑ ως εγγυητή του παγκόσμιου δημοκρατικού μέλλοντος στις αρχές του 20ού αιώνα μόλις ξεκινούσε. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αμερική άδραξε την ευκαιρία για να αναδιαμορφώσει τον Παλαιό Κόσμο κατά την εικόνα του Νέου. Το 1919, το πρώτο πράγμα που έκανε ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον, καταφθάνοντας στην Ευρώπη, ήταν να επισκεφθεί τη Γένοβα. Ηταν η πατρίδα του Χριστόφορου Κολόμβου, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος είχε βρεθεί εκεί στην πραγματικότητα για να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα άλλο τέκνο της Γένοβας: στον Τζουζέπε Ματσίνι, θεωρητικό του εθνικισμού.
Ο Ματσίνι είχε αφιερώσει τη ζωή του σε έναν μάταιο αγώνα ενάντια στις δυνάμεις της ευρωπαϊκής απολυταρχίας· ο Γουίλσον θεωρούσε τον εαυτό του ως εκείνον που θα ολοκλήρωνε το έργο του Ματσίνι. Στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, βασιλικοί οίκοι που είχαν αντέξει αιώνες ανατράπηκαν· δημοκρατίες, συντάγματα και το κράτος δικαίου θεσμοθετήθηκαν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες φαινόταν πραγματικά πως είχαν φέρει το μέλλον στην Ευρώπη.
Η άλλη κουλτούρα
Η χώρα του Χένρι Φορντ, της μαζικής κατανάλωσης, του Χόλιγουντ και της τζαζ ενσάρκωνε για πολλούς Ευρωπαίους του Μεσοπολέμου ένα συναρπαστικά ρηξικέλευθο όραμα για την κοινωνία και την κουλτούρα. Ομως η Αμερική είχε και τους πολεμίους της. Οι σνομπ την απεχθάνονταν, αρδεύοντας ένα ρεύμα πολιτισμικής συγκατάβασης που δεν έχει ποτέ πλήρως εξαλειφθεί. Για διαφορετικούς λόγους, τη μισούσαν και οι ναζί. Ο Χίτλερ έβλεπε τις ΗΠΑ ως εμπόδιο στο δικό του όραμα για μια αυταρχική Ευρώπη υπό γερμανική κυριαρχία, αν και προέβλεπε πως στη σύγκρουση ανάμεσα στον ρατσισμό της Αμερικής –τον οποίο το ναζιστικό καθεστώς θαύμαζε– και στο ιδεώδες του «χωνευτηριού» των πολιτισμών, οι ΗΠΑ θα αποδυναμώνονταν αναπόφευκτα και θα εκφυλίζονταν.
Την ίδια στιγμή θρηνούσε για την απώλεια των εκατομμυρίων Γερμανών μεταναστών που είχαν φύγει από την Ευρώπη για να εγκατασταθούν πέρα από τον Ατλαντικό. Ενας από αυτούς, ονόματι Γιόχανες Αϊζενχάουερ από το Εσσεν, έφθασε στη Φιλαδέλφεια το 1741. Δύο αιώνες αργότερα, ένας απόγονός του θα γινόταν αρχιτέκτονας της συμμαχικής εισβολής στην Ευρώπη και στη συνέχεια πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών: ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ υπήρξε, μέσα από την ίδια του την οικογενειακή ιστορία, μια μορφή αμερικανικής απάντησης στο ναζιστικό όνειρο της φυλετικής καθαρότητας.
Ηταν όμως κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου που οι ΗΠΑ αναδιαμόρφωσαν την Ευρώπη πιο βαθιά από ποτέ. Η παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων σε καιρό ειρήνης σηματοδοτούσε ένα πρωτοφανές ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή ελευθερία. Αμερικανοί νομικοί συμμετείχαν στις δίκες εγκλημάτων πολέμου και στην αναθεώρηση ευρωπαϊκών συνταγμάτων. Διπλωμάτες σχεδίασαν τους θεσμούς της διεθνούς συνεργασίας· τεχνοκράτες αναμόρφωσαν την εργασιακή πολιτική, την πολεοδομία, ακόμη και τη διαφήμιση. Η αμερικανική επιρροή ήταν όμως ακόμη πιο διεισδυτική: ο κινηματογράφος, η μουσική, η μόδα – όλα μπήκαν στα ευρωπαϊκά σπίτια. Το γούστο αμερικανοποιήθηκε και μαζί του οι ιδέες και οι φαντασιώσεις.

Και όμως, η ροή δεν ήταν μονόδρομη: μαύροι Αμερικανοί μουσικοί της μπλουζ, όπως ο Ντιουκ Ελινγκτον και η Ζοζεφίν Μπέικερ, περιόδευαν στην Ευρώπη, βρίσκοντας στην αποδοχή των παρισινών και των λονδρέζικων κλαμπ την αναγνώριση που τους αρνείτο η φυλετικά διαιρεμένη πατρίδα τους. Ηταν κι αυτοί μέρος της γοητείας της Αμερικής – της ενέργειάς της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως πολιτική οντότητα, αναδύθηκαν από την ευρωπαϊκή φαντασία. Οι Αμερικανοί που ίδρυσαν τη νέα πολιτεία μετά το 1776 ήταν κυρίως ευρωπαϊκής καταγωγής και οι θεσμοί τους είχαν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή σκέψη.
Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Αμερική φαινόταν σχεδόν απτή για τους απλούς Ευρωπαίους. Καθώς αυξανόταν η αγοραστική τους δύναμη, οι ΗΠΑ ενσάρκωναν το μέλλον που οι Ευρωπαίοι ονειρεύονταν: η πατρίδα των νέων τάσεων στην τέχνη, στη μουσική, στις πλαστικές ύλες. Οπως το συνόψισε ο Ντέιβιντ Μπόουι, «η Αμερική έγινε για μένα χώρα-μύθος».
Η ρωσική εναλλακτική ήταν αυταρχική και δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί στην ψυχροπολεμική «αγορά του γούστου». Οι ηχογραφήσεις της Supraphon με έργα του Τσαϊκόφσκι ήταν εξαιρετικές, αλλά δεν είχαν τη γοητεία του Ελβις. Ο κινηματογράφος αποτύπωσε αυτή την άνιση αναμέτρηση. Στην ξεκαρδιστική ταινία του Κεν Ράσελ «Billion-Dollar Brain» (1967), ο Μάικλ Κέιν διεισδύει στη σοβιετική Λετονία και πέφτει σε έναν αχυρώνα, όπου βρίσκει κατάπληκτος ένα πάρτι σε πλήρη εξέλιξη: οι στρατιωτικές παρελάσεις στην τηλεόραση πνίγονται από τη φωνή των Beatles που τραγουδούν το «Hard Day’s Night» από ένα παράνομο βινύλιο.
Και υπήρξε ακόμη ένα κεφάλαιο στην αμερικανοποίηση της Ευρώπης. Πριν καν την ανάδυση ενός μονοπολικού κόσμου τη δεκαετία του 1990, ένας νέος γύρος επιβολής κανόνων από την Ουάσιγκτον αναδιαμόρφωσε τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό σχεδόν εξίσου ριζικά όσο η νίκη του 1945 είχε διαμορφώσει τους πολιτικούς θεσμούς.
Οι λέξεις-κλειδιά τώρα ήταν η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και η χρηματοοικονομικοποίηση· επίσης, η νέα διεθνής πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προωθήθηκε και αυτή από τις ΗΠΑ. Η αμερικανική εγγύηση ασφάλειας μέσω του ΝΑΤΟ επιβεβαιώθηκε: η Ανατολική Ευρώπη, απελευθερωμένη από τη σοβιετική κυριαρχία, στράφηκε προς την Ουάσιγκτον όπως ακριβώς και η Δύση μετά το 1945.
Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας διατλαντικής συνεργασίας που φαινόταν ισχυρότερη και εκτενέστερη από ποτέ – εκτεινόμενη μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. «Κοινά ηθικά πρότυπα και πεποιθήσεις μάς ενώνουν με την Ευρώπη σήμερα», είχε δηλώσει ο πρόεδρος Ρέιγκαν το 1988. «Αποτελούν την ουσία της κοινότητας των ελεύθερων εθνών στην οποία ανήκουμε».
Αντιστροφή αξιών – Το σοκ προέρχεται από την αίσθηση ιδεολογικής απαξίωσης, που απορρέει από το θέαμα μιας αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία προσεγγίζει αυταρχικούς ηγέτες και απαξιώνει δεσμεύσεις στο διεθνές δίκαιο που κατακτήθηκαν με κόπο. Αυτό που ζουν οι Ευρωπαίοι τώρα είναι μια αντιστροφή των αξιών τις οποίες πίστευαν ότι η Αμερική υπερασπιζόταν.
Σοκ διαρκείας
Το σοκ που νιώθουν σήμερα οι Ευρωπαίοι αντανακλά αυτό που μοιάζει με τη διάψευση μιας μακράς και στενής σχέσης. Βεβαίως, η σχέση αυτή έχει αμφισβητηθεί και στο παρελθόν – και από τις δύο πλευρές. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι ξένοι προς τα, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα, αμερικανικά παράπονα για την άνιση κατανομή των βαρών στο ΝΑΤΟ. Οσο για τις διαφωνίες περί δασμών, αυτές ανάγονται ήδη στα πρώτα βήματα της ίδρυσης της Κοινής Αγοράς. Οι Ευρωπαίοι κατανοούν τους λόγους πίσω από τη στροφή της Αμερικής προς την Ασία –στρατηγικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς–, μια στροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και πάνω από μία γενιά. Και είναι αυτονόητο πως, παρά τη βασική τους αφοσίωση προς τους Αμερικανούς συμμάχους τους, πάντα διατηρούσαν, σε κάποιον βαθμό, διανοητικές επιφυλάξεις απέναντί τους.
Το σοκ, ωστόσο, προέρχεται από την αίσθηση ιδεολογικής απαξίωσης, η οποία απορρέει από το θέαμα μιας αμερικανικής κυβέρνησης που προσεγγίζει αυταρχικούς ηγέτες και απαξιώνει δεσμεύσεις στο διεθνές δίκαιο που κατακτήθηκαν με κόπο. Η ρεαλπολιτίκ είναι κάτι το κατανοητό: ο Χένρι Κίσινγκερ την είχε υιοθετήσει, μιλώντας ουσιαστικά τη γλώσσα του 19ου αιώνα που οι Ευρωπαίοι κατανοούσαν.
Αυτό όμως που ζουν τώρα είναι κάτι διαφορετικό – η εκδήλωση ενός πολιτισμικού πολέμου με καθαρά αμερικανικές ρίζες, που υποδηλώνει μια αντιστροφή των αξιών τις οποίες οι Ευρωπαίοι πίστευαν ότι η Αμερική υπερασπιζόταν, και μια αμφισβήτηση της κοινής ιστορικής αντίληψης που θεωρούσαν πως μοιράζονταν. Τα μέλη της κυβέρνησης Τραμπ μπορεί να μιλούν τη γλώσσα του «δυτικού πολιτισμού» και της «ελευθερίας του λόγου», αλλά δεν πρόκειται για το ρητορικό «ψωμοτύρι» του παρελθόντος· πρόκειται για κάτι πολύ πιο ακραίο. Και ενώ ένας ημιφασιστικός χαιρετισμός μπορεί να θεωρείται ένα διασκεδαστικό τρικ για τα «κακά παιδιά» του κατεστημένου της Ουάσιγκτον, στην Ευρώπη πρόκειται για πολύ σοβαρότερο ζήτημα – όπως έδειξε η αντίδραση του Γάλλου ηγέτη της Δεξιάς, Ζορντάν Μπαρντελά, όταν ακύρωσε την ομιλία του στο συνέδριο CPAC τον περασμένο Φεβρουάριο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Δομικές αλλαγές σίγουρα συμβάλλουν στην εξήγηση της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει πλέον αναδειχθεί σε σοβαρό οικονομικό αντίπαλο της Ουάσιγκτον, με εκτεταμένες αρμοδιότητες σε τομείς όπως η ρύθμιση της υγείας, η ασφάλεια των τροφίμων και η προστασία των προσωπικών δεδομένων – τομείς που θίγουν βασικά συμφέροντα ισχυρών αμερικανικών λόμπι και βιομηχανιών.
Η δέσμευσή της στο διεθνές δίκαιο αποτελεί μέρος του γενετικού υλικού της, ενώ η σύνθετη διαδικασία χάραξης πολιτικής που βασίζεται σε συμμαχίες έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη ροή προεδρικών διαταγμάτων που εκπορεύονται από το Οβάλ Γραφείο. Ωστόσο, η αντιπαλότητα είναι ένα πράγμα· η εχθρότητα κάτι εντελώς διαφορετικό. Ηδη από το 2018 ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι θεωρεί την Ε.Ε. «αντίπαλο». Η νέα του κυβέρνηση υιοθέτησε πλήρως αυτό το μήνυμα, με αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι στην Ευρώπη να βλέπουν πλέον τις Ηνωμένες Πολιτείες ως σύμμαχο.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η πλειονότητα των Αμερικανών εξακολουθεί να θεωρεί τους Ευρωπαίους φίλους. Ομως η περιφρόνηση για την Ευρώπη δεν προέρχεται από κάποια μεγάλη μεταστροφή της κοινής γνώμης, αλλά από τους μαχητές των πολιτισμικών πολέμων που έχουν σήμερα την εξουσία στην Ουάσιγκτον – γεγονός που δεν προσφέρει ιδιαίτερη παρηγοριά.
Το κυρίαρχο ρεύμα στην Αμερική ίσως δεν συμμερίζεται τις εμμονές των συντηρητικών think tanks, αλλά δεν τις απορρίπτει κιόλας: η επίθεση στην Ε.Ε. είναι απλώς προέκταση του αντι-ελιτιστικού αισθήματος που τροφοδοτεί τη σημερινή διοίκηση. Το να επιτίθενται σε συμμάχους είναι απλώς τρόπος να επιτεθούν στις παγκοσμιοποιημένες ελίτ των αμερικανικών ακτών.
Ειρωνεία της Ιστορίας
Ετσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ειρωνεία της Ιστορίας: δύο αιώνες μετά, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Είναι η Ευρώπη πλέον που εμμένει στις αξίες του Διαφωτισμού – στην ορθολογική σκέψη, στη δυσπιστία απέναντι στα οργανωμένα δόγματα και στην πίστη στη διαβούλευση. Οι ΗΠΑ διοικούνται από φορείς κοινωνικού συντηρητισμού, που οραματίζονται την επιστροφή σε παραδοσιακές αξίες βασισμένες στη δική τους αντίληψη της πίστης και της φυλής.
Μπορεί, παρ’ όλα αυτά, η Αμερική να εξακολουθήσει να προσφέρει μια πρόγευση του ευρωπαϊκού μέλλοντος; Μήπως η ευρωαμερικανική σχέση δεν πεθαίνει, αλλά απλώς εισέρχεται σε μια νέα φάση, θεμελιωμένη όχι πλέον σε κοινό φιλελεύθερο πνεύμα, αλλά σε μια κοινή στροφή προς την Ακροδεξιά; Η απόκλιση των ιστορικών εμπειριών υποδηλώνει εμπόδια.
Η ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά μπορεί να καλωσορίζει την προσοχή της Ουάσιγκτον· όταν ένας Αμερικανός αντιπρόεδρος στηρίζει ανοιχτά εξτρεμιστές υποψηφίους στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, το ευνοούμενο κόμμα δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθεί – ακόμη κι αν αυτό ενέχει τον κίνδυνο του «φαινομένου Καναδά», όπου οι αμερικανικοί έπαινοι τελικά γυρίζουν μπούμερανγκ.
Χωρισμός χωρίς διαζύγιο – Είναι αυτονόητο ότι καμία πλευρά δεν έχει πολλά να κερδίσει από μια πραγματική ρήξη και μια τέτοια εξέλιξη είναι μάλλον απίθανη. Ομως, όποιο κι αν είναι το κοινό τους μέλλον, είναι μάλλον βέβαιον ότι θα μοιάζει ελάχιστα με ό,τι έχουμε γνωρίσει έως τώρα. Το «διαζύγιο» ίσως να μην ανακοινωθεί ποτέ επίσημα, αλλά ο «χωρισμός» έχει ήδη ξεκινήσει.
Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι τι πρόκειται να συμβεί όταν ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη ανέλθουν πραγματικά στην εξουσία. Η πρωθυπουργός της Ιταλίας ήδη αισθάνεται την πίεση αντικρουόμενων δεσμεύσεων· κάθε μελλοντικός ακροδεξιός ηγέτης της Γαλλίας θα τη νιώσει ακόμη πιο έντονα. Ο Βίκτορ Ορμπαν μπορεί να παίζει τον ταραχοποιό μόνον όσο η Ουγγαρία παραμένει εντός της Ε.Ε. Ενα από τα μαθήματα της Ιστορίας είναι ότι οι αυταρχικοί ηγέτες δυσκολεύονται στη διεθνή συνεργασία – ακόμη και με ιδεολογικά συγγενείς.
Οι σχολιαστές δίνουν μεγάλη σημασία στη φερόμενη αγάπη του Τραμπ για τις «συμφωνίες». Ομως οι συμφωνίες πρέπει να διαρκούν· και ποιος Ευρωπαίος πολιτικός –είτε από αριστερά είτε από δεξιά– μπορεί να εμπιστευθεί μια κυβέρνηση που φημίζεται για τις απότομες μεταστροφές της και την τάση για δημόσιες ταπεινώσεις; Εν ολίγοις, η παρούσα πολιτική του «καπιταλισμού σε μόνο μία χώρα» αφήνει ελάχιστο χώρο για τις εταιρικές σχέσεις του παρελθόντος.
Μετά δύο αιώνες στενής συμβίωσης, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται έτσι σε μια φάση αποξένωσης. Είναι αυτονόητο ότι καμία πλευρά δεν έχει πολλά να κερδίσει από μια πραγματική ρήξη – και μια τέτοια εξέλιξη είναι μάλλον απίθανη, δεδομένου του πυκνού πλέγματος σχέσεων και κοινών συμφερόντων που εξακολουθούν να τις συνδέουν. Ομως, όποιο κι αν είναι το κοινό τους μέλλον, είναι μάλλον βέβαιον ότι θα μοιάζει ελάχιστα με ό,τι έχουμε γνωρίσει έως τώρα. Το «διαζύγιο» ίσως να μην ανακοινωθεί ποτέ επίσημα, αλλά ο «χωρισμός» έχει ήδη ξεκινήσει.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, το κόστος θα φανεί στην υποβάθμιση της ήπιας ισχύος τους – εκείνης της άυλης, αλλά πραγματικής επιρροής που η σημερινή Ουάσιγκτον βιάζεται να υποτιμήσει. Για την Ευρώπη, η πρόκληση εντοπίζεται αλλού: η Αμερική δεν ενσαρκώνει πλέον το μέλλον που η πλειονότητα των Ευρωπαίων θα ήθελε να μιμηθεί· οι αξίες της, οι ιστορικές αναφορές της και οι θεσμοί της μοιάζουν όλο και πιο ξένοι – η κοινωνία της, βαθιά και αθεράπευτα πολωμένη.
«Ας κοιτάξουμε προς την Αμερική», έγραφε ο Τοκβίλ, «όχι για να αντιγράψουμε δουλικά τους θεσμούς που έχει εγκαθιδρύσει, αλλά για να αποκτήσουμε πιο καθαρή ενόραση του πολιτεύματος που θα ήταν καλύτερο για εμάς». Οι Ευρωπαίοι πρέπει τώρα να καθορίσουν το δικό τους μέλλον.
Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Columbia.

