Εντεινόμενες είναι οι ανησυχίες διεθνώς για τον κίνδυνο κρίσης στο αμερικανικό δολάριο, καθώς επενδυτές εγκαταλείπουν μαζικά αμερικανικά assets, εν μέσω δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης, πολιτικής αστάθειας και σπασμωδικής διαχείρισης από τη διοίκηση Τραμπ.
Σύμφωνα με αναλυτικό άρθρο του περιοδικού Economist, η αξία του δολαρίου έχει μειωθεί κατά 9% από τα μέσα Ιανουαρίου, με το 40% αυτής της πτώσης να έχει καταγραφεί μόνο τις πρώτες δύο εβδομάδες του Απριλίου.
Το ανησυχητικό είναι ότι η αποχώρηση των επενδυτών συνεχίζεται παρά την αύξηση των αποδόσεων των δεκαετών αμερικανικών ομολόγων, γεγονός που υποδηλώνει αυξανόμενο ρίσκο.
Η αμερικανική οικονομία, άλλοτε πόλος σταθερότητας, φλερτάρει με την ύφεση καθώς η επιβολή δασμών και η όξυνση του εμπορικού πολέμου προκαλούν αποδιοργάνωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αύξηση των τιμών και πλήγμα στο καταναλωτικό εισόδημα.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει αυξήσει τους δασμούς περίπου κατά δέκα φορές, ενώ στελέχη του Λευκού Οίκου αναφέρονται στο δολάριο όχι ως πλεονέκτημα αλλά ως «βάρος» — αλλάζοντας το δόγμα δεκαετιών υπέρ του ισχυρού νομίσματος.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ βρίσκεται ήδη στο 7% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος αγγίζει το 100% του ΑΕΠ.
Στις 10 Απριλίου, το Κογκρέσο ενέκρινε νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που ενδέχεται να προσθέσει 5,8 τρισ. δολάρια στο χρέος μέσα στην επόμενη δεκαετία. Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από το συνολικό κόστος των φορολογικών περικοπών της πρώτης θητείας Τραμπ, των δαπανών της πανδημίας και του προγράμματος Μπάιντεν μαζί.
Το αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση πριμ κινδύνου στα αμερικανικά assets, καθώς οι αγορές αμφισβητούν πλέον ανοιχτά την ικανότητα και τη βούληση της Ουάσιγκτον να διαχειριστεί υπεύθυνα την οικονομία της.
Ειδικότερα, η χαοτική εφαρμογή των δασμών, η προσπάθεια του Τραμπ να επηρεάσει τη Fed, οι επιθέσεις του σε νομικές εταιρείες και η αμφιλεγόμενη μεταχείριση των μεταναστών δημιουργούν μια εικόνα που μοιάζει περισσότερο με αναδυόμενη αγορά παρά με παγκόσμια υπερδύναμη.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) βρίσκεται υπό πίεση: από τη μία οφείλει να διατηρήσει την ανεξαρτησία και τη σταθερότητα του νομίσματος, από την άλλη δέχεται πιέσεις να ρίξει επιτόκια ή να παρέμβει στις αγορές, διατρέχοντας τον κίνδυνο να φανεί ότι μοιράζει χρήμα σε μια κυβέρνηση χωρίς φερεγγυότητα.
Οι κίνδυνοι για μια κρίση στην αγορά ομολόγων δεν είναι πλέον θεωρητικοί. Οι ΗΠΑ πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν φέτος 9 τρισ. δολάρια χρέους, εκ των οποίων τα 8,5 τρισ. ανήκουν σε ξένους κατόχους – κυρίως ιδιώτες, που δεν εκβιάζονται με διπλωματία ή δασμούς.
Αν η ζήτηση για αμερικανικά ομόλογα εξασθενήσει, το κόστος δανεισμού θα εκτιναχθεί και θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο το έλλειμμα.
Το πιθανότερο, σημειώνει ο Economist, είναι ότι μια τέτοια κρίση θα απαιτούσε επώδυνες περικοπές κοινωνικών δαπανών και αύξηση φόρων, μια πολιτικά εκρηκτική συνταγή για την Ουάσιγκτον του 2025. Αντίθετα με τις κρίσεις του 2008 και του 2020, αυτή η φορά θα απαιτήσει συρρίκνωση, όχι στήριξη.
Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του δολαρίου απειλεί να διαβρώσει τα θεμέλια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην παγκόσμια οικονομία, καθώς δεν υπάρχει αξιόπιστο υποκατάστατο: το ευρώ δεν διαθέτει επαρκή ασφαλή ομόλογα, η Ιαπωνία έχει τεράστιο δικό της χρέος, η Ελβετία είναι μικρή και τα κρυπτονομίσματα δεν έχουν κρατική εγγύηση, όπως και ο χρυσός.
«Το δολάριο δεν είναι τέλειο, αλλά είναι το θεμέλιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας», προειδοποιεί το άρθρο.
Αν κλονιστεί η εμπιστοσύνη, η ζημιά θα είναι παγκόσμια και μακροχρόνια.
Πληροφορίες: The Economist

