Κάτι παράδοξο συμβαίνει στην αμερικανική πολιτική. Τα ποσοστά δημοτικότητας του Ντόναλντ Τραμπ κατρακυλούν, αλλά οι Δημοκρατικοί αδυνατούν να επωφεληθούν. Στην τελευταία δημοσκόπηση του Fox News (διενεργήθηκε την περίοδο 18-21 Απριλίου), το ποσοστό των Αμερικανών που βλέπουν θετικά το κόμμα της αντιπολίτευσης έπεσε στο ιστορικά χαμηλό 41%, έναντι 56% που το βλέπουν αρνητικά. Για πρώτη φορά μετά μία δεκαετία στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση, μάλιστα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι πιο δημοφιλές από τους Δημοκρατικούς.
Η δημοσκοπική αυτή δυσφορία αντανακλά εν μέρει την αδυναμία του κόμματος να προβάλει μια ενιαία γραμμή κατά του Τραμπ. Μία βασική διαχωριστική γραμμή συνδέεται με τη στάση που πρέπει να τηρήσουν οι Δημοκρατικοί απέναντι στον Αμερικανό πρόεδρο.
Οταν έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση εκ παραδρομής (όπως παραδέχθηκε το υπουργείο Δικαιοσύνης) έστειλε τον Κιλμάρ Αμπρέγκο-Γκαρσία, έναν μετανάστη που είχε δικαίωμα διαμονής στις ΗΠΑ, στη διαβόητη φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Ελ Σαλβαδόρ, ορισμένα στελέχη του κόμματος έκαναν σημαία το ζήτημα. Ο γερουσιαστής του Μέριλαντ (όπου διέμενε ο μετανάστης), Κρις βαν Χόλεν, μετέβη στο Ελ Σαλβαδόρ και κατάφερε να συναντήσει τον Αμπρέγκο-Γκαρσία.
Στα χνάρια του ακολούθησαν τέσσερα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων. Σημαντικές φωνές, ωστόσο, μεταξύ των οποίων και επίδοξοι προεδρικοί υποψήφιοι όπως ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ, αντιτάχθηκαν σε αυτή την προσέγγιση. Ο Νιούσομ και άλλοι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στο ζήτημα των δασμών και στην οικονομία.
Ιστορικό χαμηλό – Στην τελευταία δημοσκόπηση του Fox News (διενεργήθηκε την περίοδο 18-21 Απριλίου), το ποσοστό των Αμερικανών που βλέπουν θετικά το κόμμα της αντιπολίτευσης έπεσε στο ιστορικά χαμηλό 41%, έναντι 56% που το βλέπουν αρνητικά.
Δεν ήταν η μόνη ηχηρή αντιπαράθεση μεταξύ ηγετικών φυσιογνωμιών του κόμματος. Στις 24 Απριλίου διέρρευσε στο Politico το «σχέδιο μάχης» της Ελίσα Σλότκιν κατά του Τραμπ. Η Σλότκιν, πρώην αναλύτρια της CIA και νυν γερουσιαστής του Μίσιγκαν, όπου εξελέγη τον Νοέμβριο παρότι η πολιτεία του βιομηχανικού Βορρά ψήφισε Τραμπ, εισηγήθηκε μεταξύ άλλων οι Δημοκρατικοί να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τον όρο «ολιγαρχία», που –θεωρεί– δεν έχει απήχηση στις μάζες.
Ωστόσο τις τελευταίες εβδομάδες, ο Μπέρνι Σάντερς και η Αλεξάντρα Οκάσιο-Κορτέζ, ο Νέστωρ και η Πασιονάρια του προοδευτικού κινήματος στις ΗΠΑ, συγκέντρωναν τεράστια πλήθη ανά τη χώρα με την περιοδεία τους υπό την ονομασία «Fighting Oligarchy». Ο Σάντερς απάντησε αιχμηρά στη συνάδελφό του στη Γερουσία. Μιλώντας στο «Meet the Press», σχολίασε ότι «ο αμερικανικός λαός δεν είναι τόσο χαζός όσο νομίζει η κ. Σλότκιν».
Απογοήτευση
«Δεν είναι ασυνήθιστο το κόμμα που χάνει τις εκλογές να βρίσκεται σε αταξία», εξηγεί στην «Κ» ο Αλεξάντερ Θεοδωρίδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο UMass/Amherst, που ειδικεύεται στην ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς. «Ενώ η πρώτη νίκη του Τραμπ κινητοποίησε τους Δημοκρατικούς, η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο προκάλεσε κατάρρευση στο ηθικό του κόμματος».
Ο Τραμπ, συνεχίζει ο Θεοδωρίδης, «είναι μια εξαιρετικά πολωτική φυσιογνωμία. Ενώ οι περισσότεροι ψηφοφόροι του στην τελευταία δημοσκόπηση του UMass δείχνουν ότι εξακολουθούν να είναι σίγουροι για την ψήφο τους, οι Δημοκρατικοί έχουν κυριευτεί από ανησυχία. Βρίσκουμε σχεδόν όλους τους Δημοκρατικούς να φοβούνται ότι ο Τραμπ θα αψηφήσει δικαστικές αποφάσεις, θα προωθήσει τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων που είναι εχθροί των ΗΠΑ, θα φυλακίσει Αμερικανούς πολίτες για τις πολιτικές απόψεις τους, θα χρησιμοποιήσει τον στρατό για να καταστείλει ειρηνικές διαμαρτυρίες, θα επιδιώξει ακόμη και μια τρίτη θητεία. Και αισθάνονται ανίσχυροι να τον σταματήσουν».
Πώς εξηγεί την αδυναμία των Δημοκρατικών να καταλήξουν σε μια αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης του Τραμπ; «Ο Τραμπ έχει αποδειχθεί ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος, επειδή πλημμυρίζει το πεδίο με αμφιλεγόμενες ενέργειες και χάος. Είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει μια σταθερή αντιπολιτευτική γραμμή όταν πρέπει συνεχώς να αντιδρούν στο σκάνδαλο ή στην εξωφρενική δήλωση της ημέρας. Επιπλέον, δεν βοηθά το γεγονός ότι, όντας μειοψηφία τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία, οι ηγέτες των Δημοκρατικών δεν έχουν την εξουσία να τον περιορίσουν».
Ολική κατάρρευση – «Ενώ η πρώτη νίκη τουΤραμπ κινητοποίησε τους Δημοκρατικούς, η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο προκάλεσε κατάρρευση στο ηθικό του κόμματος», εξηγεί στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής
Επιστήμης στο UMass/ Amherst, Αλεξάντερ Θεοδωρίδης
Αλλά, προσθέτει ο καθηγητής του UMass/Amherst, «υπάρχει επίσης πραγματική διχογνωμία σχετικά με τη σωστή στρατηγική. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η καλύτερη επιλογή είναι να αφήσουν τον Τραμπ να συνεχίσει να εκτίθεται με τις υπερβολές του και να το εκμεταλλευθούν αυτό εκλογικά ανακτώντας τον έλεγχο της Βουλής το 2026. Αλλοι προτιμούν μια πιο ενεργή αντίσταση».
Το φάντασμα του Μπάιντεν
Την περασμένη εβδομάδα, εν τω μεταξύ, αναβίωσαν τα πάθη για τους χειρισμούς του κόμματος σχετικά με την κατάσταση της υγείας του Τζο Μπάιντεν, που οδήγησε στην τραγική εμφάνιση του debate του περασμένου Ιουνίου και στην αντικατάστασή του ως υποψηφίου από την Κάμαλα Χάρις (και που σφράγισε, στα μάτια πολλών, την ήττα των Δημοκρατικών).
Αφορμή ήταν η κυκλοφορία του βιβλίου των δημοσιογράφων Τζέικ Τάπερ και Αλεξ Τόμσον («Original Sin: President Biden’s Decline, Its Cover-Up, and His Disastrous Choice to Run Again», Penguin. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ένας κλειστός κύκλος συγγενών και στενών συνεργατών του τέως προέδρου, τον οποίον ονομάζουν «Πολιτμπιρό», όχι μόνο αρνούνταν τα έκδηλα σημάδια της εξασθένησής του, αλλά «προστάτευαν» και τον ίδιο τον πρόεδρο από πληροφορίες σχετικές με την κατάστασή του. «Ολα γίνονταν πιο σύντομα», γράφουν οι Τάπερ και Τόμσον, «οι ομιλίες [του προέδρου], οι παράγραφοι, ακόμη και οι προτάσεις. Το λεξιλόγιο περιορίστηκε».
Και όμως, σχεδόν ποτέ ο Μπάιντεν δεν ήρθε αντιμέτωπος με αποδείξεις ότι έχανε τη μάχη ή ότι το κοινό είχε αποφασίσει πως ήταν ακατάλληλος για την προεδρία. Μάλιστα, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος είχε αρχίσει να αποσταθεροποιείται ήδη από το 2015, οπότε έχασε τον γιο του, Μπο. Στην προεκλογική εκστρατεία του 2020 δυσκολευόταν στις απευθείας συνεντεύξεις, αλλά βοηθήθηκε από το γεγονός ότι μπορούσε να χρησιμοποιεί teleprompter, καθώς η καμπάνια γινόταν εξ αποστάσεως, λόγω της πανδημίας.
Το «προπατορικό αμάρτημα των εκλογών του 2024 ήταν η απόφαση του Μπάιντεν να διεκδικήσει την επανεκλογή του και οι επίμονες προσπάθειες να συγκαλυφθεί η νοητική του εξασθένηση», συμπεραίνουν οι Τάπερ και Τόμσον.
Σαν να μην έφταναν αυτά, την Κυριακή το γραφείο του τέως προέδρου ανακοίνωσε ότι πάσχει από επιθετική μορφή καρκίνου του προστάτη, που έχει κάνει μετάσταση στα οστά του. Η αποκάλυψη αυτή ενέτεινε περαιτέρω τα ερωτήματα σχετικά με την πραγματική κατάσταση της υγείας του όσον ήταν ακόμα στο Λευκό Οίκο.
