Μια μικρή, αλλά ισχυρή ομάδα ομοσπονδιακών αξιωματούχων της διοίκησης Τραμπ έχει ξεκινήσει στοχευμένες παρεμβάσεις σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, απαιτώντας όχι μόνο τη θωράκιση των φοιτητών απέναντι σε εκδηλώσεις αντισημιτισμού, αλλά και την αναθεώρηση της ακαδημαϊκής κουλτούρας, των διαδικασιών πρόσληψης και των κανόνων διακυβέρνησης.
Η ομάδα, που συγκροτήθηκε τον Φεβρουάριο, έχει ήδη διακόψει ή παγώσει ομοσπονδιακή χρηματοδότηση ύψους άνω των 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε τουλάχιστον επτά κορυφαία πανεπιστήμια —μεταξύ αυτών το Κολούμπια και το Χάρβαρντ—, πιέζοντας για διαρθρωτικές αλλαγές που εκτείνονται από την καταπολέμηση του αντισημιτισμού μέχρι τον περιορισμό των πολιτικών Διαφορετικότητας, Ισότητας και Συμπερίληψης (DEI), αλλά και την κατάργηση της θετικής δράσης στις προσλήψεις και τις εισαγωγές φοιτητών.
Οι πρακτικές της ομάδας φέρνουν στο προσκήνιο βαθύτερες πολιτικές επιδιώξεις της διοίκησης, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής των προοδευτικών ιδεών στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η πρόεδρος του Columbia, Κατρίνα Αρμστρονγκ, αναγκάστηκε σε παραίτηση και λίγες ημέρες αργότερα βρέθηκε στην Ουάσιγκτον, αντιμέτωπη με ώρες εξέτασής της από κυβερνητικό αξιωματούχο, που εστίασε στο εάν είχε προστατεύσει επαρκώς τους Εβραίους φοιτητές. Παράλληλα της ασκήθηκε έντονη κριτική για «ασαφείς και ακατανόητες απαντήσεις».
Στο επίκεντρο της ομάδας βρίσκεται ο Σον Κέβενι, νομικός του υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών (HHS), μαζί με στελέχη από τα υπουργεία Δικαιοσύνης, Παιδείας και τη Γενική Υπηρεσία Προμηθειών (GSA).
Η επικεφαλής του υπουργείου Παιδείας, Λίντα ΜακΜάχον, υπερασπίζεται τις πιέσεις προς τα πανεπιστήμια, τονίζοντας ότι η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση απαιτεί συμμόρφωση με τον νόμο.
«Δεν επιδιώκουμε να καταργήσουμε την ελευθερία του λόγου, αλλά ζητούμε σεβασμό στους κανόνες», δήλωσε.
Ο Λευκός Οίκος υποστήριξε πως «η ομάδα δεν στοχοποιεί ιδεολογικά πανεπιστήμια, αλλά δρα για να σταματήσει την ωμή εκδήλωση μίσους κατά των Εβραίων Αμερικανών που παρεμποδίζει τη λειτουργία της έρευνας και της διδασκαλίας».
Ωστόσο, ο Τραμπ έχει δημόσια δηλώσει πως «δεν θα συνεχίσουμε να επιδοτούμε κομμουνιστική προπαγάνδα στα πανεπιστήμιά μας», περιγράφοντας τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ως προπύργια της Αριστεράς.
Η ομάδα ξεκίνησε τη δράση της με το «πάγωμα» 400 εκατομμυρίων δολαρίων προς το Κολούμπια και πλέον πιέζει για την επιβολή ομοσπονδιακής επιτήρησης μέσω «συμφωνιών συναίνεσης», οι οποίες περιορίζουν την αυτονομία των ιδρυμάτων.
Παράλληλα, το Χάρβαρντ τελεί υπό έλεγχο για ποσά άνω των 9 δισεκατομμυρίων, με το πανεπιστήμιο να δηλώνει πως δεν θα αποδεχθεί «παράνομες απαιτήσεις» της κυβέρνησης. Η απάντηση ήρθε με το πάγωμα πρόσθετων επιχορηγήσεων ύψους 2,26 δισ.
Ο επικεφαλής της ομάδας, Λίο Τερέλ, πρώην σχολιαστής του Fox News και αξιωματούχος διορισμένος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, έχει δηλώσει πως «αν τα πανεπιστήμια δεν συνεργαστούν, θα τα χρεοκοπήσουμε».
Η ρητορική αυτή προκαλεί ανησυχία στον ακαδημαϊκό κόσμο, με πανεπιστημιακούς να περιγράφουν την ομάδα ως «εκφοβιστική» και τις πρακτικές της ως «αποσταθεροποιητικές».
Η ομάδα δεν περιορίζεται στον αντισημιτισμό: έχει ζητήσει αλλαγές στην εσωτερική διακυβέρνηση των ιδρυμάτων, στα κριτήρια εισαγωγής και πρόσληψης, ενώ εξετάζει και πιθανές σχέσεις φοιτητικών οργανώσεων με τρομοκρατικές ομάδες.
Οι αποφάσεις της φαίνεται συχνά να λαμβάνονται ανεξάρτητα από τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια – σε κάποιες περιπτώσεις χωρίς καν την έγκαιρη ενημέρωση των αρμόδιων υπουργών.
Ανάμεσα στα πανεπιστήμια που βρίσκονται στο στόχαστρο περιλαμβάνονται επίσης τα Northwestern, UCLA, Πανεπιστήμιο της Μινεσότα και NYU, ενώ περισσότεροι από 60 οργανισμοί ανώτατης εκπαίδευσης ερευνώνται από την αρμόδια υπηρεσία πολιτικών δικαιωμάτων του υπουργείου Παιδείας.
Η πολιτική στόχευση πίσω από τις κυρώσεις
Η εκστρατεία της διοίκησης Τραμπ κατά των αμερικανικών πανεπιστημίων υπερβαίνει τα όρια της μάχης κατά του αντισημιτισμού.
Στο επίκεντρο βρίσκεται μια βαθιά ιδεολογική αντιπαράθεση: η πεποίθηση πως τα πανεπιστήμια καταπνίγουν συντηρητικές φωνές και επιβάλλουν ένα μοντέλο προοδευτικής ορθοδοξίας. «Αν θέλουμε να πετύχουμε όσα οραματιζόμαστε για τη χώρα μας, πρέπει να επιτεθούμε ανοιχτά και επιθετικά στα πανεπιστήμια», είχε δηλώσει το 2021 ο σημερινός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ.
Η αποδοκιμασία απέναντι στα ελίτ ιδρύματα, όπως το Χάρβαρντ, το οποίο διαθέτει επενδυτικό κεφάλαιο άνω των 50 δισ. δολαρίων, αποτυπώνεται και σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Wall Street Journal: σχεδόν οι μισοί (48%) από τους 1.500 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους που συμμετείχαν τάσσονται υπέρ της διακοπής χρηματοδότησης σε πανεπιστήμια που δεν προστατεύουν επαρκώς τους Εβραίους φοιτητές.
Ο συντηρητικός ακτιβιστής Κρίστοφερ Ρούφο, εκ των αρχιτεκτόνων της στρατηγικής Τραμπ για την καταπολέμηση του DEI, επισημαίνει ότι «η οργή της κοινής γνώμης καθιστά τα πανεπιστήμια ιδανικό στόχο».
Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε, δανειζόμενος μια εικόνα από τον Μακιαβέλι, «αν βάλεις εντυπωσιακά στο στόχαστρο ένα πανεπιστήμιο και του κόψεις τη χρηματοδότηση, τα υπόλοιπα θα συμμορφωθούν».
«Ο Μακιαβέλι μιλούσε για τον “διαμελισμό του πρίγκιπα”. Εδώ, πρόκειται για έναν θεαματικό “στραγγαλισμό” ενός πανεπιστημίου», πρόσθεσε.
Παρ’ όλη τη στήριξη που βρίσκει η ομάδα κρούσης στους κύκλους των συντηρητικών, εκφράζονται και ανησυχίες για το προηγούμενο που δημιουργείται.
Ο Μάικλ Πόλιακοφ, πρόεδρος του American Council of Trustees and Alumni, σημειώνει: «Πρέπει να βλέπει κανείς δυο και τρεις κινήσεις μπροστά. Η ισχύς που αποκτά σήμερα αυτή η ομάδα μπορεί αύριο να χρησιμοποιηθεί με άλλους στόχους».
Πέρα από τα εργαλεία περί πολιτικών δικαιωμάτων, η ομάδα χρησιμοποιεί πλέον και τις ομοσπονδιακές συμβάσεις ως μοχλό πίεσης.
Ο Κένεθ Μάρκους, πρώην επικεφαλής του γραφείου Πολιτικών Δικαιωμάτων του υπουργείου Παιδείας και νυν πρόεδρος του Brandeis Center, χαρακτήρισε την εμπλοκή της GSA (Γενική Υπηρεσία Προμηθειών) «ευφυές στρατήγημα».
«Ελάχιστοι σκέφτονται αυτόν τον οργανισμό ως εργαλείο εξαναγκασμού», σχολίασε. «Ομως η δυνατότητα να ανακαλέσεις συμβάσεις ανοίγει τεράστιους δρόμους για την επιβολή της συμμόρφωσης με τον ομοσπονδιακό νόμο».
Πηγή: Wall Street Journal

