Θεαματική πτώση, της τάξης του 50%, σημείωσαν τον περασμένο χρόνο οι μεταναστευτικές ροές στη Βρετανία, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών (ONS). Εργατικοί και Συντηρητικοί διεκδικούν ενώπιον της κοινής γνώμης τα εύσημα γι’ αυτήν την εξέλιξη, καθώς το 2024 μοιράστηκαν την εξουσία σε ίσα μέρη: μέχρι τις εκλογές της 7ης Ιουλίου κυβερνούσαν οι Συντηρητικοί με πρωθυπουργό τον Ρίσι Σούνακ, για να παραδώσουν την εξουσία σε κυβέρνηση Εργατικών υπό τον Κιρ Στάρμερ.
Η έκθεση του ONS αναφέρει ότι η καθαρή μετανάστευση (δηλαδή, ο αριθμός των ανθρώπων που εγκαθίστανται στη Βρετανία από το εξωτερικό μείον εκείνους που την εγκαταλείπουν για άλλη χώρα) περιορίστηκε σε 431.000 το 2024 έναντι 860.000 τον προηγούμενο χρόνο. Η εξέλιξη αυτή, όπως εκτιμά το Γραφείο, οφείλεται στον δραστικό περιορισμό των ανθρώπων που ήρθαν στο Ηνωμένο Βασίλειο με βίζες εργασίας ή σπουδών.
Το 2023 η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ κατέστησε δυσκολότερη την παροχή βίζας, καθώς ανέβασε τον ελάχιστο κατώτατο μισθό για τους ξένους ειδικευμένους εργάτες που αναζητούσαν θέση εργασίας στη Βρετανία. Επιπλέον, έθεσε περιοριστικούς όρους σε όσους εργάτες ή φοιτητές προσπαθούν να φέρουν μαζί τις οικογένειές τους.
Η δυσαρέσκεια μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος για την αυξανόμενη μετανάστευση των προηγούμενων χρόνων υπήρξε παράγων αποσταθεροποίησης των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και επηρέασε καταλυτικά το δημοψήφισμα για το Brexit, το 2016. Ωστόσο, παρά την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., οι μεταναστευτικές ροές δεν περιορίστηκαν, γεγονός που τροφοδότησε την άνοδο της ριζοσπαστικής Δεξιάς, που συσπειρώνεται γύρω από το Κόμμα της Μεταρρύθμισης υπό τον θεματοφύλακα του Brexit, Νάιτζελ Φάρατζ. Το κόμμα του Φάρατζ σημείωσε εκθετική αύξηση στις πρόσφατες τοπικές εκλογές και οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν δεύτερο σε πανεθνικό επίπεδο, με προοπτική να γίνει, από κόμμα διαμαρτυρίας, διεκδικητής της εξουσίας.
Ο Κιρ Στάρμερ υιοθέτησε σκληρή γραμμή στο μεταναστευτικό, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών ότι η δημογραφική γήρανση και οι ελλείψεις ειδικευμένου προσωπικού σε σειρά κλάδων καθιστούν τη βρετανική οικονομία εξαρτημένη από τη μετανάστευση και ότι η μείωση των μεταναστευτικών ροών θα οδηγήσει τη χώρα σε ύφεση. Στην προεκλογική περίοδο, ο ηγέτης των Εργατικών είχε αντιγράψει παραδοσιακά κλισέ της ξενοφοβικής Δεξιάς, λέγοντας ότι η Βρετανία κινδυνεύει να γίνει «νησί ξένων». Στις αρχές αυτού του μήνα ανακοίνωσε σειρά μέτρων για την περαιτέρω μείωση της μετανάστευσης.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης εξετάζει πρόταση για χημικό ευνουχισμό καταδικασμένων για σεξουαλικά εγκλήματα.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Κιρ Στάρμερ εμφανίστηκε προεκλογικά «σκληρός απέναντι στο έγκλημα», ακολουθώντας τη συνταγή του Τόνι Μπλερ όταν έφερε τους Νέους Εργατικούς στην εξουσία. Πρόσφατα ανακοίνωσε την πρόσληψη 13.000 επιπλέον αστυνομικών, οι οποίοι θα περιπολούν σε μόνιμη βάση σε κάθε γειτονιά αστικού κέντρου και θα αποκαταστήσουν σχέσεις συνεργασίας με τους πολίτες για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος.
Η εκστρατεία εναντίον της εγκληματικότητας πήρε άλλη τροπή χθες όταν η υπουργός Δικαιοσύνης Σαμπάνα Μαχμούντ ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να γίνουν υποχρεωτικά τα προγράμματα χημικού ευνουχισμού καταδικασμένων για σεξουαλικά εγκλήματα – προγράμματα που σήμερα εφαρμόζονται σε πιλοτική βάση. «Εξετάζω το ενδεχόμενο να γίνει υποχρεωτική αυτή η προσέγγιση. Βεβαίως, είναι ζωτικής σημασίας να συνοδεύεται από ψυχολογικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα αντιμετωπίζουν άλλες αιτίες εγκληματικής συμπεριφοράς, όπως είναι η άσκηση ισχύος και ελέγχου», είπε η υπουργός των Εργατικών.
Τα σχετικά πιλοτικά προγράμματα δοκιμάζονται σήμερα σε 20 φυλακές της Αγγλίας και ακολουθούν τα πρότυπα ανάλογων προγραμμάτων στη Γερμανία, στη Δανία και στην Πολωνία. Στους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα χορηγούνται φάρμακα που καταστέλλουν τη λίμπιντο και μειώνουν την παραγωγή τεστοστερόνης. Η συμμετοχή μέχρι σήμερα είναι σε εθελοντική βάση, αλλά από χθες άνοιξε η συζήτηση για τη μετατροπή της σε υποχρεωτική – φυσικά, μόνο για τα πιο βαριά σεξουαλικά εγκλήματα.
Το αμφιλεγόμενο μέτρο περιλαμβανόταν σε σειρά προτάσεων που επεξεργάστηκε επιτροπή υπό τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Ντέιβιντ Γκοκ για την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα. Βασικό μέλημα της επιτροπής Γκοκ ήταν η αποσυμφόρηση των φυλακών, που αδυνατούν να στεγάσουν τον αυξανόμενο αριθμό των καταδικασμένων. Μεταξύ άλλων προτείνεται να δοθεί η δυνατότητα αποφυλάκισης κρατουμένων για βίαια εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας, αφού εκτίσουν μόλις το ένα τρίτο της ποινής τους. Αν και ο Γκοκ ήταν υπουργός των Συντηρητικών, το κόμμα του αποδοκίμασε τις προτάσεις του, θεωρώντας ότι «με τη μαζική απελευθέρωση κρατουμένων που εκτίουν μικρές ποινές, ο Στάρμερ προσφέρει πρακτικά ατιμωρησία σε όσους διαπράξουν κλοπές, ληστείες και βιαιότητες».

