Πρόσφατα, η Κίνα και το Πακιστάν διαμήνυαν σε κοινή τους δήλωση ότι «συμφώνησαν να συνεχίσουν την ενίσχυση της στρατιωτικής τους συνεργασίας στους τομείς της κοινής εκπαίδευσης, των ασκήσεων και της τεχνολογίας». Τρεις μήνες ύστερα από αυτή τη δήλωση, και καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η επίθεση της Ινδίας κατά του Πακιστάν το βράδυ της 6ης προς 7η Μαΐου, ο πρέσβης της Κίνας στο Ισλαμαμπάντ φέρεται να έσπευσε στο υπουργείο Εξωτερικών για να γιορτάσει μια σημαντική στρατιωτική επιτυχία: Το Πακιστάν είχε, σύμφωνα με πληροφορίες, καταρρίψει ινδικά πολεμικά αεροσκάφη χρησιμοποιώντας κινεζικά μαχητικά J-10C.
Καθώς η στρατιωτική εμπλοκή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Πακιστανός υπουργός Εξωτερικών ισχυρίστηκε ότι «τα μαχητικά μας, τα J-10C, κατέρριψαν τρία ινδικά Rafale». Εν μέσω «ομίχλης πολέμου», τις επόμενες ώρες διεξήχθη ένας τεράστιος πόλεμος πληροφορίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με την εγκυρότητα ή μη των ισχυρισμών της πακιστανικής πλευράς.
Μερικές ώρες μετά, αξιωματούχος των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών δήλωσε ότι τουλάχιστον ένα μαχητικό Rafale το οποίο είχε πωληθεί από τη γαλλική Dassault στο Νέο Δελχί είχε καταρριφθεί. Την επόμενη ημέρα, Αμερικανός αξιωματούχος, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας, δήλωσε στο Reuters ότι υπάρχει «μεγάλη βεβαιότητα» πως το Πακιστάν χρησιμοποίησε το κινεζικής κατασκευής αεροσκάφη J-10 για να εκτοξεύσει πυραύλους αέρος-αέρος εναντίον ινδικών μαχητικών αεροσκαφών, με αποτέλεσμα να καταρριφθούν τουλάχιστον δύο. Ενας άλλος Αμερικανός αξιωματούχος είπε στο ίδιο πρακτορείο ότι τουλάχιστον ένα από τα ινδικά αεροσκάφη που καταρρίφθηκαν ήταν τύπου Rafale.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που, όπως φαίνεται, ένα μαχητικό αεροσκάφος Rafale καταρρίπτεται κατά τη διάρκεια αερομαχίας, η οποία μάλιστα φέρεται να ήταν μία από τις μεγαλύτερες των τελευταίων ετών, με τη συμμετοχή περίπου 120 αεροσκαφών και από τις δύο πλευρές. Τόσο τα μαχητικά της Ινδίας όσο και αυτά του Πακιστάν φέρονται κατά τη διάρκεια της αερομαχίας να παρέμειναν στον δικό τους εναέριο χώρο.
Τα κινεζικά J-10C που παραδόθηκαν στην πολεμική αεροπορία του Πακιστάν το 2022, είναι επίσης πιθανό να έχουν συνδυαστεί με τον PL-15, τον πιο προηγμένο πύραυλο αέρος-αέρος της Κίνας. Ο συγκεκριμένος πύραυλος φέρεται να έχει εμβέλεια 200-300 χιλιομέτρων με την εξαγωγική του έκδοση να έχει μειωμένο βεληνεκές το οποίο ανέρχεται στα 145 χιλιόμετρα. Το βεληνεκές και οι επιδόσεις του PL-15 έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του δυτικού ενδιαφέροντος εδώ και χρόνια. Η ανάπτυξή του θεωρήθηκε από στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες ως ένα από τα πολλά σημάδια ότι η Κίνα είχε πλέον ξεπεράσει κατά πολύ την εξάρτηση από την τεχνολογία της σοβιετικής εποχής. Είναι ενδεικτικό ότι η ανάπτυξη του πυραύλου AIM-260 της Lockheed Martin ήλθε εν μέρει ως απάντηση και στην απειλή του PL-15.
Οπλικά συστήματα δι’ αντιπροσώπων
Από το άκουσμα της είδησης περί κατάρριψης ινδικών αεροσκαφών δυτικής κατασκευής, οι μετοχές της κατασκευάστριας των J-10C, AVIC Chengdu Aircraft, εκτοξεύθηκαν κατά 40% έως σήμερα. Η Κίνα αν και αποτελεί μια ανερχόμενη στρατιωτική υπερδύναμη, τόσο ως προς το μέγεθος του στρατού όσο και ως προς την παραγωγή, δεν έχει εμπλακεί σε κανέναν πόλεμο εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες (ο τελευταίος ήταν με το Βιετνάμ το 1979), πράγμα που καθιστούσε την αμυντική παραγωγή της λιγότερο «έμπειρη» συγκριτικά με τα δυτικά οπλικά συστήματα.
Ως εκ τούτου, η σύγκρουση Ινδίας – Πακιστάν ήλθε, σύμφωνα με αναλυτές, ως ένα «θέατρο πολέμου» στο οποίο η κινεζική αμυντική τεχνολογία, δοκιμάστηκε, ως έναν βαθμό επί του πεδίου σε πραγματικές συνθήκες μάχης απέναντι, μεταξύ άλλων, και σε δυτικά συστήματα.

Σήμερα, το Ισλαμαμπάντ αγοράζει τη συντριπτική πλειονότητα των όπλων του από την Κίνα. Περίπου το 82% των πακιστανικών εισαγωγών μεταξύ 2019 και 2023 προέρχεται από τον «στρατηγικό της εταίρο», σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Από την άλλη, το Νέο Δελχί έχει αυξήσει τις αγορές όπλων τα τελευταία χρόνια από τη Δύση και μείωσε τη διαχρονική εξάρτησή της από τη Ρωσία, η οποία κληρονομήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περίοδο της Σοβιετικής Ενωσης. Από το 2006, οι αγορές όπλων από τη Γαλλία, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Μια αερομαχία ως «αντικείμενο μελέτης»
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι ισχυρισμοί της πακιστανικής πλευράς για τις καταρρίψεις των ινδικών αεροσκαφών είχαν εκτενή κάλυψη στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης. Η κινεζική κρατική εφημερίδα Global Times, για παράδειγμα, παρουσίασε λεπτομερώς τις εξελίξεις, τονίζοντας ότι «το Πακιστάν επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του J-10C» στην απάντηση στις ινδικές επιθέσεις. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ορισμένοι Κινέζοι χρήστες πανηγύριζαν με έναν να εκτιμά ότι πλέον «όλες οι μεγάλες στρατιωτικο-βιομηχανικές επιχειρήσεις της Κίνας θα έχουν ουρές από παραγγελίες».
Ωστόσο, αναλυτές που μίλησαν στην Telegraph, παραμένουν επιφυλακτικοί ως προς τα αίτια της πτώσης του ινδικού Rafale. Το λάθος του πιλότου ή οι κανόνες εμπλοκής θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει στην κατάρριψη και όχι απαραίτητα η ανωτερότητα ή μη του ενός ή του άλλου συστήματος. Υπάρχει, πάντως, η εκτίμηση ότι το θετικό μομέντουμ για τα κινεζικά όπλα θα μπορούσε να ενισχύσει το Πεκίνο, τουλάχιστον σε αγορές που συνήθως δεν έχουν πρόσβαση στα δυτικά οπλικά συστήματα, όπως κράτη της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής.
«Αν επιβεβαιωθούν οι καταρρίψεις, αποδεικνύουν ότι τα οπλικά συστήματα που έχει στη διάθεσή του το Πακιστάν είναι, τουλάχιστον, συγκρίσιμα με αυτά που προσφέρει η Δυτική Ευρώπη (ιδίως η Γαλλία). Παράλληλα, με τη Ρωσία να έχει υποχωρήσει στις πωλήσεις όπλων λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία, είμαι βέβαιος ότι οι Κινέζοι έχουν αρχίσει να πιέζουν έντονα τις παραδοσιακές αγορές της Μόσχας, π.χ. την Αλγερία, την Αίγυπτο, το Ιράκ και το Σουδάν», δήλωσε στο CNN ο αμυντικός αναλυτής, Μπιλάλ Καν.
Από την πλευρά της, η South China Morning Post, επικαλούμενη στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες, επιχειρεί να δώσει μια πιο ευρεία οπτική σχετικά με τα συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν στο μέτωπο Ινδίας – Πακιστάν: «Η αερομαχία είναι μια σπάνια ευκαιρία για τους στρατούς να μελετήσουν τις επιδόσεις των πιλότων, των μαχητικών αεροσκαφών και των πυραύλων αέρος-αέρος σε κανονική μάχη και να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γνώση για να προετοιμάσουν τις δικές τους αεροπορικές δυνάμεις». Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται ότι η χρήση τέτοιων προηγμένων όπλων σε συνθήκες κανονικής μάχης αναμένεται να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, ιδίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα στο πλαίσιο του αναδυόμενου ανταγωνισμού τους στον Ειρηνικό.

